Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Επιτομή Λεξικού Κριαρά




Ζ´ Γραμματικοί και άλλοι λεξικογραφικοί όροι και λέξεις


Α   Β   Γ   Δ   Ε   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ  
Α
Βραχυγραφία Περιγραφή
ά. άρθρο του Λεξικού
αβέβ. ετυμ. αβέβαιη ετυμολογία
άγν. ετυμ. άγνωστη ετυμολογία
ά. γρ. άλλη γραφή
αι. αιώνας
αιτ. αιτιολογικός
αιτιατ. αιτιατική πτώση
άκλ. άκλιτος
αλβ. αλβανικός
αλληλοπ. αλληλοπαθές
αμάρτ. αμάρτυρος
αμτβ. αμετάβατος
αναβιβ. αναβιβασμός
αναγκ. αίτ. αναγκαστικό αίτιο
ανάγν. ανάγνωση
αναδημ. αναδημοσίευση
ανακ. ανακοίνωση
αναλογ. αναλογία, αναλογικώς
ανάτ. ανάτυπο
ανατ. ανατύπωση
αναφορ. αναφορικός
ανέκδ. ανέκδοτος
ανομ. ανομοίωση
αντιδ. αντιδάνειο
αντίθ. αντίθετος
αντιθ. αντιθετικώς
αντικ. αντικείμενο
αντιμετάθ. αντιμετάθεση
αντων. αντωνυμία
αόρ. αόριστος
αοριστολ. αοριστολογικός
Άπ. Άπαντα
απ. απαντά
απαρέμφ απαρέμφατο
απόλ. απόλυτος
απορημ. απορηματικός
απόσπ. απόσπασμα
απρόσ. απροσώπο
απροσ. απροσώπως
αρ. αριθμός
αραβ. αραβικός
αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός
αραμ. αραμαϊκός
αριθμητ. αριθμητικό
άρν. άρνηση
αρνητ. αρνητικός
αρομ. αρομουνικός
αρσ. αρσενικός
αρχ. αρχαίος
αρχαϊκ αρχαϊκός
άσχ. άσχετος
αυτ. αυτόθι
αφ. αφιέρωση
αφομ. αφομοίωση
αχρον. αχρονολόγητος
Β
Βραχυγραφία Περιγραφή
βεν. βενετικός
βιβλιοκρ. βιβλιοκρισία
βλ. βλέπε
βλαχ. βλαχικός
βοτ. βοτανική βοτανολογικός όρος
βουλγ. βουλγαρικός
βραχυλογ. βραχυλογικώς
βυζ. βυζαντινός
Γ
Βραχυγραφία Περιγραφή
γαλλ. γαλλικός
γεν. γενική πτώση
γενικ. γενικότερα
γενουατ. γενουατικός
γερμ. γερμανικός
γεωγρ. γεωγραφικός, -ώς
γλωσσ. γλωσσικός
Γλωσσάρ. Γλωσσάριο (L-S)
γρ. γράφε, γραφή
γραμμ. γραμματικώς
Δ
Βραχυγραφία Περιγραφή
δεικτ. δεικτικός
δευτερόκλ. δευτερόκλιτος
δευτεροπρόσ. δευτεροπρόσωπος
δήλ. δήλωση
δηλ. δηλαδή
δημ. δημοτικός
δημοσ. δημοσίευση
διάβ. διάβαζε
διάγρ. διάγραψε
διαλεκτ. διαλεκτικός
διατρ. διδακτορική διατριβή
διάφ. διάφορος
διαφορ. διαφορετικός
διόρθ. διόρθωσε
διορθώσ. διορθώσαμε
δίστ. δίστιχο
διφθογγ. διφθογγισμός
δοτ. δοτική πτώση
Ε
Βραχυγραφία Περιγραφή
εβρ. εβραϊκός
έγγρ. έγγραφο
εθν. εθνικό
ειδικ. ειδικότερα
εικασ. εικασία
ειρων. ειρωνικός, -ώς
εισαγ. εισαγωγή
έκδ. έκδοση
εκδ. εκδόσεις, εκδότης, εκδίδει
εκκλ. εκκλησιαστικός (όρος)
έκφρ. έκφραση
εκφρ. εκφράσεις
ελλειπτ. ελλειπτικός, -ώς
ελλην. ελληνικός
εμπρόθ. προσδ. εμπρόθετος προσδιορισμός
εν. ενικός
εναντιωμ. εναντιωματικός
έναρθρ. έναρθρος
ενδεχομ. ενδεχομένως
ενδοιαστ. ενδοιαστικός
ενεργ. ενεργητικός
ενεστ. ενεστώτας
ενθύμ. ενθύμηση
ενν. εννοείται
Εξήγ. Εξήγηση
επεξήγ. επεξήγηση
επεξηγ. επεξηγηματικός, -ώς
επιγρ. επιγραφή
επίδρ. επίδραση
επίθ. επίθετο
επιθετ. επιθετικός, -ώς
Επίλ. Επίλογος
επιμ. επιμέλεια
επίρρ. επίρρημα
επιρρ. επιρρηματικός, -ώς
επιστ. επιστολή
επιστημ. επιστημονικός όρος
επιτ. επιτατικός, -ώς
επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός, -ώς
επόμ. επόμενος
επών. επώνυμο
επων. επωνυμία
ερωτ. ερωτηματικός, -ώς
εσφαλμ. εσφαλμένος, -α
ετυμ. ετυμολογία
ετυμολ. ετυμολογικό τμήμα άρθρου
ευκτ. ευκτική έγκλιση
Η
Βραχυγραφία Περιγραφή
ηθ. ηθικός, -ώς
ηχοπ. ηχοποίητος
Θ
Βραχυγραφία Περιγραφή
θ. θέμα
θεολ. θεολογικός όρος
θετ. θετικός
θηλ. θηλυκός
θρησκ. θρησκευτικός, -ώς
θωπευτ. θωπευτικώς
Ι
Βραχυγραφία Περιγραφή
ιατρ. ιατρικός όρος
ιδ. ιδίως
ιδιάζ. σύντ. ιδιάζουσα σύνταξη
ιδιάζ. χρ. ιδιάζουσα χρήση
ιδιώμ. ιδιώματα
ιδιωμ. ιδιωματικός, -ώς
Ιντ. Ιντερμέδιο
ισπ. ισπανικός
ιστ. ιστορία, ιστορικός
ιταλ. ιταλικός
Κ
Βραχυγραφία Περιγραφή
κ. κάτι
κ.ά. και άλλα
κ.α. και αλλαχού
Κ. Δ. Καινή Διαθήκη
κάπ. κάποιος, -ον, κλπ.
καταβιβ. καταβιβασμός
κατάλ. κατάληξη
καταφ. καταφατικός
κατηγ. κατηγορούμενο
κ.ε. και εξής
κείμ. κείμενο
κεφ. κεφάλαιο
κλ. κλίση
κλητ. κλητική πτώση
κοιν. κοινός, -ώς
κοινότ. κοινότατος
κ.π.α. και πολλαχού αλλαχού
κρητ. κρητικός
κρητ. κ. κρητικά κείμενα
κριτ. υπ. κριτικό υπόμνημα
κτητ. κτητικός, -ά
κ.τ.ό. και τα όμοια
κυπρ. κυπριακός
κυριολ. κυριολεκτικώς
κύρ. όν. κύριο όνομα
κώδ. κώδικας
Λ
Βραχυγραφία Περιγραφή
λ. λέξη, λήμμα
λαϊκ. λαϊκός
λατ. λατινικός
λόγ. λόγιος
λογοτ. λογοτεχνία, λογοτεχνικός
Μ
Βραχυγραφία Περιγραφή
μαθημ. μαθηματικός όρος
μεγεθ. μεγεθυντικός
μειωτ. μειωτικός, -ώς
μέλλ. μέλλοντας
μέσ. μέσος
μεσν. μεσαιωνικός
μεταπλ. μεταπλασμός
μεταφ. μεταφορά, μεταφορικώς
μετάφρ. μετάφραση
μετρ. αν. μετρική ανάγκη
μετων. μετωνυμικώς
μόρ. μόριο
μτβ. μεταβατικός
μτγν. μεταγενέστερος
μτχ. μετοχή
Ν
Βραχυγραφία Περιγραφή
ναυτ. ναυτικός όρος
νεοελλ. νεοελληνικός
νεότ. νεότερος
νηπ. νηπιακός
νομ. νομικός όρος
Ο
Βραχυγραφία Περιγραφή
οικογ. οικογενειακός
όν., ον. όνομα, ονόματος, -α
ονομ. ονομαστική πτώση
ονοματοπ. ονοματοποιία
ό.π. όπου παραπάνω
ορθότ. ορθότερος, -α
οριστ. οριστική
ουδ. ουδέτερο
ουσ. ουσιαστικό
ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος
Π
Βραχυγραφία Περιγραφή
παθ. παθητικός
παλαιογρ. παλαιογραφικός
παλαιότ. παλαιότερος, -α
παπυρ. παπυρικό κείμενο
παράγ. παράγωγο
παραγ. παραγωγή
παράθ. παράθεμα
παραθ. παραθετικά
παρακελευσμ. παρακελευσματικός
παράλ. παράλειψη, παράλειψε
παραλ. παραλείπεται, -ονται
παράλλ. παράλληλος
παραπ. παραπομπή, παραπεμπτικός
παράρτ. παράρτημα
παρατ. παρατατικός
παράφρ. παράφραση
παραχωρ. παραχωρητικός
παρεκτ. παρεκτεταμένος
παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
παρκ. παρακείμενος
παροιμ. παροιμία, παροιμιακός
παρων. παρωνύμιο
πβ. παράβαλε
Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
περ. περίπου
περιληπτ. περιληπτικός, -ώς
περίοδ. περίοδος
περιοδ. περιοδικό
περσ. περσικός
πιθ. πιθανός, -ώς
πληθ. πληθυντικός
ποιητ. αίτ. ποιητικό αίτιο
πολλ. πολλαχού
ποντ. ποντιακός
πραγμ. πραγματολογικώς
προβ. προβηγκιανός
προέλ. προέλευση
προηγ. προηγούμενος
πρόθ. πρόθεση
προθετ. προθετικός
πρόκ. πρόκειται
προκ. προκειμένου
πρόλ. πρόλογος
πρόσ. πρόσωπο (γραμμ.)
προσδ. προσδιορισμός
πρόσθ. πρόσθεσε
προσθ. προσθήκη, -ες
προστ. προστακτική
προσφών. προσφώνηση
προσων. προσωνυμία
προσωπ. προσωπικός
προσωποπ. προσωποποίηση
πρότ. πρότεινε
προφ. προφανής, -ώς
πρωτόκλ. πρωτόκλιτος
Ρ
Βραχυγραφία Περιγραφή
ρ. ρήμα
ρηματ. ρηματικός
ρουμ. ρουμανικός
ρωσ. ρωσικός
Σ
Βραχυγραφία Περιγραφή
σ. σελίδα
σερβ. σερβικός
σήμ. σήμερα
σημ. σημείωση
σημασ. σημασία
σημασιολ. σημασιολογικό τμήμα άρθρου
σημερ. σημερινός
σημιτ. σημιτικός
σλαβ. σλαβικός
σκωπτ. σκωπτικός, -ώς
σπανιότ. σπανιότατο, -α
στ. στίχος
στερ. στερητικό
στρατ. στρατιωτικός όρος
συγγ. συγγενικός
συγκ. συγκοπή
συγκρ. συγκριτικός
συμπερασμ. συμπερασματικός
συμφ. συμφυρμός
συν. συνήθως
σύνδ. σύνδεσμος
συνεκδ. συνεκδοχή, συνεκδοχικά
συνεκφ. συνεκφορά
συνηθέστ. συνηθέστατος, -α
σύνθ. σύνθεση
συνθ. συνθετικό
συνίζ. συνίζηση
σύντ. σύνταξη
συνών. συνώνυμο
σύστ. σύστοιχο
συχνότ. συχνότατο, -α
σχ. σχήμα
σχετ. σχετικός
σχηματ. σχηματισμός, σχηματίζεται
σχόλ. σχόλιο
Σχολ. Σχολιαστής (L-S)
Τ
Βραχυγραφία Περιγραφή
τ. τύπος
τεχν. τεχνικός
τεύχ. τεύχος
τίτλ. τίτλος
τόμ., τ. τόμος
τοπ. τοπικός
τοπων. τοπωνύμιο
τουρκ. τουρκικός
τραγ. τραγούδι
τριτόκλ. τριτόκλιτος
τριτοπρόσ. τριτοπρόσωπος
τροπ. τροπικός
τσακων. τσακωνικός
τυπογρ. τυπογραφικός
τυπολ. τυπολογικό τμήμα άρθρου
Υ
Βραχυγραφία Περιγραφή
υβριστ. υβριστικός, -ώς
υπερθ. υπερθετικός
Υπόθ. Υπόθεση
υποθ. υποθετικός
υποκ. υποκείμενο
υποκορ. υποκοριστικό
υποτ. υποτακτική
υποτιμ. υποτιμητικός, -ώς
υποχωρ. υποχωρητικός, -ώς
υστλατ. υστερολατινικός
Φ
Βραχυγραφία Περιγραφή
φ. φύλλο
φρ. φράση
φωνητ. φωνητικός
Χ
Βραχυγραφία Περιγραφή
Χορ. Χορικό
χρ. χρήση
χρον. χρονικός
χφ(φ) χειρόγραφο, -α
χ.τ. χωρίς τόπο (έκδοσης)
χ.χρον. χωρίς χρονολογία (έκδοσης)