Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Επιτομή Λεξικού Κριαρά


Εισαγωγή

H Επιτομή καλύπτει τους τόμους Α´–Κ´ του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), και φτάνει ως το λήμμα σταματώ.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αγριεύω· αγρεύω· αγριεύγω· αόρ. εγρίεψα.
    • I. Ενεργ.
      • Α´ (Αμτβ.) γίνομαι άγριος, εξαγριώνομαι:
        • να μη αγριεύσουν τα θηριά και φάσιν τα παιδιά σας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 254
        • (μεταφ.):
          • ο λογισμός μου εγρίεψε (Ερωτόκρ. Γ´ 162
          • τα μαλλιά του πλέχθησαν και … αγρεύσαν (Θησ. Δ´ [285]).
      • Β´ Μτβ.
        • 1) Εξαγριώνω κάπ.:
          • (Πανώρ. A´ 132).
        • 2) Κάνω κ. άγριο, φοβερό:
          • τα μάτια του αγριεύγει (Ερωτόκρ. B´ 492).
    • II. (Μέσ.) εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι:
      • αγριεύτηκε σα να ’τονε λιοντάρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47718).
    • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
      • 1) (Προκ. για τη θάλασσα) φουρτουνιασμένος:
        • (Φορτουν. Ιντ. δ´ 99).
      • 2) (Προκ. για σύννεφο) απειλητικός, μαύρος:
        • (Ερωτόκρ. B´ 1903).
      • 3) Άγριος, φοβερός· σκληρός:
        • αγριεμένο δάσο (Στάθ. B´ 11
        • πλια ’πονη, κουφή και πλια ’γριεμένη παρά την ίδι’ ασπίδα (Πιστ. βοσκ. I 2, 8).

    [<επίθ. άγριος + κατάλ. εύω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης