Μεσαιωνική ελληνική
Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Εισαγωγή
H Επιτομή καλύπτει τους τόμους Α´–Κ´ του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), και φτάνει ως το λήμμα σταματώ.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι επτά κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Ζ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- α, σύνδ.,
- βλ. αν.
αβαβοέ η.- Προκαταβολή:
- να του διπλάσει την αβαβοέ (Ασσίζ. 4525).
[<παλαιότ. γαλλ. *avant-voee]
αβαμπαρλιέρης ο· αβαμπαλιέρης· αβαντπαρλιέρης· αφαμπαλιέρης· αφαμπαρλιέρης· φαρπαλιέρος.- Δικηγόρος, συνήγορος:
- να έχει πρόλαλον, τό λέγεται φράγκικα αβαμπαρλιέρη (Ασσίζ. 34910‑11).
[<παλαιότ. γαλλ. avant-parlier. Η λ. στο Du Cange (αβανπ‑)]
αβάνης ο.- Συκοφάντης, καταδότης:
- κακός αβάνης (Ιστ. Βλαχ. 1312).
[<τουρκ. avan (Καραποτόσογλου 1983: 366). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
αβανία η· αβανιά· ’βανία.- Συκοφαντία:
- και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2531).
[<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Καραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
αβαντάτζιον το· αβατάντζιον.- Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
- να έχει πολλά κέρδη λεγόμενα αβαντάτζια (Ασσίζ. 27925).
[<γαλλ. avantage· πβ. και ιταλ. avvantagio. Η λ. στο Du Cange. T. αβαττάτζια τα σήμ. κυπρ.]
αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
- (Λεηλ. Παροικ. 221).
- 2)
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
- πόσα μου βατζάρασι; Τρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73)·
- β) περιττεύω, είμαι περιττός:
- σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Κατζ. A´ 40).
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
[<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ‑ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
αβαντζιάζω.- Κερδίζω:
- διά ν’ αβαντζιάσει ο άτυχος καβαλλάρης ονομίσματα φ´ (Μαχ. 52414).
[<παλαιότ. γαλλ. avanchier ή προβ. avançar]
αβάντζον το.- Κέρδος, όφελος:
- (Θρ. Κύπρ. 474).
[<ιταλ. avanzo. H λ. και σήμ. (‑ο)]
αβαντπαρλιέρης ο,- βλ. αβαμπαρλιέρης.
αβάπτιστος, επίθ.· αβάφτιστος.- 1)
- α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη:
- θανών αβάπτιστος (Δούκ. 13519)·
- β) ο μη χριστιανός, αλλόθρησκος:
- τα έθνη … τα αβάφτιστα (Χρον. Μορ. H 1249).
- α) Που δε βαφτίστηκε ακόμη:
- 2) Άπιστος, κακός:
- άπιστοι, αιρετικοί … και παντελώς αβάπτιστοι (Ιστ. Βλαχ. 1500).
[αρχ. επίθ. αβάπτιστος. O τ. και η λ. και σήμ.]
άβαρ το,- βλ. άμπαρ.
αβάρος, επίθ.- Φιλάργυρος:
- άρχοντες αβάροι εκρύβανε τα στάρια (Χρον. σουλτ. 8532).
[<ιταλ. avaro]
αβασγικός, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αβασγίκους, (Διγ. Z 2220).- Που προέρχεται από την Αβασγία του Εύξεινου Πόντου (περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας):
- ιεράκια τα αβασγικά (Ορνεοσ. 57825).
[<τοπων. Αβασγία (6. αι., DGE) + κατάλ. ‑ικός. Η λ. στο Steph. (λ. Αβασγία)]
Αβασγίτης ο.- Αβασγός·
- (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
- Δέδωκε μεν ο στρατηγός … χιονίδας ιέρακας δώδεκα Αβασγίτας (Διγ. Gr. 1856).
- (ως επίθ.) που προέρχεται από την Αβασγία (πβ. αβασγικός):
[<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ‑ίτης]
Αβασγός ο.- Κάτοικος της Αβασγίας:
- (Πανάρ. 7616).
[<τοπων. Αβασγία + κατάλ. ‑ός. Η λ. τον 6. αι. (DGE, λ. ‑οί)]
αβάστακτος, επίθ.· αβάσταγος.- 1) Που δε μπορεί κανείς να τον κρατήσει εξαιτίας του βάρους του, ασήκωτος, πολύ βαρύς:
- γομάρια αβάστακτα (Διήγ. παιδ. 770).
- 2) (Μεταφ.) ανυπόφορος, αφόρητος:
- πολλά είναι αβάσταγοι οι απαπέσω πόνοι (Φαλιέρ., Λόγ. 260).
[μτγν. επίθ. αβάστακτος. H λ. και σήμ.]
αβατάντζιον το,- βλ. αβαντάτζιον.
αβατζάρω,- βλ. αβαντζάρω.
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης