Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Επιτομή Λεξικού Κριαρά


Εισαγωγή

H Επιτομή καλύπτει τους τόμους Α´–Κ´ του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), και φτάνει ως το λήμμα σταματώ.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.
    • 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
      • (Λεηλ. Παροικ. 221).
    • 2)
      • α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
        • πόσα μου βατζάρασι; Τρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73
      • β) περιττεύω, είμαι περιττός:
        • σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Κατζ. A´ 40).

    [<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης