Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Επιτομή Λεξικού Κριαρά


Εισαγωγή

H Επιτομή καλύπτει τους τόμους Α´–Κ´ του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), και φτάνει ως το λήμμα σταματώ.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 35710 εγγραφές  [0-20]

  • α, σύνδ.,
    βλ. αν.
       
  • αβαβοέ η.
    • Προκαταβολή:
      • να του διπλάσει την αβαβοέ (Ασσίζ. 4525).

    [<παλαιότ. γαλλ. *avant-voee]

       
  • αβαμπαρλιέρης ο· αβαμπαλιέρης· αβαντπαρλιέρης· αφαμπαλιέρης· αφαμπαρλιέρης· φαρπαλιέρος.
    • Δικηγόρος, συνήγορος:
      • να έχει πρόλαλον, τό λέγεται φράγκικα αβαμπαρλιέρη (Ασσίζ. 34910‑11).

    [<παλαιότ. γαλλ. avant-parlier. Η λ. στο Du Cange (αβανπ‑)]

       
  • αβάνης ο.
    • Συκοφάντης, καταδότης:
      • κακός αβάνης (Ιστ. Βλαχ. 1312).

    [<τουρκ. avan (Καραποτόσογλου 1983: 366). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

       
  • αβανία η· αβανιά· ’βανία.
    • Συκοφαντία:
      • και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2531).

    [<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Καραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

       
  • αβαντάτζιον το· αβατάντζιον.
    • Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
      • να έχει πολλά κέρδη λεγόμενα αβαντάτζια (Ασσίζ. 27925).

    [<γαλλ. avantage· πβ. και ιταλ. avvantagio. Η λ. στο Du Cange. T. αβαττάτζια τα σήμ. κυπρ.]

       
  • αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.
    • 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
      • (Λεηλ. Παροικ. 221).
    • 2)
      • α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
        • πόσα μου βατζάρασι; Τρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73
      • β) περιττεύω, είμαι περιττός:
        • σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Κατζ. A´ 40).

    [<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

       
  • αβαντζιάζω.
    • Κερδίζω:
      • διά ν’ αβαντζιάσει ο άτυχος καβαλλάρης ονομίσματα φ´ (Μαχ. 52414).

    [<παλαιότ. γαλλ. avanchier ή προβ. avançar]

       
  • αβάντζον το.
    • Κέρδος, όφελος:
      • (Θρ. Κύπρ. 474).

    [<ιταλ. avanzo. H λ. και σήμ. (‑ο)]

       
  • αβαντπαρλιέρης ο,
    βλ. αβαμπαρλιέρης.
       
  • αβάπτιστος, επίθ.· αβάφτιστος.
    • 1)
      • α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη:
        • θανών αβάπτιστος (Δούκ. 13519
      • β) ο μη χριστιανός, αλλόθρησκος:
        • τα έθνη … τα αβάφτιστα (Χρον. Μορ. H 1249).
    • 2) Άπιστος, κακός:
      • άπιστοι, αιρετικοί … και παντελώς αβάπτιστοι (Ιστ. Βλαχ. 1500).

    [αρχ. επίθ. αβάπτιστος. O τ. και η λ. και σήμ.]

       
  • άβαρ το,
    βλ. άμπαρ.
       
  • αβάρος, επίθ.
    • Φιλάργυρος:
      • άρχοντες αβάροι εκρύβανε τα στάρια (Χρον. σουλτ. 8532).

    [<ιταλ. avaro]

       
  • αβασγικός, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αβασγίκους, (Διγ. Z 2220).
    • Που προέρχεται από την Αβασγία του Εύξεινου Πόντου (περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας):
      • ιεράκια τα αβασγικά (Ορνεοσ. 57825).

    [<τοπων. Αβασγία (6. αι., DGE) + κατάλ. ικός. Η λ. στο Steph. (λ. Αβασγία)]

       
  • Αβασγίτης ο.
    • Αβασγός·
      • (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
        • Δέδωκε μεν ο στρατηγός … χιονίδας ιέρακας δώδεκα Αβασγίτας (Διγ. Gr. 1856).

    [<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ίτης]

       
  • Αβασγός ο.
    • Κάτοικος της Αβασγίας:
      • (Πανάρ. 7616).

    [<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ός. Η λ. τον 6. αι. (DGE, λ. οί)]

       
  • αβάστακτος, επίθ.· αβάσταγος.
    • 1) Που δε μπορεί κανείς να τον κρατήσει εξαιτίας του βάρους του, ασήκωτος, πολύ βαρύς:
      • γομάρια αβάστακτα (Διήγ. παιδ. 770).
    • 2) (Μεταφ.) ανυπόφορος, αφόρητος:
      • πολλά είναι αβάσταγοι οι απαπέσω πόνοι (Φαλιέρ., Λόγ. 260).

    [μτγν. επίθ. αβάστακτος. H λ. και σήμ.]

       
  • αβατάντζιον το,
    βλ. αβαντάτζιον.
       
  • αβατζάρω,
    βλ. αβαντζάρω.
       
  • αβάφτιστος, επίθ.,
    βλ. αβάπτιστος.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης