Αρχαία ελληνική
O σχηματισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική
O σχηματισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική
- Πρόλογοι
- Βιβλιογραφία
- Γενικό Μέρος
- Γενικό Μέρος
- Ι. Τα στοιχεία της λέξης
- 1. Η πρόταση
- 2. Η λέξη και τα συστατικά μέρη της
- α) Θέμα, επίθημα, κατάληξη
- β) Ρίζα και βάση
- γ) Επίθημα, πρόθημα, ένθημα, σχηματιστικό
- δ) Καθοριστικό της ρίζας και επίθημα
- ε) Συνθετικά μέρη και επίθημα (πρόθημα)
- στ) Το θεματικό ή συνδετικό φωνήεν
- ζ) Οι έννοιες "πρωτογενές, δευτερογενές, μετονοματικό, μεταρηματικό"
- ΙΙ. Η αναλογία ως κινητήρια δύναμη για τον σχηματισμό λέξεων
- 1. Έτοιμες κατηγορίες λέξεων
- 2. Μορφολογική και σημασιολογική αναλογία
- 3. Το προϊόν από την επίδραση της αναλογίας
- 4. Το πεδίο επίδρασης της αναλογίας
- ΙΙΙ. Διάφορα είδη και στοιχεία του σχηματισμού των λέξεων
- 1. Ριζικές λέξεις
- 2. Αναδιπλασιασμός
- 3. Συντμημένοι τύποι και διπλασιασμός συμφώνων
- 4. Αναδρομική παραγωγή
- 5. Τόνος
- Ειδικό Μέρος
- Ειδικό Μέρος
- Α. ΣΥΝΘΕΣΗ
- Γενικές παρατηρήσεις
- Δημιουργία των συνθέτων
- Παλιότερα και νεότερα σύνθετα
- Γνήσια και νόθα σύνθετα
- Ψευδοσύνθετα
- Αδιαφανή σύνθετα
- Αναλογικοί νεολογισμοί
- Διαίρεση των συνθέτων
- Τα σύνθετα με βάση το είδος και τη μορφή του α΄ συνθετικού
- Ι. Επίρρημα (με την ευρεία έννοια) ως α΄ συνθετικό
- 1. Προρηματικό + ρήμα (ρήμα παρεμφατικό και ρήμα απαρεμφατικό, καθώς και ρηματικό όνομα)
- 2. Πρόθεση (με την παλιότερη επιρρηματική σημασία) + ανεξάρτητο από αυτήν ουσιαστικό ή επίθετο
- 3. Πρόθεση + εξαρτώμενος από αυτήν όρος
- 4. Το α΄ συνθετικό είναι επίρρημα που δεν εμφανίζεται πια ως ανεξάρτητο
- 5. Το α΄ συνθετικό είναι κάποια άλλη επιρρηματική λέξη
- ΙΙ. Το α΄ συνθετικό είναι ονοματική πτώση
- ΙΙΙ. Το α΄ συνθετικό είναι ονοματικό θέμα
- ΙV . To α΄ συνθετικό εκλαμβάνεται ως ρήμα
- Τα σύνθετα με βάση τη συντακτική σχέση μεταξύ των μελών τους
- Ι. Παρατακτικά (συνδετικά) σύνθετα
- ΙΙ. Υποτακτικά σύνθετα
- 1. Προσδιορισμός του ρηματικού β΄ συνθετικού από ένα προρηματικό στο α΄ συνθετικό
- 2. Εμπρόθετα κυβερνημένα σύνθετα
- 3. Προσδιοριστικά ονοματικά σύνθετα
- 4. Ρηματικά κυβερνημένα σύνθετα
- 5. Επιρρηματικά σύνθετα
- Μεταπλαστά και μη μεταπλαστά σύνθετα
- Μετατοπίσεις μεταξύ μορφολογικών και σημασιολογικών τύπων
- Φθογγικές αλλαγές κατά τη σύνθεση
- Ι. Συνάντηση φωνηέντων στον αρμό της σύνθεσης
- 1. Συνθετική έκταση
- 2. Έκθλιψη
- 3. Δευτερογενής χασμωδία και δευτερογενής συναίρεση
- ΙΙ. Συνάντηση συμφώνων στον αρμό της σύνθεσης
- Η θεματική απόληξη του α΄ συνθετικού
- Ι. Σε ονοματικά θεματικά σύνθετα
- ΙΙ. Σε άλλα σύνθετα
- Διαμόρφωση του β΄ συνθετικού
- Ι. Η διαμόρφωση του θέματος του β΄ συνθετικού κατά τη μετάπλαση
- ΙΙ. Ρηματικά ονόματα ως β΄ συνθετικά
- Σύνθεση για τους σκοπούς της παραγωγής (συνθετικό επίθημα, υπόσταση)
- Ο τονισμός των συνθέτων
- Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας των συνθέτων
- 1. Τολμηροί ποιητικοί σχηματισμοί
- 2. Εναλλαγή των συνθετικών
- 3. Σύνθετα με περισσότερα από δύο συνθετικά
- Τα κύρια ονόματα
- Β. ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
- Γενικά
- Οι μικρότεροι τύποι ενεστωτικών επιθημάτων
- Ι. Επιθήματα με n
- ΙΙ. -σκο-
- ΙΙΙ. -θο-
- Οι ενεστώτες σε i ̯ o
- Γενικά
- Ι. Οι φωνηεντόληκτοι ενεστώτες σε -i̯o-, δηλαδή τα ρήματα σε -ᾶν (-ῆν), -εῖν, -οῦν, -ίειν, -ύειν, -εύειν
- 1. Τα ρήματα σε -ᾶν (-ῆν)
- 2. Τα ρήματα σε -εῖν
- 3. Τα ρήματα σε -οῦν
- 4. Τα ρήματα σε -ίειν και -ύειν
- 5. Τα ρήματα σε -εύειν
- ΙΙ. Οι συμφωνόληκτοι ενεστώτες σε i ̯ o
- 1.Τα ρήματα σε *- n -i̯o-
- 2. Τα ρήματα σε - r -i̯o- και - l -i̯o-
- 3. Τα ρήματα σε -σσειν (αττ.-βοιωτ. -ττειν)
- 4. Τα ρήματα σε -ζειν
- Γενικά
- α) Τα ρήματα σε -ύζειν
- β) Τα ρήματα σε -άζειν
- γ) Τα ρήματα σε -ίζειν
- Γ. ΟΝΟΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
- Γενικά
- Ριζικά ουσιαστικά
- Φωνηεντικά επιθήματα
- Ι. -ο- και -ᾱ-
- ΙΙ. -ιο- και -ιᾱ-
- ΙΙΙ. -εο-
- ΙV . - ι ̯ ᾰ
- V . -ευ-
- Ρινικά επιθήματα
- Ι. -μο-
- 1. Ουσιαστικά σε -μός,-τμός,-θμός,-σμός
- 2. Επίθετα σε -(σ)ιμος
- ΙΙ. - men -, - mon - (-μα -μην -μων)
- 1. Τα ουδέτερα σε -μα
- 2. Αρσενικά σε -μην και -μων
- ΙΙΙ. Άλλα επιθήματα σε n
- 1. -ων (-ωνος)
- 2. -ών (-ῶνος· ιων. -εών)
- Ι V . -νο-
- 1. Το απλό -(ᾰ)νο-
- 2. -εινός
- 3. Τα χρονικά επίθετα σε -ινός
- 4. Τα δηλωτικά ύλης επίθετα σε -ινος (-ίνεος)
- 5. -ῖνος (-ιᾱνός, -ηνός)
- 6. -συνος
- Υγρά επιθήματα
- Ι. Επιθήματα με l
- 1. Απλό -λο-,-αλο-,-ελο-,-ιλο-,-υλο-
- 2. -ᾱλός, -ηλός, -ωλός
- 3. Υποκοριστικό -υ(λ)λο-
- 4. -αλέος
- ΙΙ. Επιθήματα με r
- Επιθήματα με χειλικό χαρακτήρα
- Επιθήματα με οδοντικό κλειστό
- Ι. Το επίθημα - t - μαζί με τα nomina agentis με επίθημα -t- και το μετονοματικό -της
- 1. Τα nomina agentis με επίθημα με - t - (-τ-, -τήρ, -τωρ, -της)
- Σχετικά με την ιστορία των nomina agentis στους ιστορικούς χρόνους
- Τονισμός του -της
- 2. -τρος, -τρᾱ, -τρον
- 3. -τ ῐ́ , -τεί
- 4. Τα παράγωγα σε -της από ονόματα
- 5. -εντ-
- 6. -τᾱτ-, -τητ-
- ΙΙ. Το επίθημα - to - (μαζί με το -τέος)
- 1. Ουσιαστικά σε -τος, -τη, -τον
- 2. Επίθετα με -τος (-τέος)
- ΙΙΙ. - ti -
- ΙV. -τύ-
- V . Τα επιθήματα με d
- 1. Η καταγωγή του - d -
- 2. Τα ονόματα σε -αδ-, -ιδ-
- 3. Οι επεκτάσεις των -αδ-, -ιδ-: -άδιος, -ίδιος , -(ι)άδης, -ίδης, -ιδεύς, -ιδοῦς
- 4. -δόν- και -δανό-
- 5. -ώδης
- VI . Επιθήματα με το -θ- (-θρ-, -θλ-)
- Επιθήματα με υπερωικό κλειστό
- Ι. -ᾰκ- και -ᾱκ-
- ΙΙ. -ικός, -ιακός (-υκός)
- Η μορφή της αρκτικής συλλαβής του -(ι)κός:
- Η σημασία του -ικός :
- ΙΙΙ. -ίσκος, -ίσκη, -ίσκον
- Επιθήματα με - s -
- Παράρτημα
- Σημειώσεις
- Πίνακες και ευρετήρια
1.Τα ρήματα σε *- n -i̯o-
α) Τα ρήματα σε -αίνειν
§ 218. Ο τύπος μετονοματικών σε -αίνειν [89] παρουσιάζει από πολλές απόψεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Σε ένα σημαντικό αριθμό ρημάτων η προέλευση του ν είναι ακόμη απόλυτα διαφανής, και υπάρχει αξιοσημείωτη ποικιλία στη φθογγική δομή της απόληξης των βάσεων. Έτσι, η αναλογική εξάπλωση ολοκληρώνεται σχεδόν τελείως μπροστά στα μάτια μας. Τέλος, το -αίνειν δεν ανέπτυξε μια τόσο γενική σημασία όπως π.χ. το -οῦν και το -εύειν ή ακόμη περισσότερο το -ίζειν· κατά συνέπεια πρέπει να αναζητήσουμε πολύ ακριβέστερα πρότυπα για τους αναλογικούς σχηματισμούς.
§ 219. Ρήματα σε -αίνειν από βάσεις με n που διατηρείται ή συνάγεται: ποιμαίνειν 'βόσκω' (Όμ.) από το ποιμεν- 'βοσκός' (-μαιν- από το *- m n ̻ - i ̯ - με μηδενική βαθμίδα - mn - από το - men -), εὐφραίνειν (Όμ.) από το εὐφρον- 'εύθυμος' (παρομοίως ασθενές θέμα), μελαίνειν 'μαυρίζω' (Όμ.) από το μελαν- 'μαύρος'· πολύ συχνά από ουδέτερα σε -μα από το *- m n ̻ - [90], που αντιστοιχούν στα λατινικά ουδέτερα σε - men -: πημαίνειν 'βλάπτω'(Όμ.) από το πῆμα 'θλίψη, κακοτυχία'· βασκαίνειν 'συκοφαντώ, φθονώ' (κλασ.) από το βάσκανος 'συκοφαντικός, φθονερός' (πρβ. § 178), κυδαίνειν 'εξυμνώ' (Όμ.) επέκταση του κυδ-άνειν (§ 169) 'κάνω φημισμένο, έχω φήμη', ἰσχαίνειν 'ξεραίνω' (κλασ.) από το ἰσχνός 'ξερός'. Μερικά θέματα σε nμπορούμε να τα συναγάγουμε από σχηματισμούς με επιθήματα που αρχίζουν από rκαι l, καθώς αυτά συνδέονται ποικιλοτρόπως με επιθήματα που αρχίζουν από n· πρβ. π.χ. τα ουδέτερα σε r / n (§ 17), όπως ὕδωρ ὕδατος (το θέμα σε n διατηρείται ακόμη στο κύριο όνομα Ἁλοσ-ύδνη), επιπλέον πίων 'παχύς' πιαίνειν (αρχίζοντας από τους λυρικούς) - πῖαρ 'λίπος', πίειρα - πιαλέος, κυδάνειν, κυδαίνειν - κυδρός 'δοξασμένος' (varialectio κυδνός) - κυδάλιμος, οἰδάνειν 'φουσκώνω, πρήζομαι' (Όμ.), οἰδαίνειν (ελληνιστ.) - οἰδαλέος. Γι' αυτό το λόγο μπορούμε να υποθέσουμε ένα - n - στη βάση, π.χ. για το πε(ι)ραίνειν 'ολοκληρώνω' (Όμ.) από το πεῖραρ πείρατος (έτσι στον Όμηρο· αργότερα πέρας πέρατος) 'τέλος', μιαίνειν 'μολύνω' (Όμ.) δίπλα στο μιαρός 'μολυσμένος', ἐρυθραίνειν 'κοκκινίζω' (Όμ.) δίπλα στο ἐρυθρός 'κόκκινος', εἰδαίνεσθαι 'είμαι όμοιος' (Νίκανδρος) δίπλα στο εἰδάλιμος 'ωραίος στη μορφή'.
§ 220. Η αναλογική εξάπλωση του -αίνειν ακολουθεί δύο κατευθύνσεις: υπάρχουν επιτελεστικά (αιτιολογικά) και αμετάβατα (καταστατικά ρήματα). Προηγήθηκαν στην αποδοχή του -αίνειν τα αντίστοιχα επίθετα με θέμα σε ο· ακολούθησαν άλλα επίθετα και διάφορα ουσιαστικά.
Τα επιτελεστικά περιλαμβάνουν δύο ομάδες. Η πρώτη ξεκινά από το μελαίνειν (Όμ.) 'μαυρίζω (κάτι)' (από το μελαν-)· αυτό προκαλεί τον αντιθετικό σχηματισμό λευκαίνειν (Όμ.) 'λευκαίνω' (από το λευκός)· εδώ προστίθενται και άλλα ρήματα με τη σημασία 'κάνω λευκό, γκρίζο, ωχρό': ἀργαίνειν (Ευρ.), πολιαίνειν (Αισχύλ.), χλωραίνειν (Σοφ.), επιπλέον ἀσβολαίνειν (γλώσσες) 'μαυρίζω με καπνιά (ἄσβολος ή ἀσβόλη)'. Παράλληλα το παλιό ἐρυθαίνειν (§ 219) γίνεται ἐρυθραίνειν (κλασ.) σε συνάρτηση με το ἐρυθρός, και ύστερα το πυρρός 'στο κόκκινο της φωτιάς' συνοδεύεται από ένα πυρσαίνειν 'δίνω σε κάτι το κόκκινο της φωτιάς' (Ευρ.), και το κάλχη 'πορφύρα' από ένα καλχαίνειν 'βάφω (πορφυρό)' (τραγικοί). Η άλλη γραμμή οδηγεί από τα: θερμαίνειν (Όμ.) 'ζεσταίνω' (από το θερμός, μάλλον όμως από ένα ουδέτερο *θέρμα), αὐαίνειν (Όμ.) 'ξεραίνω' (από το αὖος 'ξερός', πρβ. αὐον ά̄ 'ξηρότητα') και ἰσχναίνειν (κλασ.), που μετασχηματίστηκε από το ἰσχαίνειν (§ 219) κατά το ἰσχνός (πρβ. ἰσχαλέος - ἰσχναλέος § 329), στα: ψυχραίνειν (Ιπποκρ.) 'ψύχω' (ψυχρός), ἀλεαίνειν (Ιπποκρ.) 'ζεσταίνω' (ἀλέα 'ζέστη'), ξηραίνειν (Όμ.) 'ξηραίνω' (ξηρός), ὑγραίνειν (κλασ.) (ὑγρός). Η στενή σύνδεση των εννοιών 'θερμός - ψυχρός' και 'ξηρός - υγρός' ανήκει στις θεμελιώδεις αρχές της αρχαίας ιατρικής: από την ανισομερή ανάμειξη αυτών των στοιχείων προκαλούνται οι αρρώστιες.
§ 221. Τα αμετάβατα ακολουθούν παρομοίως διάφορους δρόμους. Ο ένας αρχίζει με το ἀφραίνειν (Όμ.) 'είμαι ανόητος' (ἀφρον-) και περνάει από τα μωραίνειν (κλασ.· μωρός), ἀμαθαίνειν (Πλάτωνας· ἀμαθής), ληραίνειν (μετακλασ.· λῆρος 'φλυαρία')· το ίδιο με επίταση συμβαίνει στα: μαργαίνειν 'είμαι μανιασμένος' (Όμ.· μάργος 'μανιασμένος'), λυσσαίνειν (Σοφ.· λύσσα 'μανία'). Με αυτή την κατεύθυνση ενώθηκε μια άλλη που από το σκυδμαίνειν (Όμ.) 'οργίζομαι' (*σκύδμα) κ.ά. μέσω του χαλεπαίνειν (Όμ.) 'είμαι δυσάρεστος' (χαλεπός) οδηγεί στα δυσθυμαίνειν (Όμηρ. Ύμν.), ἀγριαίνειν (κλασ.), δυσμεναίνειν (κλασ.· δυσμενής), θυμαίνειν (από την Ασπίδα Ηρακλέους και εφεξής), ὀργαίνειν 'οργίζω' (τραγικοί) κτλ. [91] Έτσι προκύπτει η παράσταση 'είμαι σε έξαψη'. Αυτό πέρασε ύστερα σε αντιπαθητικά γνωρίσματα του χαρακτήρα και παρόμοιες σωματικές καταστάσεις (πρβ. επίσης κωμαίνειν [Ιπποκρ.] 'έχω υπνηλία' από το κῶμα, φλεγμαίνειν [κλασ.] 'έχω φλεγμονή' από το φλέγμα, κ.τ.ό.): ἰλλαίνειν (Ιπποκρ.) 'αλληθωρίζω' (ἰλλός 'αλλήθωρος'), χωλαίνειν (Πλάτωνας, Ιπποκρ.) 'είμαι κουτσός' (χωλός), λιμαίνειν (Ηρόδοτος) 'πεινώ' (λιμός), ὑδαταίνειν (Ιπποκρ.) 'είμαι υδρωπικός' (ὑδατ-)· δίπλα σε όλα αυτά δεν μπορεί να μας ξενίζει το αντώνυμο ὑγιαίνειν (κλασ.) 'είμαι ὑγιής '.
§ 222. Οι διαθέσεις του ρήματος σε -αίνειν. Στη χρήση των διαθέσεων των ρημάτων σε -αίνειν επικρατεί από πρώτη όψη μεγάλη σύγχυση· ξεδιαλύνεται όμως, αν χρησιμοποιήσουμε ως παράλληλο την εξέλιξη των διαθέσεων των ρημάτων σε -εύειν (§ 215 κεξξ.). Μόνο που το φαινόμενο που συζητήθηκε εκεί παίρνει εδώ σημαντικά μεγαλύτερες διαστάσεις: Πολυάριθμα είναι τα ρήματα σε -αίνειν που μαρτυρούνται και οι τρεις βαθμίδες τους, αμετάβατο ενεργητικό, αμετάβατο αποθετικό, και επιδραστικό ενεργητικό: π.χ. μωραίνειν 'είμαι ανόητος' - μωραίνεσθαι 'είμαι ανόητος' - μωραίνειν 'καθιστώ ανόητο', αντίστοιχα χαλεπαίνειν, ἀγριαίνειν, ὑγιαίνειν κτλ. Μερικές φορές το πρώτο ή ακόμη και το δεύτερο στάδιο έχουν χαθεί από την παράδοση· έτσι το πικραίνειν σώζεται μόνο ως αποθετικό και επιτελεστικό, πρέπει όμως παρ' όλα αυτά να συνυπολογιστεί στην ομάδα του χαλεπαίνειν (§ 221)· ή: το κυλλαίνειν είναι άπαξ λεγόμενον, και μάλιστα με την έννοια 'κυρτώνω', ανήκει όμως στην ομάδα χωλαίνειν κτλ. (§ 221). Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε πολύ μακριά το λόγο για τον οποίο εξαπλώθηκαν τόσο πολύ ο μετασχηματισμός σε αποθετικό και ο αναδρομικός σχηματισμός επιτελεστικών σε -αίνειν: διεργασίες στο ανθρώπινο σώμα και διεργασίες στο θυμικό αποτελούν προσφιλείς περιοχές της μέσης διάθεσης.
β) Τα ρήματα σε -ύνειν
§ 223. Σε σύγκριση με το -αίνειν, το -ύνειν δημιουργεί μια ταπεινή εντύπωση, επειδή η εξάπλωσή του κρατήθηκε σε στενά όρια. Επίσης οι αρχές της εξάπλωσής του τοποθετούνται στην προϊστορική περίοδο και γι' αυτό δεν είναι τόσο διαφανείς, όπως και γενικά ο αριθμός των ελλιπώς ερμηνευόμενων παραγώγων σε -ύνειν είναι αναλογικά μεγάλος.
§ 224. Τα ετυμολογικά θεμέλια του -ύνειν. Από την αρχή της παράδοσης το -ύνειν βρίσκεται σε στενή σχέση με τα θέματα σε υ, και μάλιστα τόσο με τα επίθετα σε υ: βαρύνω από το βαρύς και μερικά άλλα, όσο και με τα ουσιαστικά σε ῡ: ἀρτύνειν 'εξοπλίζω' από το ἀρτ ύ̄ ς 'τάξη, φιλία'. Από πού προέρχεται αυτή η σχέση δεν είναι απόλυτα σαφές. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι επιθήματα με n εμφανίζονταν από παλιά ύστερα από θέματα σε u και ότι σε μερικές περιπτώσεις το -ύνειν έχει δίπλα του ένα όνομα με επίθημα με n: θαρσύνειν 'ενθαρρύνω' από το θάρσυνος 'θαρραλέος' (αργότερα θρασύνειν σε συνάρτηση με το θρασύς), τορύνειν 'ανακατεύω' (Αριστοφ.) από το τορύνη (ῠ και ῡ) 'κουτάλα ανακατέματος', κ.τ.ό.· βέβαια υποψιαζόμαστε συνήθως το όνομα για τον αναδρομικό σχηματισμό από το ρήμα ή και το αποδεικνύουμε· έτσι π.χ. εὔθῡνα 'λογοδοσία', εὔθυνος (ῠ ή ῡ;) 'δικαστής, ανακριτής' πλάι στο εὐθύνειν 'ισιώνω, κατευθύνω', αἰσχύνη 'όνειδος' (κλασ.· παλιότερα αἶσχος) από το αἰσχύνειν (Όμ.) 'ντροπιάζω, εξυβρίζω'.
§ 225. Η περαιτέρω εξάπλωση του -ύνειν. Καθώς σχεδόν όλα τα επίθετα σε -ύς συσχετίζονταν με ένα ουδέτερο σε -ος (βαθύς - βάθος, παλιότερα βένθος), μπορούσε και το -ύνειν να συνδεθεί με αυτά τα ουδέτερα (το βαθύνειν με το βάθος αντί με το βαθύς) και ύστερα να προσκολληθεί σε ουδέτερα σε -ος που δεν είχαν επίθετο σε -ύς. Έτσι από το μῆκος προέκυψε ένα μηκύνειν 'εκτείνω, καθυστερώ', από το κάλλος 'ομορφιά' ένα καλλύνειν 'καλλωπίζω', κτλ.
§ 226. Μεγαλύτερη σημασία (ιδίως στην κλασική εποχή) απέκτησε η σύνθεση του -ύνειν με επίθετα με θέμα σε υ. Η έννοια του παράγωγου είναι εδώ η επιτελεστική, που είναι συνηθισμένη στην ομάδα βαρύς - βαρύνειν, όπου αντικατέστησε τον φωνητικά δύσχρηστο σχηματισμό με το -οῦν. Ήδη αυτή η εννοιολογική ομοιότητα με το ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο -οῦν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι υπερβάσεις του -ύνειν δικαιολογούνται από τις στενότερες αναλογικές σχέσεις του από ό,τι στην περίπτωση του -οῦν. Στην πράξη η διαδικασία εξάπλωσης, αν παραβλέψουμε μερικές μεμονωμένες αναλογίες όπως ἐλαφρύνειν (συνεπ- Ηρόδοτος) 'κάνω ελαφρύ' (ἐλαφρός) κατά το βαρύνειν (Όμ.) (βαρύς), λεπτύνειν (κλασ.) 'κάνω λεπτό' (λεπτός) κατά το παχύνειν (κλασ.) 'κάνω παχύ' (παχύς), πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό των τριών ομάδων 'κάνω όμορφο, λαμπρύνω' (αποθ. 'καλλωπίζομαι, κομπάζω'): ἁβρύνειν (κλασ.· ἁβρός 'τρυφερός, όμορφος'), σεμνύνειν (κλασ.· σεμνός 'αξιότιμος, περήφανος'), ἀμορφύνειν (Αντίμαχος· ἄμορφος 'άσχημος') με πρότυπο το φαιδρύνειν (Ησίοδος) 'λαμπρύνω, ευφραίνω' (όπως μετασχηματίστηκε, προερχόμενο από το *φαιδύνειν από το φαίδει· ὄψει Ησύχιος, υπό την επίδραση του φαιδρός), θηλύνειν (κλασ.· από το θῆλυς), καλλύνειν (§ 225), θρασύνειν (§ 224), αἰσχύνειν (§ 224)· 'κάνω μεγάλο, μακρύ κτλ.': μεγαλύνειν (κλασ.· μεγαλο-), σμικρύνειν (ελληνιστ.· σμικρός) κατά το βαθύνειν (Όμ.), βραχύνειν (Ιπποκρ.), εὐρύνειν (Όμ.), πλατύνειν (κλασ.) [92] κτλ.· 'κάνω μαλακό, σκληρό': ἁπαλύνειν (Ιπποκρ., Ξεν.· ἁπαλός), σκληρύνειν (Ιπποκρ., Αριστοτ. κτλ.· σκληρός) κατά τα θηλύνειν, μωλύνειν (Σοφ., Ιπποκρ.· μῶλυς 'αδύναμος'), τραχύνειν (κλασ.· τραχύς).
§ 227. Πολύ σπάνια είναι η προσθήκη του -ύνειν σε ουσιαστικά της α΄ και β΄ κλίσης. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται πάντα για πολύ ειδικές αναλογίες: ἀμαθύνειν (Όμ.) 'μετατρέπω σε άμμο, καταστρέφω' (ἄμαθος 'άμμος') κατά το ἀμαλδύνειν (Όμ.) 'αποδυναμώνω, καταστρέφω' (βλαδύς 'μαλακός, αδύναμος'), μοσχύνειν (Μεγ. Ετυμολ.) 'παχαίνω' (μόσχος 'μοσχάρι') κατά το παχύνειν (κλασ.) 'παχαίνω' (παχύς). Σ' αντάλλαγμα εντοπίζουμε ευκαιριακά και ρηματικές βάσεις από το -ύνειν· έτσι εξηγείται το ἀλεγύνειν (Όμ.) 'εξοπλίζω, ετοιμάζω' (ἀλέγειν [Όμ.] 'φροντίζω') κατά το ἐντύνειν (Όμ.) 'εξοπλίζω' (επίσης ἐντύειν· από το *ἐντ ύ̄ ς) [93], σπερχύνειν (Ησύχιος· = σπέρχειν [Όμ.] 'σπρώχνω') κατά το ταχύνειν (κλασ.) 'επιταχύνω' από το ταχύς (πρβ. επίσης ὀτρύνειν [Όμ.] 'ωθώ, επισπεύδω').
89. Τα πρωτογενή ρήματα σε -αίνειν μπορούν εδώ να παραλειφθούν, καθώς δεν επηρέασαν τον τύπο του επιθήματος και συνήθως διαφέρουν και στο σχηματισμό του θέματος από τα μετονοματικά: βαίνω - βήσομαι - ἔβην απέναντι στο σημαίνω - σημανῶ - ἐσήμηνα.
90. Παράλληλα εμφανίζεται το -μάζειν (§ 236), αργότερα -ματίζειν (§ 257), δες § 309.
91. Εδώ και το μενεαίνειν 'επιθυμώ διακαώς'· οργίζομαι' (Όμ.) από το μένος μένεος 'ορμή, ζωτικότητα, οργή'· σχετικά με το κτερεΐζειν πρβ. § 258.
92. Δες § 15 υποσημείωση.
93. Στον Όμηρο δαῖτα(ς) ἀλεγύνειν όπως δαῖτα, ἄριστον κτλ. ἐντύνειν.