Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Επιτομή Λεξικού Κριαρά


Εισαγωγή

H Επιτομή καλύπτει τους τόμους Α´–Κ´ του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), και φτάνει ως το λήμμα σταματώ.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αβάπτιστος, επίθ.· αβάφτιστος.
    • 1)
      • α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη:
        • θανών αβάπτιστος (Δούκ. 13519
      • β) ο μη χριστιανός, αλλόθρησκος:
        • τα έθνη … τα αβάφτιστα (Χρον. Μορ. H 1249).
    • 2) Άπιστος, κακός:
      • άπιστοι, αιρετικοί … και παντελώς αβάπτιστοι (Ιστ. Βλαχ. 1500).

    [αρχ. επίθ. αβάπτιστος. O τ. και η λ. και σήμ.]

       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης