Skip to main content

Νέα ελληνική

Σώματα νεοελληνικών κειμένων: κριτική παρουσίαση

Σώματα νεοελληνικών κειμένων: κριτική παρουσίαση


Εισαγωγή

Τα σώματα κειμένων (Text Corpora), παρέχοντας μεγάλου όγκου αυθεντικό γλωσσικό υλικό, έχουν ήδη αποκτήσει σημαντική θέση στη μελέτη και διδασκαλία των γλωσσών, γεγονός που φαίνεται από την ανάδυση και ταχεία ανάπτυξη του οικείου επιστημονικού κλάδου, γνωστού διεθνώς ως Corpus Linguistics.

Τα κείμενα του Π. Πολίτη αποτελούν κριτικές παρουσιάσεις των υπαρχόντων στην ελληνική γλώσσα σωμάτων κειμένων.

Περιεχόμενα

  1. Το σώμα κειμένων του Εθνικού Θησαυρού Ελληνικής Γλώσσας (ΕΘΕΓ)
  2. Το σώμα κειμένων του Ηλεκτρονικού Κόμβου
  3. Το σώμα κειμένων της Ηλεκτρονικής Πύλης

Εθνικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (ΙΕΛ)

Ο Εθνικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (ΕΘΕΓ) του Ινστιτούτου Επεξεργασίας Λόγου (ΙΕΛ)

Περικλής Πολίτης (Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)
Λέκτορας, Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περιεχόμενα

  • Περιγραφή του Εθνικού Θησαυρού Ελληνικής Γλώσσας (ΕΘΕΓ).

    Πρόκειται για ένα ηλεκτρονικό σώμα κειμένων (corpus) που στεγάζεται στον δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Επεξεργασίας Λόγου και περιλαμβάνει πάνω από 34.000.000 λέξεις, σύμφωνα με το σχετικό εισαγωγικό σημείωμα[1]. Είναι ένα «ανοιχτό» σώμα, δηλαδή μπορεί να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα κείμενα, κάτι που επιτρέπει η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία και επιβάλλει η εξέλιξη της γλώσσας: τα είδη λόγου (genres) μεταβάλλονται διαρκώς (κυρίως αυτά που συνδέονται με νέες πρακτικές λόγου ή νέες μορφές τεχνολογίας) και αναδύονται καινούργια (όπως, για παράδειγμα, οι διαδικτυακές εφημερίδες και τα διαδικτυακά προσωπικά ημερολόγια), ενώ παράλληλα το γλωσσικό σύστημα ενσωματώνει αλλαγές που οφείλονται σε νέες χρήσεις του ή σε εξωτερικές επιρροές.

    Το εν λόγω σώμα περιλαμβάνει μόνο γραπτά κείμενα. Αυτό εξηγείται από την ευκολία συλλογής και ηλεκτρονικής επεξεργασίας τους. Τα προφορικά κείμενα, ιδιαίτερα όταν είναι συνομιλιακά, παρουσιάζουν δυσκολίες ως προς την καταγραφή και τη μεταγραφή τους σε γραπτό λόγο. Μάλιστα, τα διακριτικά στοιχεία του προφορικού εκφωνήματος (ύψος, ένταση, επιτόνιση, παύσεις κ.ά.), αν αποτυπωθούν στη μεταγραμμένη του μορφή, δίνουν κείμενα σημειωτικά επιβαρυμένα, δηλαδή δυσανάγνωστα, ενώ ταυτόχρονα δυσχεραίνουν και την ψηφιακή τους εκμετάλλευση. Ωστόσο, τα σώματα αυθεντικού προφορικού λόγου είναι εντελώς απαραίτητα για τη μελέτη της γλώσσας και για διδακτικές εφαρμογές[2]. Το εισαγωγικό σημείωμα του ΕΘΕΓ αφήνει να εννοηθεί ότι σε μελλοντική επέκταση του σώματος θα περιληφθούν και προφορικά κείμενα. Μπορούμε, πάντως, να θεωρήσουμε ότι τον πρωτογενή προφορικό λόγο εκπροσωπούν στο corpus, ως έναν βαθμό, οι συνεντεύξεις, οι συνομιλίες ή οι ομιλίες[3], που όμως έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά με απαλοιφή των στοιχείων προφορικότητας, σαν να πρόκειται για γραπτά κείμενα.

    Η αναλογικότητα της αντιπροσώπευσης των διαλεκτικών ποικιλιών (γεωγραφικών, όπως η Κρητική, η Ποντιακή κ.ά., ή κοινωνικών, όπως η «γλώσσα» των εργατών, η «γλώσσα» των γυναικών, η «γλώσσα» των νέων, οι αντι-γλώσσες περιθωριακών ομάδων κ.ά.) και των λειτουργικών ποικιλιών μιας γλώσσας (επαγγελματικών, όπως της νομικής, της ιατρικής, της πληροφορικής κ.ά., ή θεσμικών, όπως της εκπαίδευσης, του στρατού, της δημόσιας διοίκησης κ.ά.) (Halliday, 1989: 29-43) είναι το πιο βασικό κριτήριο καταρτισμού σωμάτων κειμένων.

    Για να τιθασευτεί η διαλεκτική ποικιλότητα και «να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της διγλωσσίας», ο ΕΘΕΓ συγκροτήθηκε με χρονική αφετηρία το 1975[4], έτος καθιέρωσης της Δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείστηκαν παλαιότερα κείμενα, λόγια ή αρχαϊστικά, που δεν συμφωνούν με την τυποποίηση της κοινής νεοελληνικής (στάνταρ ποικιλία) όπως αυτή επιβλήθηκε αρχικά με την επίσημη σχολική γραμματική και το συντακτικό, και εδραιώθηκε μέσα από τη χρήση σύγχρονων λεξικών[5]. Επίσης, αποκλείστηκαν κείμενα που περιέχουν στοιχεία από γεωγραφικές ή κοινωνικές διαλέκτους. Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική, που δικαιολογημένα πλειοδοτεί υπέρ της στάνταρ ποικιλίας, εγείρει μια σειρά ερωτημάτων. Γιατί δεν ανθολογούνται κείμενα (λογοτεχνικά, επιστημονικά, δοκιμιακά κ.ά.) που γράφτηκαν πριν από το 1975, τα οποία εναρμονίζονται με τη στάνταρ ποικιλία και είναι αντιπροσωπευτικά της εξέλιξης της κοινής νεοελληνικής[6]; Υπάρχουν, μετά τη μεταπολίτευση, κείμενα γεωγραφικών διαλέκτων, που έπρεπε να εξαιρεθούν από το corpus; Αν, όπως προγραμματικά δηλώνεται (Γαβριηλίδου κ.ά., 1993: 312), «το σώμα περιλαμβάνει κείμενα των οποίων το ύφος κυμαίνεται από το επίσημο / λόγιο (π.χ. Νομοθεσία) έως οικείο / φιλικό (διαφήμιση, διάλογοι)», τότε πώς είναι δυνατό να απουσιάζουν αφενός λόγια στοιχεία και αφετέρου στοιχεία κοινωνιολέκτων από τα επιλεγμένα κείμενα; Θα συνεχίσουν στο μέλλον να αποκλείονται κείμενα κοινωνικών διαλέκτων και ιδιολέκτων όπως αυτά που εμφανίζονται στο Διαδίκτυο (προσωπικές ιστοσελίδες, weblogs, SMS κ.λπ.) και φαίνεται ότι θα επηρεάσουν σημαντικά την εξέλιξη της κοινής νεοελληνικής; Εντέλει, μπορεί να γίνει διχοτομική διάκριση ανάμεσα σε κείμενα διαλεκτικά και μη, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε μείξεις λειτουργικών ποικιλιών, όπως είναι, για παράδειγμα, η γλώσσα της λογοτεχνίας, της διαφήμισης ή της συνέντευξης; Τα ερωτήματα αυτά (και άλλα παρόμοια) υπαινίσσονται την ανάγκη συνεχούς ελέγχου, ίσως και αναθεώρησης, των κριτηρίων με τα οποία καταρτίζεται ένα σώμα κειμένων. Οι διορθωτικές κινήσεις που έγιναν στην πορεία προς τον τελικό καταρτισμό του ΕΘΕΓ δείχνει ότι οι συντελεστές του είχαν πλήρη επίγνωση της ανάγκης αυτής (Γαβριηλίδου κ.ά., 1995: 831).

    Η λειτουργική ποικιλότητα της γραπτής παραγωγής της κοινής νεοελληνικής χαρτογραφείται στο corpus με τον εξής τρόπο: επιλέγονται αντιπροσωπευτικά κείμενα από τομείς εμπειρίας (συγκροτούν «υπογλώσσες», σύμφωνα με την ορολογία των συντακτών του corpus) που αντιστοιχούν σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την οργάνωση του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού χώρου, όπως είναι η δημόσια διοίκηση, η μαζική ενημέρωση και επικοινωνία, οι επιστήμες, οι τέχνες και η καθημερινή ζωή. Οι εν λόγω τομείς καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων δημόσιου και ιδιωτικού ενδιαφέροντος. Το κριτήριο αυτό της θεματικής ταξινόμησης των κειμένων διασταυρώνεται με το κριτήριο του φορέα δημοσίευσης των κειμένων (του «μέσου δημοσίευσης ή επικοινωνίας»). Αντιπροσωπεύονται όλοι οι υλικοί φορείς του γραπτού λόγου, παραδοσιακοί (βιβλίο, εφημερίδα, περιοδικό κ.ά.) και σύγχρονοι (διαδίκτυο). Τέλος, τα δύο αυτά κριτήρια συνδυάζονται με το κριτήριο των ειδών λόγου (των «κειμενικών ειδών»). Επιλέγονται, δηλαδή, ανά τομέα εμπειρίας, κείμενα που ανήκουν σε τυποποιημένες και αναγνωρίσιμες οργανωτικές δομές οι οποίες εξυπηρετούν συγκεκριμένους επικοινωνιακούς στόχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τομείς εμπειρίας υποστηρίζονται από λεπτομερή υποκατηγοριοποίηση (για παράδειγμα, ο τομέας της μαζικής ενημέρωσης περιλαμβάνει, ως πραγματώσεις ποικιλιών ύφους, όλες τις οικογένειες συμβάντων, τις ρουμπρίκες, που φιλοξενούνται σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας). Το ίδιο συμβαίνει και με τα είδη λόγου, που υποκατηγοριοποιούνται ανά τομέα εμπειρίας (για παράδειγμα, ο τομέας λογοτεχνίας περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διηγήματα, χρονογραφήματα, παραμύθια κ.ά.).

  • Κριτήρια ταξινόμησης των κειμενικών ειδών στον ΕΘΕΓ.

    Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε λεπτομερώς και θα σχολιάσουμε την ταξινόμηση των κειμένων του ΕΘΕΓ με βάση τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν. Η τριμερής αυτή ταξινόμηση (μέσο δημοσίευσης, γένος / κειμενικό είδος, θέμα / περιεχόμενο) απηχεί τη συμφραστική ανάλυση λειτουργικών ποικιλιών (registers) όπως τυποποιήθηκε από τον Halliday (1978). Η ανάλυση αυτή στηρίζεται σε τρεις μεταβλητές: το πεδίο, τον τρόπο και το επίπεδο ύφους του λόγου. Η πρώτη μεταβλητή (πεδίο) αντιστοιχεί στη θεματική μιας κειμενικής πραγμάτωσης, η δεύτερη (τρόπος) στην υλικότητα του φορέα που διοχετεύει το κειμενικό μήνυμα και η τρίτη μεταβλητή (επίπεδο ύφους) στη σχέση των συνομιλιακών / κοινωνικών ρόλων του συντάκτη και του αναγνώστη ενός κειμένου. Οι τρεις αυτές μεταβλητές συλλήβδην καθορίζουν τη λειτουργική ποικιλία στην οποία εντάσσεται ένα κείμενο. Ωστόσο, τα κείμενα δεν μορφοποιούνται μόνο βάσει του σημασιακού δυναμικού που απορρέει από το πλαίσιο των άμεσων συμφραζομένων τους (context of situation). Χρειάζονται οργανωτικά σχήματα, δηλαδή δομές γνωσιακού τύπου που κρυσταλλώνονται μέσα από την ιστορία και τον πολιτισμό (context of culture) μιας γλωσσικής κοινότητας, και ικανοποιούν συγκεκριμένες επικοινωνιακές ανάγκες των χρηστών.

  • Περιγραφή και σχολιασμός των ταξινομικών αρχών του ΕΘΕΓ.

    Ας επιστρέψουμε τώρα στην τριμερή ταξινόμηση των κειμένων που ανθολογούνται στον ΕΘΕΓ και τα κριτήριά της. Όσον αφορά το κριτήριο του μέσου δημοσίευσης των κειμένων, περιλαμβάνονται όλοι οι παραδοσιακοί φορείς: το βιβλίο (ως αυτόνομο κείμενο, ως συλλογικός τόμος και ως σειρά), η εφημερίδα (ημερήσια, εβδομαδιαία), το περιοδικό (εβδομαδιαίο, δεκαπενθήμερο κ.λπ.). Σε χωριστή κατηγορία (με τίτλο «αδιευκρίνιστο») στεγάζονται ηλεκτρονικά ή διαδικτυακά κείμενα και κείμενα επικοινωνίας διαφόρων μορφών (π.χ. διαφημιστικά φυλλάδια, υπηρεσιακά έγγραφα, επιστολές). Τα διαφημιστικά κείμενα (μπροσούρες, προσπέκτους, φέϊγ βολάν κ.λπ.) καθώς επίσης και τα διαδικτυακά κείμενα, τα «κυβερνοκείμενα» (ψηφιοποιημένα συμβατικά, όπως η ηλεκτρονική εφημερίδα, ή ψηφιοποιημένα πολυτροπικά, όπως οι ηλεκτρονικές ειδήσεις κ.ά.) (Shepherd & Watters, 1998) μπορούν, βεβαίως, να αντιμετωπιστούν ως συμβατικά γραπτά κείμενα. Ωστόσο, ο κώδικας της γραφής δεν είναι ο μόνος που συμμετέχει στην κατασκευή του μηνύματός τους. Από τη μια μεριά, τα γραπτά διαφημιστικά κείμενα συχνά περιλαμβάνουν εικόνες και γραφικά που «συνομιλούν» με το κείμενο της διαφήμισης. Είναι, δηλαδή, πολυτροπικά κείμενα, τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μπορούν να κατανοηθούν και να ερμηνευτούν χωρίς τον συνυπολογισμό των άλλων σημειωτικών συστημάτων που τα υποστηρίζουν. Από την άλλη μεριά, τα διαδικτυακά κείμενα, που οργανώνονται ιεραρχικά σε επάλληλες στιβάδες υπερκειμένων (hypertexts) και εκμεταλλεύονται, εκτός από τη γραφή, πολλά σημειωτικά συστήματα (εικόνα, βίντεο, ήχο, μουσική κ.ά.) είναι νέου τύπου πολυτροπικά κείμενα, άρα, διαφορετικής σημειωτικής υλικότητας από τα παραδοσιακά γραπτά κείμενα (Crowston & Williams, 1997). Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η κατηγορία «αδιευκρίνιστο» μπορεί να τμηθεί σε δύο υποκατηγορίες: η μία θα περιλαμβάνει μονοτροπικά γραπτά κείμενα (έγγραφα, επιστολές ή μη πολυτροπικές διαφημίσεις και κυβερνοκείμενα) ενώ η άλλη θα στεγάζει τα πολυτροπικά κείμενα κάθε είδους. Η διάκριση αυτή είναι επιβεβλημένη όχι μόνο επειδή αλλάζει το μέσο δημοσίευσης αλλά κυρίως επειδή η αλλαγή αυτή επηρεάζει αποφασιστικά την οργάνωση, τη γραφή και την ερμηνεία των πολυτροπικών κειμένων. Συνεπώς, αν οι πληροφορίες που σχετίζονται με τον φορέα του κειμένου διακρίνουν τα κείμενα σε μονοτροπικά και πολυτροπικά, διευκολύνουν ιδιαίτερα τον χρήστη στην κατανόησή τους.

    Όσον αφορά το κριτήριο του θέματος / περιεχομένου, οι ταξινομικές κατηγορίες και υποκατηγορίες του corpus είναι: ασχολίες (ελεύθερος χρόνος, αυτοκίνητο, μόδα κ.λπ.), γεωγραφία (ταξίδια, ανθρωπολογία κ.λπ.), επιστήμη (μαθηματικά, αστρονομία, οικολογία κ.λπ.), επιχειρήσεις (οικονομία, διαφήμιση κ.λπ.), ιστορία (ιστορία, αρχαιολογία, βιογραφίες κ.λπ.), κοινωνία (πολιτική, νομική, κοινωνιολογία κ.λπ.), τέχνες (ανθρωπιστικά γράμματα, φιλοσοφία, θρησκεία, εικαστικά κ.λπ.), υγεία (ιατρική, ψυχολογία κ.λπ.) και αδιευκρίνιστο (κείμενα που δεν ανήκουν θεματικά στις παραπάνω κατηγορίες). Όπως είναι φανερό, πρόκειται για ευρύτατη αντιπροσώπευση των τομέων εμπειρίας του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, που εξασφαλίζει στον χρήστη απαραίτητες, εγκυκλοπαιδικού τύπου, πληροφορίες για την ένταξη ενός κειμένου σε μια συγκεκριμένη γνωσιακή περιοχή και τον αναγνωρισμό ενός ορισμένου τρόπου αναπαράστασης του πραγματικού. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, ήδη από τη δεκαετία του 60, η ανάλυση λειτουργικών ποικιλιών (Gregory, 1967) και, αργότερα, η συστημική λειτουργική γλωσσολογία, που συνέχισε και εμπλούτισε την ίδια παράδοση (Eggins, 1994: 74 / Gerot, 1995: 37-52), υπογραμμίζουν τη σημασία της διάκρισης των γνωσιακών πεδίων σε τεχνικά και μη (ειδική vs. κοινόχρηστη γνώση). Τα τεχνικά και τα μη τεχνικά πεδία αναγνωρίζονται από τα διαφορετικά λεξικογραμματικά χαρακτηριστικά τους. Η τεχνική γλώσσα είναι η γλώσσα των ειδικών όρων, των ακρώνυμων, της συντετμημένης σύνταξης, των τεχνικών ενεργειών, της περιγραφικής κατηγόρησης, ενώ η καθημερινή γλώσσα είναι η γλώσσα του κοινόχρηστου λεξιλογίου, των πλήρων ονομάτων, της στάνταρ σύνταξης και της αξιολογικής κατηγόρησης (Eggins, όπ. παραπ.). Η αδρομερής αυτή ομαδοποίηση των γνωσιακών πεδίων και η συσχέτισή της με γλωσσικά χαρακτηριστικά πιστεύουμε ότι είναι συμβατή με τη θεματική ταξινόμηση των κειμένων του ΕΘΕΓ (για παράδειγμα, τεχνικά είναι τα περισσότερα επιστημονικά κείμενα, ενώ μη τεχνικά είναι τα περισσότερα κείμενα της κατηγορίας «ασχολίες», τα ταξιδιωτικά της κατηγορίας «γεωγραφία», η διαφήμιση της κατηγορίας «επιχειρήσεις» κ.λπ.) και μπορεί να προσφέρει στον χρήστη, πέρα από τις πληροφορίες περιεχομένου, χρήσιμες πληροφορίες ή ενδείξεις για το γλωσσικό προφίλ των κειμένων ανάλογα με τον τομέα εμπειρίας στον οποίο εντάσσονται.

    Στον ΕΘΕΓ δεν έχει γίνει ταξινόμηση των κειμένων με βάση το επίπεδο ύφους. Σύμφωνα με τη συμφραστική ανάλυση λειτουργικών ποικιλιών, στην οποία έχουμε αναφερθεί προηγουμένως, το επίπεδο ύφους είναι η μεταβλητή που αναφέρεται στη σχέση του παραγωγού ενός κειμένου και του ερμηνευτή του, όταν αντιμετωπίζονται ως συνομιλιακοί / κοινωνικοί ρόλοι. Η σχέση αυτή βρίσκει την κειμενολογική αποτύπωσή της σε ένα συνεχές με ακρότατα την άτυπη και την τυπική γλώσσα. H άτυπη γλώσσα χαρακτηρίζεται από λεξιλόγιο θετικών / αρνητικών στάσεων, καθημερινό λεξιλόγιο, γλωσσική αγένεια, διακοπές, επικαλύψεις, χρήση βαφτιστικών ονομάτων και υποκοριστικών κ.λπ. Αντίθετα, η τυπική γλώσσα χαρακτηρίζεται από ουδέτερο ή γραφειοκρατικό λεξιλόγιο, γλωσσική ευγένεια, προσεκτική διαδοχή συνεισφορών, χρήση τίτλων και όχι ονομάτων κ.λπ. Με άλλα λόγια, η άτυπη γλώσσα στηρίζει αυτό που οι κοινωνιογλωσσολόγοι ονομάζουν «χαμηλή ποικιλία» (πρβλ. τον 'περιορισμένο κώδικα' του Bernstein) ενώ η τυπική γλώσσα στηρίζει την «υψηλή ποικιλία» (πρβλ. τον 'επεξεργασμένο κώδικα' του Bernstein). Θα μπορούσε κανείς να έχει βάσιμες επιφυλάξεις για το αν μπορούν να ταξινομηθούν κείμενα με βάσει το κριτήριο 'άτυπη / τυπική γλώσσα'. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να συζητηθεί μια τυπολογία που συνδυάζει τον άξονα 'προφορικός / γραπτός λόγος' με τον άξονα 'διάλογος / μονόλογος' και καταλήγει σε τέσσερις μήτρες ειδών λόγου: προφορικός διάλογος (καθημερινή συνομιλία, τηλεφωνική συνομιλία κ.ά.), προφορικός μονόλογος (διάλεξη, κήρυγμα, προεκλογική ομιλία ενός πολιτικού κ.ά.), γραπτός διάλογος (φιλική επιστολή, e-mail κ.ά.) και γραπτός μονόλογος (νόμοι, κανονισμοί κ.ά.)[7]. Οι εν λόγω κατηγορίες ειδών λόγου μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως προς το επίπεδο ύφους (ποιοι μιλούν / γράφουν σε ποιους), άρα, και ως προς τη σχέση τους με την άτυπη ή την τυπική γλώσσα. Εννοείται ότι ένα σώμα γραπτών κειμένων, όπως ο ΕΘΕΓ, μπορεί να εκμεταλλευτεί μόνο τις δύο τελευταίες μήτρες ειδών λόγου.

    Η περιγραφή και ο σχολιασμός των ταξινομικών αρχών του ΕΘΕΓ ολοκληρώνεται με την αναφορά στο κριτήριο του «γένους / κειμενικού είδους». Στο εισαγωγικό σημείωμα του corpus περιγράφονται οι εξής κατηγορίες κειμενικών ειδών: βιογραφία (αυτοβιογραφία, βιογραφικό σημείωμα κ.ά.), γνώμη (κυρίως δημοσιογραφικά άρθρα και επιστημονικά άρθρα ή εργασίες), διαφήμιση (κάθε είδους διαφημιστικό κείμενο, αναγγελίες εκδηλώσεων), επίσημο κείμενο (κυρίως γραφειοκρατικά κείμενα), ιδιωτικό κείμενο (προσωπική επιστολή, ημερολόγιο), λογοτεχνία (παραμύθια, στίχοι, σενάρια, λογοτεχνικά έργα), πληροφόρηση (κείμενα ενημερωτικής πληροφόρησης όπως οι ειδήσεις ή οι τουριστικοί οδηγοί, κείμενα εξηγητικής πληροφόρησης όπως τα ερωτηματολόγια και οι δημοσκοπήσεις, κείμενα επιστημονικής πληροφόρησης όπως οι εγκυκλοπαίδειες και τα διδακτικά εγχειρίδια), συζήτηση (συνέντευξη, συνομιλία κ.ά.) και αδιευκρίνιστο. Θα πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι δεν υπάρχει (ίσως, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει) ταξινόμηση κειμενικών ειδών καθολικής αποδοχής. Από την άλλη μεριά, είναι αδύνατο, στο πλαίσιο μιας παρουσίασης, να σχολιάσουμε σε βάθος τα θεωρητικά ζητήματα που θέτει η τυπολογία των ταξινομήσεων κειμενικών ειδών[8]. Ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι η επιλογή ταξινομικής βάσης οδηγεί κάθε φορά σε μια νέα τυπολογία. Ο ΕΘΕΓ δοκίμασε δύο ταξινομικές βάσεις, αυτήν του εισαγωγικού σημειώματος, με τις κατηγορίες κειμενικών ειδών που προαναφέραμε, και εκείνη της αναθεωρητικής φάσης (Γαβριηλίδου κ.ά., 1995:841). Θα τις σχολιάσουμε εν συντομία.

    Η ταξινομική αρχή της κατηγοριοποίησης των κειμενικών ειδών που προτείνεται στο εισαγωγικό σημείωμα του corpus φαίνεται να είναι ο επικοινωνιακός στόχος ενός κειμενικού είδους. Μια κειμενική τυπολογία με κριτήριο τον σκοπό του λόγου (aim of discourse) είναι αυτή που έχει προταθεί από τον Kinneavy (1971). O συγγραφέας, αντιμετωπίζοντας ως στόχους τούς βασικούς συντελεστές μιας επικοινωνιακής πράξης (πομπό, δέκτη, μήνυμα, πραγματικότητα), προτείνει αντίστοιχα τέσσερις οικογένειες κειμένων. Τα κείμενα που στοχεύουν τον πομπό, τον ίδιο τον δημιουργό τους, είναι κείμενα προσωπικής (ή συλλογικής έκφρασης). Τα κείμενα που στοχεύουν τον δέκτη είναι κείμενα πειθούς. Τα κείμενα που στοχεύουν την πραγματικότητα είναι πληροφοριακά κείμενα. Τέλος, τα κείμενα που στοχεύουν το μήνυμα είναι λογοτεχνικά. Από τις κατηγορίες που προτείνει το εισαγωγικό σημείωμα του ΕΘΕΓ, η «βιογραφία» και τα «ιδιωτικά κείμενα» μπορούν να θεωρηθούν υποκατηγορίες της ίδιας κατηγορίας (κείμενα προσωπικής έκφρασης), γιατί πρόκειται για «πρωτοπρόσωπα» κείμενα με ευρύ ή περιορισμένο κοινό. Η «διαφήμιση» και, ως έναν βαθμό, η «γνώμη» είναι κείμενα λογικής ή/και συναισθηματικής πειθούς. Η «πληροφόρηση», τα «επίσημα κείμενα» και, ως έναν βαθμό, η «γνώμη» περιλαμβάνουν κείμενα ενημερωτικής, εξηγητικής και ερμηνευτικής πληροφόρησης. Η «λογοτεχνία», τέλος, ταυτίζεται με την οικογένεια των λογοτεχνικών κειμένων. Μένει χωριστή η κατηγορία «συζήτηση», που περιλαμβάνει κείμενα πρωτογενώς προφορικά και συνομιλιακά, που όμως μπορούν, ανάλογα με το περιεχόμενο της «συζήτησης», να ενταχθούν στις παραπάνω κατηγορίες. Ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε ότι η κατηγορία «αδιευκρίνιστο» δεν είναι χρήσιμη σε μια κατηγοριοποίηση κειμένων με βάσει το κειμενικό είδος, αφενός επειδή δεν δίνει κειμενολογικές πληροφορίες και αφετέρου επειδή υπονομεύει την ίδια την κατηγοριοποίηση. Γενικά, θα λέγαμε, ότι παρά τον φαινομενικά ετερόκλητο χαρακτήρα της, η προτεινόμενη ταξινόμηση είναι πλήρης και συνεπής ως προς το κριτήριο του επικοινωνιακού στόχου.

    Η αναθεώρηση των ταξινομικών κριτηρίων του ΕΘΕΓ περιέλαβε και την αλλαγή της ταξινομικής βάσης για την κατηγοριοποίηση των κειμενικών ειδών. Τώρα, το κριτήριο δεν είναι ο επικοινωνιακός στόχος αλλά οι «τομείς ανθρώπινης επικοινωνίας». Η αλλαγή ήταν απαραίτητη, αφού αυτή η σχάρα τομέων (λογοτεχνία, επιστήμη, διοίκηση, τέχνη, τύπος, καθημερινή ζωή) είναι η βάση όλων των ταξινομήσεων της δεύτερης φάσης του corpus. Αν η πρώτη ταξινόμηση μπορεί να θεωρηθεί λειτουργική, η εν λόγω είναι κοινωνική / επαγγελματική. Η πρώτη στηριζόταν στην προθετικότητα (για ποιο λόγο γράφεται ένα κείμενο), ενώ η δεύτερη στη χαρτογράφηση του γραμματισμού των κυριότερων τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πρώτη ταξινόμηση πρότεινε σχέσεις υπαγωγής ανάμεσα σε γένη και είδη. Η δεύτερη ταξινόμηση προτείνει σχέσεις υπαγωγής ανάμεσα σε κοινωνικούς χώρους και συναφή κειμενικά είδη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι και οι δύο προσφέρουν απαραίτητες πληροφορίες για την ταυτότητα των κειμενικών ειδών. Η δεύτερη ταξινόμηση αντικατέστησε την πρώτη, επειδή προφανώς θεωρήθηκε ότι προσφέρει πιο ευέλικτη και αντιπροσωπευτική βάση υποκατηγοριοποίησης.

    Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι, πέραν όλων των στοιχείων που εξετάσαμε, ο ΕΘΕΓ δίνει πληροφορίες και για το περικείμενο των κειμένων. Το όνομα του συγγραφέα ή του μεταφραστή, ο τίτλος, ο υπότιτλος, η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης, ο εκδότης κ.λπ. είναι στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση του χρήστη και διευκολύνουν, αποφασιστικά μερικές φορές, την πρόσληψη και ερμηνεία του κειμενικού μηνύματος.

  • Αξιολόγηση των διδακτικών δυνατοτήτων του ΕΘΕΓ.

    Το σώμα κειμένων του ΕΘΕΓ είναι πολύτιμη βάση για τη μελέτη του ύφους, δηλαδή των λεξικο-γραμματικών γνωρισμάτων, των κειμενικών ειδών που έχουν ανθολογηθεί. Και πιο συγκεκριμένα, μπορούν με μεγάλη ευχέρεια και ταχύτητα να μελετηθούν οι τρεις κατηγορίες σημασιών που αντιστοιχούν στις συμφραστικές παραμέτρους (πεδίο, τρόπος και επίπεδο ύφους), σύμφωνα πάντοτε με το πρότυπο της συστημικής λειτουργικής γραμματικής (βλ. παραπάνω): οι αναπαραστατικές σημασίες, οι διαπροσωπικές σημασίες και οι κειμενικές σημασίες. Οι πρώτες φωτογραφίζουν το περιεχόμενο ενός κειμένου, οι δεύτερες τη δυναμική της σχέσης του πομπού με τον δέκτη όπως αυτή αποτυπώνεται γλωσσικά στο κείμενο, ενώ οι τρίτες δείχνουν τους τρόπους αρμολόγησης του κειμένου (Halliday 1985). Ο συνδυασμός αυτών των τριών κατηγοριών σημασιών μπορεί να μας δώσει το γλωσσικό προφίλ ενός κειμένου ως αντιπροσώπου ενός κειμενικού είδους.

    Σε ό,τι αφορά τις αναπαραστατικές (ή περιγραφικές) σημασίες, αυτό που ενδιαφέρει είναι οι μετέχοντες, οι διαδικασίες και οι περιστάσεις. 'Διαδικασίες' είναι ο τεχνικός όρος για τις ευάριθμες σημασιολογικές κατηγορίες των ρημάτων μιας γλώσσας (ρήματα δράσης, ρήματα λεκτικά, ρήματα συνδετικά κ.ά.). 'Μετέχοντες' είναι οι σημασιολογικοί ρόλοι, οι οντότητες που σχετίζονται με τις διαδικασίες και οι οποίες αντιστοιχούν, με όρους σύνταξης, στο υποκείμενο της πρότασης και το συμπλήρωμα του ρήματος. 'Περιστάσεις' είναι ο τεχνικός όρος για το σύνολο των επιρρηματικών προσδιορισμών που εξειδικεύουν τη ρηματική ενέργεια. Και για να επιστρέψουμε στις δυνατότητες του corpus: αν ο χρήστης επιλέξει κάποιο κειμενικό είδος (π.χ. τη διαφήμιση) έχει τη δυνατότητα, με τη βοήθεια των συμφραστικών πινάκων, να μελετήσει τα περιβάλλοντα όλων των ρηματικών ενεργειών που εμφανίζονται να επιτελούν οι μετέχοντες οι οποίοι εμπλέκονται στα διαφημιστικά μηνύματα, καθώς επίσης και τις αντίστοιχες χωρο-χρονικές κ.λπ. επιρρηματικές σχέσεις. Έτσι, μπορεί ο χρήστης να αποκομίσει μια αντιπροσωπευτική εικόνα του τρόπου με τον οποίο η (έντυπη) διαφήμιση αναπαριστά την πραγματικότητα που την αφορά. Μπορεί, για παράδειγμα, να διαπιστώσει αν οι 'δράστες' είναι πρόσωπα ή προϊόντα ή, ακόμη ιδιότητές τους. Μπορεί να ελέγξει αν οι 'δράστες' ασκούν κάποια δραστηριότητα ή απλώς αισθάνονται ή αν τους αποδίδονται ιδιότητες και ποιες. Κι όλα αυτά σε σχέση με τον χρόνο, τον τόπο, την αιτία, τον τρόπο, την αναφορά κ.λπ.

    Οι διαπροσωπικές σημασίες ρυθμίζονται κυρίως με την επιλογή των χρόνων, των εγκλίσεων, των προσώπων και των τροπικοτήτων (της δεοντικής και της επιστημικής). Στην περίπτωση, και πάλι, της διαφήμισης, μπορούμε να ελέγξουμε αν επαληθεύονται γνωστές υποθέσεις για την υπεροχή της προστακτικής έγκλισης, του δεύτερου πληθυντικού προσώπου, του αόριστου (συνοπτική ρηματική όψη) κ.λπ. Μπορεί, επίσης, να ελεγχθεί η παρουσία της δεοντικής τροπικότητας (πρέπει, επιτρέπεται, απαγορεύεται κ.ά.) και της επιστημικής τροπικότητας (μπορεί, ίσως, πιθανόν κ.ά.). Η εξέταση αυτών των γραμματικών δεικτών αναδεικνύει εκείνη την πλευρά του ύφους ενός κειμένου που σχετίζεται με τη διαπραγμάτευση του νοήματος μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη.

    Τέλος, οι κειμενικές σημασίες, που περιγράφουν τη συνοχή ενός κειμένου, και κυρίως η χρήση συνδεσμικών στοιχείων, μπορεί επίσης να ανιχνευθεί με τη βοήθεια των συμφραστικών πινάκων του corpus. Στην περίπτωση της διαφήμισης μπορεί να μελετηθεί, για παράδειγμα, η χρήση συμπλεκτικών, αντιθετικών ή διαζευκτικών συνδέσμων και, επιπλέον, η χρήση συνδετών (λοιπόν, επομένως, γι' αυτό, έτσι κ.λπ.), που αναδεικνύει μορφές επιχειρηματολογίας του εν λόγω κειμενικού είδους.

    Η υφομετρική χρήση του ΕΘΕΓ, που συνδυάζει συμφραστικούς πίνακες και κειμενικά είδη, είναι η πιο απαιτητική αλλά και πιο γοητευτική διερεύνηση της ταυτότητας των κειμένων που παράγονται από τους χρήστες της νέας ελληνικής. Ωστόσο, το corpus, εκτός από τη μελέτη γλωσσικών χρήσεων (δηλαδή, κειμενικών πραγματώσεων), επιτρέπει και τη διεξοδική μελέτη της μορφολογίας της νέας ελληνικής. Όπως εξηγείται και στο εισαγωγικό σημείωμα, ο χρήστης μπορεί να ανασύρει από το corpus γραμματικές κατηγορίες ή/και μορφολογικούς τύπους, και μάλιστα μέσα στα γλωσσικά τους περιβάλλοντα, δηλαδή σε πραγματικές και όχι κατασκευασμένες προτάσεις. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο ΕΘΕΓ αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τη μελέτη και τη διδασκαλία του συστήματος της γλώσσας μας και των γλωσσικών χρήσεων που επιτελούνται στο εσωτερικό της.

  • Βιβλιογραφικές αναφορές.
    1. Γαβριηλίδου Μ., Π. Λαμπροπούλου, Σ. Ρονιώτη (1993). "Σχεδιασμός και σχολιασμός ενός ελληνικού σώματος κειμένων", Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 14ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 308-322. Θεσσαλονίκη.
    2. Γαβριηλίδου Μ., Π. Λαμπροπούλου, Α. Χριστοφίδου (1995). "Σύστημα κατηγοριοποίησης γραπτών κειμένων", Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 15ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 831-842. Θεσσαλονίκη.
    3. Παυλίδου Θ.-Σ. (2002). GR-SPEECH: Σώματα ελληνικών προφορικών κειμένων, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 22ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., Τόμος Δεύτερος (Υπολογιστική Γλωσσολογία), 124-134. Θεσσαλονίκη.
    4. Πολίτης Π. (2001). "Προφορικός και γραπτός λόγος", στο Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ., σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, 58-62. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (βλ. επίσης www.komvos.edu.gr).
    5. Χατζηγεωργίου Ν., Α. Σπηλιωτοπούλου, Α. Βακαλοπούλου, Α. Παπακωστοπούλου, Σ. Πιπερίδης, Μ. Γαβριηλίδου, Γ. Καραγιάννης (2001). "Εθνικός Θησαυρός Ελληνικών Κειμένων (ΕΘΕΓ): Σώμα κειμένων της Νέας Ελληνικής στο Διαδίκτυο", Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 21ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 812-821. Θεσσαλονίκη.
    6. Crowston K. & M. Williams (1997). "Reproduced and emergent genres of communication on the World-Wide Web", στο Proceedings of the Thirtieth Annual Hawaii International Conference on System Sciences, Maui, Hawaii, vol. 6, pp. 30-39.
    7. Eggins S. (1994). An Introduction to Systemic Functional Linguistics. London: Pinter.
    8. Gerot L. (1995). Making Sense of Text. Gold Coast, QLD: Antipodean Educational Enterprises.
    9. Gregory M. (1967). "Aspects of varieties differentiation", Journal of Linguistics 3(2): 177-274.
    10. Halliday M.A.K. (1978) Language as a Social Semiotic. London: Edward Arnold.
    11. Halliday M.A.K. (1985) An Introduction to Functional Grammar. London: Edward Arnold.
    12. Halliday M.A.K. (1989). "Register Variation", στο Halliday M.A.K. & R. Hasan, Language, context and text: aspects of language in a social-semiotic perspective, 29-43. Oxford: Oxford University Press.
    13. Kinneavy J. (1971). A Theory of Discourse. The Aims of Discourse. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall.
    14. Shepherd M. & C. Watters (1998) "The Evolution of Cybergenres", στο R. Sprague Jr. (ed.) Proceedings of the 30th Annual Hawaii International Conference on System Sciences, 97-109. Los Alamitos, CA: IEEE-Computer Society.
    15. Troborg A. (1997). "Text Typology: Register, Genre and Text Type", στο Troborg A. (ed.) Text Typology and Translation, 3-23. Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins.

    1 Η ομάδα εργασίας του ΕΘΕΓ σε επιστημονική ανακοίνωσή της, η οποία περιγράφει τη δομή και τη λειτουργία τού corpus, αναφέρει ότι το μέγεθός του φτάνει τις 20.000.000 λέξεις (Χατζηγεωργίου κ.ά., 2001: 812). Πρόσφατα, στο σώμα κειμένων του ΕΘΕΓ προστέθηκαν και άλλες λέξεις (περισσότερες από 10.000). Η παρουσίαση αυτή αναφέρεται στην προηγούμενη μορφή του ΕΘΕΓ, σε αυτή των 35.000.000 λέξεων, για την οποία ακόμη υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης όπως μπορείτε να δείτε από την ιστοσελίδα του ΙΕΛ.

    2 Για μια περιεκτική εισαγωγή στην προβληματική που σχετίζεται με τον καταρτισμό σώματος ελληνικών προφορικών κειμένων βλ. Παυλίδου, 2002.

    3 Στην πρώτη παρουσίαση του ΕΘΕΓ (Γαβριηλίδου κ.ά., 1993: 313) η συνέντευξη περιλαμβάνεται στα κειμενικά είδη που επιλέχτηκαν για το corpus. Αντίθετα, από μεταγενέστερη παρουσίασή του (Γαβριηλίδου κ.ά., 1995: 839-41) συνάγεται ότι δεν έχουν ενσωματωθεί σ' αυτό είδη του προφορικού λόγου. Πάντως, το εισαγωγικό σημείωμα του ΕΘΕΓ κάνει σαφή μνεία της «συζήτησης» ως γένους / κειμενικού είδους που φιλοξενείται στο corpus.

    4 Στο εισαγωγικό σημείωμα, ωστόσο, διευκρινίζεται ότι ο μεγάλος όγκος των κειμένων που επιλέχτηκαν έχουν δημοσιευτεί μετά το 1990.

    5 Τέτοια είναι, με χρονολογική σειρά έκδοσης: το Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας του Ε. Κριαρά (1995), το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη (1998) και το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του ΑΠΘ (1998).

    6 Στη φάση της πρώτης αναθεώρησης του ΕΘΕΓ, ο terminus post quem του corpus, το έτος 1975, μετακινήθηκε προς τα πίσω, αλλά μόνο για τη λογοτεχνία, για να περιληφθούν κείμενα των λογοτεχνών της «Γενιάς του 30», που θεωρήθηκαν ότι δεν αποκλίνουν από τη στάνταρ ποικιλία (Γαβριηλίδου κ.ά., 1995: 835).

    7 Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Πολίτης, 2001.

    8 Για μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος της τυπολογίας των κειμενικών τυπολογιών βλ. Troborg, 1997.

Ηλεκτρονικός Κόμβος (ΚΕΓ)

Το σώμα κειμένων του Ηλεκτρονικού Κόμβου του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ) [1]

Περικλής Πολίτης (Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)
Λέκτορας
Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περιεχόμενα

  • Περιγραφή των σωμάτων κειμένων του Ηλεκτρονικού Κόμβου

    Πρόκειται για ηλεκτρονικό σώμα κειμένων δημοσιογραφικού λόγου μεγέθους 1.000.000 λεκτικών τύπων. Τα κείμενα προέρχονται από την ημερήσια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης 'Μακεδονία'[2] και καλύπτουν το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1997 μέχρι τον Μάρτιο του 1998. Επιλέχτηκαν από ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο κειμένων (έκτασης περίπου 122.000.000 λεκτικών τύπων) που παραχωρήθηκε στο ΚΕΓ από τον εκδότη τής εν λόγω εφημερίδας. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή του δείγματος είναι εντελώς αντιπροσωπευτική, στον βαθμό, βέβαια, που η δεξαμενή των κειμένων καλύπτει αναλογικά όλα τα επιμέρους σώματα της εφημερίδας, δηλαδή τις θεματικές στήλες της (ρουμπρίκες).

    Η επιλογή των κειμένων έγινε με βάση τα επιμέρους σώματα της εφημερίδας. Για κάθε ένα από αυτά βρέθηκαν, μέσω αυτόματης μέτρησης, οι λεκτικοί τύποι που εμφανίζονται με την υψηλότερη συχνότητα. Οι τύποι αυτοί, ως λέξεις-κλειδιά, αποτέλεσαν το κριτήριο και για την επιλογή των κειμένων. Για παράδειγμα, όσον αφορά το επιμέρους σώμα Αστυνομικά πιθανότατα επιλέχτηκαν κείμενα που περιλαμβάνουν λέξεις-κλειδιά όπως ύποπτος, δράστης, αστυνομικός, τροχαίο ατύχημα κ.λπ.

  • Σχολιασμός των ταξινομικών αρχών του Ηλεκτρονικού Κόμβου.

    Τα επιμέρους σώματα αντιστοιχούν, σε σημαντικό βαθμό, στη δομή της εφημερίδας και είναι τα εξής 15: Απόψεις, Αστυνομικά, Αθλητικά, Διαφημίσεις, Επιστολές, Πολιτιστικά, Καιρός, Κοινωνικά, Οικονομικά, Πολιτική, Ρεπορτάζ, Συνεντεύξεις, Τηλεόραση, Βιογραφίες, Χρήμα. Η σειρά αυτή, με την οποία εμφανίζονται στη μηχανή αναζήτησης του corpus, είναι αλφαβητική (με βάση την αντιστοιχία του ελληνικού προς το λατινικό αλφάβητο) και δεν απεικονίζει τη διάταξη των θεματικών στηλών της εφημερίδας, δηλαδή τη «φιλοσοφία» της σελιδοποίησής της, ούτε υποδηλώνει κάποια άλλη ταξινομική βάση. Η αλφαβητική σειρά των σωμάτων πιθανόν να προκρίθηκε ως πιο ουδέτερη και πιο χρηστική έναντι άλλων λύσεων που προϋποθέτουν ποιοτικά τυπολογικά κριτήρια.

    Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εισαγωγικό σημείωμα του corpus γίνεται λόγος για 17 και όχι για 15 «τομείς ενημέρωσης». Παρατίθενται με σειρά που μοιάζει να ακολουθεί απόλυτα τη δομή της εφημερίδας (όχι απαραίτητα και την ονοματολογία των στηλών) και είναι οι εξής: Αστυνομικό δελτίο, Πολιτικό ρεπορτάζ, Ειδησεογραφικό ρεπορτάζ, Οικονομικό ρεπορτάζ, Αθλητικό ρεπορτάζ, Πολιτιστικό ρεπορτάζ, Διαφημιστικό ρεπορτάζ, Επιστολές αναγνωστών, Συνεντεύξεις, Βιογραφικά προσωπικοτήτων, Χρηματιστήριο, Μετεωρολογικό δελτίο, Τηλεοπτικό ρεπορτάζ, Κοινωνικά, Αγγελίες, Ζώδια, Σταυρόλεξα.

    Αν συγκρίνει κανείς τους δύο καταλόγους, βρίσκει διαφορές που παρουσιάζουν σημαντικό θεωρητικό ενδιαφέρον και ταυτόχρονα υποδηλώνουν τον ταξινομικό προβληματισμό της ομάδας εργασίας από τον αρχικό σχεδιασμό του corpus μέχρι την υλοποίησή του. Το σώμα Απόψεις (που περιλαμβάνει σχολιαστικά δημοσιογραφικά κείμενα) δεν υπάρχει στον δεύτερο κατάλογο. Τα σώματα Αστυνομικά, Αθλητικά, Διαφημίσεις, Πολιτιστικά, Οικονομικά, Πολιτική, Τηλεόραση δηλώνονται ως είδη ρεπορτάζ στον δεύτερο κατάλογο, ενώ η συγκεκριμένη ονοματοδότηση τομέων κοινωνικής δραστηριότητας που εμφανίζεται στη μηχανή αναζήτησης δεν παραπέμπει υποχρεωτικά σε ρεπορτάζ. Το σώμα Ρεπορτάζ μάλλον αντιστοιχεί στο Ειδησεογραφικό ρεπορτάζ του δεύτερου καταλόγου. Τα σώματα Επιστολές, Καιρός, Κοινωνικά, Συνεντεύξεις, Βιογραφίες και Χρήμα υπάρχουν και στους δύο καταλόγους. Τέλος, τα ήσσονα εφημεριδικά είδη Αγγελίες, Ζώδια, Σταυρόλεξα, αν και, από ό,τι φαίνεται, περιλήφθηκαν στον αρχικό σχεδιασμό, αποκλείστηκαν από το corpus, ίσως επειδή θεωρήθηκε ότι παρουσιάζουν περιορισμένο κειμενικό και γλωσσικό ενδιαφέρον.

    Η ονοματολογία των σωμάτων (δηλαδή, των δημοσιογραφικών ειδών λόγου) που χρησιμοποιείται στη μηχανή αναζήτησης του corpus θέτει ορισμένα θεωρητικά προβλήματα ταξινόμησης του δημοσιογραφικού λόγου. Το κυριότερο έχει να κάνει με την (αν)αντιστοιχία θεματικών στηλών και κειμενικών ειδών του δημοσιογραφικού λόγου[3]. Είναι γνωστό ότι οι εφημερίδες, για να εδραιώσουν την εκδοτική τους ταυτότητα και για να διαφοροποιηθούν από τις υπόλοιπες εφημερίδες, επιλέγουν ονόματα θεματικών στηλών τα οποία δεν υποδεικνύουν πάντοτε με σαφήνεια το είδος λόγου που στεγάζουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σαφές αν οι κατηγορίες Αστυνομικά, Αθλητικά, Οικονομικά κ.λπ. περιλαμβάνουν ειδήσεις (συντάσσονται στα γραφεία των εφημερίδων με πρώτη ύλη τα τηλεγραφήματα) ή ρεπορτάζ (προϋποθέτουν τη μεσολάβηση του ρεπόρτερ, την αυτοψία του στον τόπο του συμβάντος, και έναν φωτισμό προσώπων και πραγμάτων που δεν συναντούμε στην είδηση γραφείου) ή και τα δύο. Αν, πάλι, οι εν λόγω κατηγορίες περιλαμβάνουν και ρεπορτάζ, τότε τι διαφορετικό περιέχεται στη χωριστή κατηγορία Ρεπορτάζ;

    Μια άλλη παρατήρηση αφορά το περιεχόμενο σωμάτων όπως Διαφημίσεις, Τηλεόραση, Κοινωνικά και Βιογραφίες. Αρκεί μια μικρή έρευνα στο corpus για να μας πείσει ότι στις Διαφημίσεις δεν περιλαμβάνονται εμπορικές ή άλλου είδους διαφημίσεις -εξάλλου, η διαφήμιση δεν θεωρείται δημοσιογραφικό είδος λόγου, παρά τα κειμενικά υβρίδια που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, όπως για παράδειγμα το advertorial
    (μείξη πληροφοριακού και διαφημιστικού λόγου). Περιλαμβάνονται δημοσιογραφικά
    κείμενα που παραγγέλλονται από βιομηχανίες ή εμπορικές επιχειρήσεις και
    περιγράφουν τα προϊόντα τους, χωρίς, ωστόσο, να τα προωθούν ανοιχτά. Η κατηγορία Τηλεόραση περιλαμβάνει το πρόγραμμα τηλεοπτικών σταθμών, παρουσιάσεις εκπομπών αλλά και τηλεκριτική. Τα Κοινωνικά δεν αναφέρονται τόσο στο κοινωνικό ρεπορτάζ όσο σε αυτό που είναι γνωστό ως στήλη «Κοσμικά». Τέλος, οι Βιογραφίες δεν είναι «πραγματικές» βιογραφίες. Είναι πορτρέτα με τη δημοσιογραφική σημασία του όρου, δηλαδή σκίτσα προσωπικοτήτων που απασχολούν την επικαιρότητα, κάποτε εμπλουτισμένα και με αποσπάσματα από συνεντεύξεις τους.

    Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο corpus έχουν περιληφθεί κατηγορίες κειμένων που συγκροτούν την περιφέρεια του λόγου της έντυπης δημοσιογραφίας, όπως ο Καιρός (δηλαδή, το μετεωρολογικό δελτίο, που είναι κείμενο επιστημονικής εκλαΐκευσης) και το Χρήμα (δηλαδή, η κίνηση του Χρηματιστηρίου, που είναι κι αυτό κείμενο ειδικής πληροφόρησης). Από την άλλη μεριά, έχουν περιληφθεί και Επιστολές αναγνωστών, που αποτελούν μια καθιερωμένη στήλη όλων των μεγάλων εφημερίδων, αλλά σίγουρα δεν συνιστούν δείγμα επαγγελματικού δημοσιογραφικού λόγου. Παρά το γεγονός ότι τα τρία σώματα συνυπάρχουν με τα εδραιωμένα είδη της δημοσιογραφίας, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν δημιουργεί προβλήματα στην εκμετάλλευση του corpus. Αντίθετα, έτσι εμπλουτίζονται τα περιεχόμενά του. Πρόβλημα ίσως αποτελεί το ότι, σε μια αναζήτηση λεξικών τεμαχίων (και των περιβαλλόντων τους) σε όλα τα επιμέρους σώματα, τα αποτελέσματα δίνουν μια σωρευτική εικόνα τους. Δεν γίνεται ίσως αντιληπτό ότι σε είδη λόγου όπως τα τρία τελευταία οι συμφραστικοί δείκτες του ύφους (και κυρίως οι ρόλοι του πομπού και του δέκτη) διαφέρουν από τους αντίστοιχους του επαγγελματικού δημοσιογραφικού λόγου, οπότε έχουμε να κάνουμε με άλλο επίπεδο ύφους ή διαφορετική λειτουργική ποικιλία.

    Ένα τελευταίο θεωρητικό ζήτημα θέτει η κατάταξη των ειδών λόγου σε ένα μόνο επίπεδο. Αν θεωρήσουμε ότι ο έντυπος δημοσιογραφικός λόγος περιλαμβάνει τρία γένη (ειδησεογραφία, συνέντευξη και σχολιασμό), τότε ενδεχομένως τα είδη λόγου του corpus μπορούν να διαταχθούν σε μια δενδρόσχημη διάταξη δύο επιπέδων. Οι ψηλότεροι κόμβοι του «δένδρου» θα είναι: πρώτον, η ειδησεογραφία, με χαμηλότερους κόμβους τις ειδήσεις, τα ρεπορτάζ (ίσως και τις σύντομες ειδήσεις, αν σ' αυτές παραπέμπει η κατηγορία Αστυνομικά) και τις «βιογραφίες» (πορτρέτα)∙ δεύτερον, η συνέντευξη, και τρίτον, η σχολιογραφία (Απόψεις). Ο Καιρός και το Χρήμα είναι χρηστικά είδη και πρέπει να αποτελέσουν χωριστούς κόμβους, το ίδιο και οι Επιστολές των αναγνωστών. Τέλος, οι ειδήσεις και τα ρεπορτάζ, λόγω του θεματικού τους εύρους, θα περιλαμβάνουν, ως κόμβους του πιο χαμηλού επιπέδου, τα διάφορα είδη τους (π.χ. αθλητική ή οικονομική είδηση∙ πολιτικό ή πολιτιστικό ρεπορτάζ).

    Όπως σωστά σημειώνεται στο ενημερωτικό σημείωμα, τα σώματα που επιλέχτηκαν αντιπροσωπεύουν «ενδεικτικά σημασιολογικά πεδία και πράξεις λόγου». Πράγματι, η θεματολογία μιας μεγάλης εφημερίδας, όπως και η 'Μακεδονία', περιλαμβάνει πληθώρα πληροφοριών από διάφορα γνωστικά πεδία. Οι ρουμπρίκες μιας εφημερίδες αντιπροσωπεύουν οικογένειες συμβάντων που κρυσταλλώθηκαν μέσα στην ιστορική διαδρομή του τύπου και πραγματώνονται γλωσσικά με ειδικά λεξιλόγια. Συνεπώς, το corpus, παρά τη μικρή του έκταση, αποτελεί αναντικατάστατο εργαλείο για τη μελέτη και τη διδασκαλία ειδικών λεξιλογίων, πέρα από τη μελέτη και τη διδασκαλία της καθημερινής γλώσσας, η οποία επίσης εξυπηρετείται θαυμάσια. Όσον αφορά τις «πράξεις λόγου», δηλαδή τα συμβάντα λόγου που αποτελούν την πρώτη ύλη των δημοσιογραφικών ειδών λόγου, το corpus αποτελεί ένα εργαστήριο «εθνογραφίας της επικοινωνίας». Μέσα από το υλικό του μπορούν να μελετηθούν και να διδαχτούν αυθεντικά συμβάντα λόγου και πράξης που αφορούν είτε τη δημόσια σφαίρα (για παράδειγμα, πολιτικά ή οικονομικά συμβάντα δημόσιου ενδιαφέροντος) είτε την ιδιωτική σφαίρα (για παράδειγμα, αστυνομικά ή «κοσμικά» συμβάντα).

  • Διδακτική αξιοποίηση των σωμάτων κειμένων του Ηλεκτρονικού Κόμβου.

    Τα σώματα κειμένων που παρουσιάζουμε, εκτός από τη μελέτη των κειμενικών ειδών του δημοσιογραφικού λόγου και της επικαιρότητας, προσφέρονται και για τη μελέτη του συστήματος της Νέας Ελληνικής. Το μορφολογικό λεξικό που συνοδεύει το corpus περιέχει όλους τους γραμματικούς τύπους των επιλεγμένων κειμένων και διασυνδέεται με τα λεξικά του Ηλεκτρονικού Κόμβου. Έτσι, η γλωσσική μελέτη και διδασκαλία εμπλουτίζεται με μη κατασκευασμένα παραδείγματα και οι χρήστες αποκομίζουν μια πραγματική εικόνα της συστημικής δομής της γλώσσας μας και της εξελικτικής της πορείας.

  • Βιβλιογραφικές αναφορές.
    1. AdamJ.-M. (1997). "Unités rédactionnelles et genres discursifs: cadre général pour une approche de la presse écrite", Pratiques 94: 3-18.
    2. Adam J.-M. (2001). "Genres de la presse écrite et analyse de discours", Semen 13: 7-14.
    3. Grosse E.-U. (2001). "Evolution et typologie des genres journalistiques. Essai d'une vue d'ensemble", Semen 13: 15-36.

    1 Υπεύθυνοι για την επιλογή, τον σχεδιασμό και τη συγκρότηση του εν λόγω σώματος κειμένων ήσαν οι καθηγητές κ. Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και κ. Ι. Ν. Καζάζης ενώ την τεχνική υποστήριξη του έργου είχε ο αναπληρωτής καθηγητής κ. Γ. Παπανικολάου. Τη σύσταση, κατάρτιση και επεξεργασία του μορφολογικού λεξικού που συνοδεύει το συγκεκριμένο σώμα κειμένων ανέλαβε η κ. Ε. Σκλαβούνου, ερευνήτρια στο Institut Gaspard Monge.

    2 Ενώ στην ηλεκτρονική σελίδα αναζήτησης δεδομένων του corpus λέγεται ότι το υλικό προέρχεται από την εφημερίδα 'Μακεδονία', σε υπερκείμενη σελίδα, όπου δίνονται γενικές πληροφορίες για τη σύσταση των λεξικών και των σωμάτων κειμένων του Ηλεκτρονικού Κόμβου, λέγεται ότι το υλικό του corpus προέρχεται από δύο εφημερίδες: τη 'Μακεδονία' και τη 'Θεσσαλονίκη', οι οποίες ανήκουν στον ίδιο εκδοτικό οργανισμό.

    3 Για μια πρώτη συστηματική προσέγγιση του ζητήματος βλ. Adam (1997), Adam (2001) και Grosse (2001).

Ηλεκτρονική Πύλη (ΚΕΓ)

Βελτίωση και επέκταση των σωμάτων κειμένων της Ηλεκτρονικής Πύλης του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ)

Περικλής Πολίτης (Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)
Λέκτορας, Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Δημιουργία νέων σωμάτων κειμένων

  • Περιγραφή των σωμάτων κειμένων της Πύλης

    Στο πλαίσιο της αναβάθμισης του Ηλεκτρονικού Κόμβου του ΚΕΓ σε Ηλεκτρονική Πύλη επιχειρείται αφενός η βελτίωση και επέκταση των υφιστάμενων σωμάτων κειμένων (των δημοσιογραφικών κειμένων που προέρχονται από την εφημερίδα 'Μακεδονία' της Θεσσαλονίκης) και αφετέρου η δημιουργία νέων σωμάτων, δημοσιογραφικού και εκπαιδευτικού λόγου. Θα πρέπει εξαρχής να τονισθεί ότι τα σώματα αυτά απευθύνονται κυρίως στην εκπαιδευτική κοινότητα και έχουν ως στόχο την αρτιότερη μελέτη και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Γι' αυτό, εξάλλου, αποφασίστηκε να στηριχθούν σε δύο «αποικίες λόγου» (Hoey 2000: 75-77), αυτήν της δημοσιογραφίας, που αποτελεί τον πιο ευρύχωρο, εγκυκλοπαιδικό και αντιπροσωπευτικό λόγο των σύγχρονων κοινωνιών, και εκείνη των σχολικών εγχειριδίων, που συνιστά τον λόγο του γραμματισμού τον οποίο παρέχει μια δημοκρατική πολιτεία στα νεαρά της μέλη.

    Το σώμα κειμένων της 'Μακεδονίας' ανασυγκροτείται ως προς την αρχική ταξινόμηση των επιμέρους σωμάτων του, δηλαδή των θεματικών στηλών της εφημερίδας, έτσι ώστε να εναρμονισθεί με την ταξινόμηση των ειδών του νέου δημοσιογραφικού υλικού που θα στεγάσει η Ηλεκτρονική Πύλη. Η ανασυγκρότηση αυτή κρίθηκε αναγκαία, γιατί, όπως είναι γνωστό από τη διεθνή εμπειρία και τη σύγχρονη κειμενολογική θεωρία[1], η κατάτμηση της ημερήσιας (ή εβδομαδιαίας) δημοσιογραφικής ύλης και η ονοματοδότηση των θεματικών στηλών ποικίλλουν από έντυπο σε έντυπο. Στόχος κάθε εφημερίδας είναι να μορφοποιήσει ένα στιλ σελιδοποίησης που θα εκφράζει την εκδοτική της γραμμή∙ δεν είναι η θεωρητικά συνεπής κατανομή και μεταγλωσσική δήλωση των «οικογενειών συμβάντων» που παρουσιάζει.

    Όπως είδαμε, τα επιμέρους σώματα κειμένων της 'Μακεδονίας' ακολούθησαν, στην πρώτη τους ταξινόμηση, τη θεματική και την ονοματολογία των στηλών της εφημερίδας. Στη νέα ταξινόμηση, που θα παρουσιάσουμε παρακάτω, γίνεται προσπάθεια, χωρίς να αγνοηθεί η «φιλοσοφία» της σελιδοποίησης της εφημερίδας, να ενταχθούν τα δημοσιογραφικά άρθρα σε μια ιεραρχική διάταξη κειμενικών ειδών που απορρέει από τη σύγχρονη ανάλυση του δημοσιογραφικού λόγου και έχει αξιώσεις καθολικότητας, δηλαδή δεν δεσμεύεται από τις (μεταβαλλόμενες) επικεφαλίδες των στηλών αλλά τις χαρακτηρίζει με ειδολογικά ονόματα που περιγράφουν την ακριβή κειμενική τους ταυτότητα.

  • Το νέο δημοσιογραφικό υλικό

    Το νέο δημοσιογραφικό υλικό της Ηλεκτρονικής Πύλης περιλαμβάνει κείμενα της 'Μακεδονίας', έκτασης δύο εκατομμυρίων στοιχείων (δηλαδή, λεκτικών τύπων, αριθμών και συμβόλων), και των 'Νέων', έκτασης, επίσης, δύο εκατομμυρίων στοιχείων. Όσον αφορά τη 'Μακεδονία', τα νέα κείμενα θα είναι μεταγενέστερα του 2000. Τα κείμενα των 'Νέων' καλύπτουν το χρονικό διάστημα των τεσσάρων πρώτων μηνών του 2003.

    Από την επιλογή δημοσιογραφικής ύλης αποκλείστηκαν οι ρουμπρίκες που δεν συνδέονται με την επικαιρότητα και τα ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος (πρακτικές πληροφορίες για θεάματα, δελτία καιρού, σταυρόλεξα, αστρολογικές προβλέψεις, επιστολές αναγνωστών κ.ά.)[2]. Η ύλη αυτή, παρά το γλωσσικό της ενδιαφέρον, δεν είναι δημοσιογραφική, δεν είναι ενυπόγραφη και δεν προσφέρεται ιδιαίτερα σε διδακτική εκμετάλλευση, επειδή τα εν λόγω κείμενα −μερικά από αυτά, μάλιστα, όπως τα σταυρόλεξα ή τα δρομολόγια πλοίων και τρένων, μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν εντελή κείμενα− αποτελούν ιδιότυπες λειτουργικές ποικιλίες (registers) και δεν στοιχούν στα είδη λόγου που διδάσκονται στην εκπαίδευση. Συνεπώς, ένα σώμα κειμένων όπως το υπό συζήτηση, που απευθύνεται πρωτίστως σε εκπαιδευτικούς και μαθητές, δεν κρίνεται χρήσιμο να περιλαμβάνει την ήσσονος ενδιαφέροντος εφημεριδική ύλη.

    Για την ταξινόμηση των ειδών του δημοσιογραφικού λόγου προκρίθηκε ένα μοντέλο που συνδυάζει την αγγλοσαξονική και τη γαλλική δημοσιογραφική παράδοση[3], ενώ μπορεί να χαρτογραφήσει με σημαντική ακρίβεια και την ελληνική δημοσιογραφική παραγωγή. Αυτό το «σημαντική ακρίβεια» υπονοεί τη δυσχέρεια κάθε ταξινομικού προτύπου να τιθασεύσει τη μεικτή ειδολογική ταυτότητα πολλών κειμένων. Για παράδειγμα, ο ταξινομητής βρίσκεται συχνά μπροστά στο δίλημμα σε ποια κατηγορία να κατατάξει δημοσιογραφικά κείμενα τα οποία συνδυάζουν την ειδησεογραφία με το βιογραφικό στοιχείο (πορτρέτο) ή μια σύντομη καλλιτεχνική είδηση που άλλοτε έχει εμφανώς γεγονοτικό περιεχόμενο και άλλοτε φλερτάρει με το σχόλιο.

    Το μοντέλο προβλέπει τρία γένη δημοσιογραφικού λόγου (βλ. πίνακα επόμενης σελίδας): α) την πληροφόρηση-ενημέρωση, β) τη συνέντευξη και, γ) τον σχολιασμό (πρβλ. Charaudeau 1997). Η πληροφόρηση-ενημέρωση περιλαμβάνει «αντικειμενικές» ειδήσεις, σύντομες ή ανεπτυγμένες, και «υποκειμενικές». Οι «αντικειμενικές» ειδήσεις είναι ο κορμός της επαγγελματικής δημοσιογραφίας. Διακρίνονται σε «περιπετειώδεις» (ειδήσεις-αφηγήσεις) και περιγραφικές συμβάντων όπου κυριαρχεί ο λόγος δημοσίων προσώπων (ειδήσεις-λόγοι). Στο ίδιο επίπεδο, αλλά σε χωριστό κόμβο ταξινομούνται οι

    ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

    Α. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ-ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
    1. ΕΙΔΗΣΗ «ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ»
      • 1. 1. Σύντομη
      • 1. 2. Ανεπτυγμένη
        • 1. 2. 1. Γενική
          • 1. 2. 1. 1. Είδηση-αφήγηση
          • 1. 2. 1. 2. Είδηση-λόγος
        • 1. 2. 2. Ειδικού θέματος
          • 1. 2. 2. 1. Οικονομική
          • 1. 2. 2. 2. Αθλητική
          • 1. 2. 2. 3. Καλλιτεχνική
          • 1. 2. 2. 4. Επιστημονική
    2. ΕΙΔΗΣΗ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ» ('ανθρώπινη ιστορία')
    3. ΡΕΠΟΡΤΑΖ
      • 3. 1. Πολιτικό
      • 3. 2. Κοινωνικό
      • 3. 3. Αστυνομικό
      • 3. 4. Δικαστικό
      • 3. 5. Ελεύθερο
      • 3. 6. Ταξιδιωτικό
    4. ΕΡΕΥΝΑ
    5. ΠΟΡΤΡΕΤΟ
    Β. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ (μεταξύ πληροφόρησης και σχολιασμού)

    ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

    1. Συνέντευξη-πληροφορία
    2. Συνέντευξη-γνώμη
    3. Συνέντευξη-πορτρέτο
      • 3. 1. Συνεχής
      • 3. 2. Διαλογική
    Γ. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
    1. ΑΝΑΛΥΣΗ
    2. ΓΝΩΜΗ
    3. ΣΧΟΛΙΟ
    4. ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ
    5. ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ
    6. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
    7. ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ
    8. ΣΑΤΙΡΑ
    9. ΚΡΙΤΙΚΗ
      • 9.1. Τηλεόρασης
      • 9.2. Κινηματογράφου
      • 9.3. Θεάτρου
      • 9.4. Βιβλίου
      • 9.5. Μουσικής
      • 9.6. Εικαστικών
      • 9.7. Χορού
    Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
    1. ΣΥΝΤΑΓΕΣ
    2. ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ

    ειδήσεις ειδικού θέματος (οικονομικές, αθλητικές, καλλιτεχνικές κ.ά.). Οι «υποκειμενικές» ειδήσεις είναι οι γνωστές από την αγγλοσαξονική παράδοση «ανθρώπινες ιστορίες» (feature articles), δραματοποιημένες ιστορίες ιδιωτικού ενδιαφέροντος. Το ρεπορτάζ με τα επιμέρους είδη του (πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ.) αντιδιαστέλλεται προς την είδηση, τη «δημοσιογραφία γραφείου», γιατί αποτελεί «δημοσιογραφία πεδίου», προϋποθέτει αυτοψία και έρευνα του ρεπόρτερ, και είναι κείμενο πιο προσωπικό και πιο διεισδυτικό όσον αφορά τις συμπεριφορές ή τα κίνητρα των δρώντων προσώπων. Τα άλλα δύο είδη του γένους της πληροφόρησης-ενημέρωσης είναι η έρευνα (συνδυάζει την ειδησεογραφία με την επιστημονική έρευνα) και το πορτρέτο (συνδυάζει την ειδησεογραφία με τη βιογραφία).

    Η συνέντευξη είναι, σύμφωνα με τον Grosse (όπ. παραπ.), το μεταβατικό πεδίο μεταξύ πληροφόρησης και σχολιασμού. Γι' αυτό, διακρίνονται (με κριτήρια περιεχομένου και όχι οργανωτικής δομής, γιατί το οργανωτικό πρότυπο της συνέντευξης είναι πρωτοτυπικό) συνεντεύξεις-πληροφορίες και συνεντεύξεις-γνώμες. Επίσης, η συνέντευξη αποτελεί και ξενιστή του δημοσιογραφικού πορτρέτου. Έτσι, έχουμε και συνεντεύξεις-πορτρέτα, συνεχούς ή συνομιλιακού λόγου, ανάλογα με την πιστότητα αναπαραγωγής της συνέντευξης. Όταν η συνέντευξη-πορτρέτο είναι συνεχής, επιστρατεύονται μηχανισμοί παράφρασης και πύκνωσης του λόγου του ερωτώμενου ή προστίθενται σχόλια του δημοσιογράφου.

    Το γένος του σχολιασμού περιλαμβάνει κατά κανόνα ενυπόγραφα κείμενα (εκτός από το κύριο άρθρο, που η πατρότητα του αποδίδεται στον διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας), γραμμένα άλλοτε από δημοσιογράφους και άλλοτε από εξωτερικούς συνεργάτες (συγγραφείς, ερευνητές κ.ά.)[4]. Τα «πιο στοχαστικά» είδη είναι η ανάλυση (εκτενές τεχνικό κείμενο με καλή τεκμηρίωση και σύνθετη επιχειρηματολογία), η γνώμη (κείμενο που στηρίζει έναν ισχυρισμό με μέτρια ή ισχνή τεκμηρίωση και επιχειρήματα που αναμειγνύονται με αξιολογήσεις) και το σχόλιο (κείμενο προσωπικού ύφους και ελεύθερου σχολιασμού). Το κύριο άρθρο είναι κείμενο επιχειρηματολογίας πάνω σε ζήτημα επικαιρότητας δεσμευμένο από την ιδεολογική «γραμμή» του εντύπου. Η επιφυλλίδα είναι το δοκίμιο της δημοσιογραφίας, ενώ το χρονογράφημα είναι ο τόπος συνάντησης της δημοσιογραφίας και του «ανέκδοτου» (ενός ασυνήθιστου ή διασκεδαστικού περιστατικού) που εκβάλλουν σε ένα επιμύθιο. Το ευθυμογράφημα και η σάτιρα είναι τα χιουμοριστικά είδη της δημοσιογραφίας, με ανθρωπολογικό προσανατολισμό το πρώτο, με κοινωνιολογικό προσανατολισμό το δεύτερο. Τέλος, η κριτική είναι μια ξεχωριστή αποικία στο εσωτερικό της σχολιογραφίας, καθώς περιλαμβάνει την παρουσίαση και το σχόλιο για μια σειρά πολιτισμικών / καλλιτεχνικών προϊόντων ή συμβάντων (τηλεοπτική, κινηματογραφική, θεατρική, λογοτεχνική, μουσική, εικαστική, χορού).

    Από τα ήσσονα δημοσιογραφικά είδη αποφασίστηκε να περιληφθεί και το γένος της συμβουλευτικής (Grosse όπ. παραπ.), που στεγάζει τις συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, και τις γαστρονομικές προτάσεις. Τα κείμενα της κατηγορίας αυτής έχουν εύκολα αναγνωρίσιμη οργανωτική δομή και ύφος. Γι' αυτό, θεωρούνται ιδιαίτερα πρόσφορα για τη διδασκαλία λειτουργικών ποικιλιών, αν και το περιεχόμενο τους, σε γενικές γραμμές, δεν συγγενεύει με την ύλη των αναλυτικών προγραμμάτων του σχολείου.

  • Το σώμα κειμένων εκπαιδευτικού λόγου

    Το σώμα του εκπαιδευτικού λόγου, έκτασης δύο εκατομμυρίων στοιχείων, περιλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από σχολικά εγχειρίδια του γυμνασίου και του λυκείου. Στο υλικό αυτό δεν περιλαμβάνονται εγχειρίδια μαθημάτων, όπως είναι τα αρχαιογνωστικά, όπου δεν αφθονεί ο συνεχής λόγος ή περιορίζεται μόνο σε φιλολογικό σχολιασμό. Κατά τα άλλα, καταβλήθηκε προσπάθεια το σώμα να είναι όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικό, να ανθολογηθούν δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερα εγχειρίδια, κυρίως για να αποτυπωθούν τα ειδικά λεξιλόγια των διαφόρων επιστημών. Μάλιστα, δόθηκε έμφαση στα εγχειρίδια τεχνικών και «θετικών» μαθημάτων, που μέχρι τώρα έχουν, περιέργως, παραθεωρηθεί ή υποτιμηθεί ως γλωσσικό υλικό.

    Επειδή ένα σχολικό εγχειρίδιο αποτελεί αυτοδύναμο είδος λόγου (Sager et al. 1980) (με συγκεκριμένο επικοινωνιακό στόχο, αναγνωρίσιμο δυναμικό οργανωτικής δομής και ιδιαίτερα λεξικο-γραμματικά χαρακτηριστικά), η ταξινόμηση του εκπαιδευτικού λόγου δεν μπορεί να ακολουθήσει το μοντέλο της ταξινόμησης του δημοσιογραφικού λόγου. Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να στηριχθούμε σε ιεραρχικά κατώτερες κειμενικές μονάδες, τους κειμενικούς τύπους (text types), δηλαδή την περιγραφή, την αφήγηση, την εξήγηση, την επιχειρηματολογία και την παροχή οδηγιών[5]. Όλα τα σχολικά εγχειρίδια, στο ενδιάμεσο (μεταξύ πρότασης και κειμένου) επίπεδο οργάνωσής τους (Adam 1997b), χρησιμοποιούν τους παραπάνω κειμενικούς τύπους είτε μεμονωμένα ή συνδυαστικά. Οι τύποι αυτοί συχνά ορίζουν μεγάλα αποσπάσματα λόγου (για παράδειγμα, η αφήγηση μιας μάχης, η περιγραφή ενός πειράματος ή η εξήγηση ενός μετεωρολογικού φαινομένου) και γι' αυτό μπορούν να αποτελέσουν ταξινομικό κριτήριο του εκπαιδευτικού λόγου.

    Δεν θα μας απασχολήσουν στο σημείωμα αυτό τα θεωρητικά ζητήματα που συνδέονται με τον αριθμό, το περιεχόμενο και τη λειτουργία των κειμενικών τύπων[6]. Για τις ανάγκες της ταξινόμησης αποσπασμάτων από σχολικά εγχειρίδια υιοθετήθηκε το πρότυπο της (εφαρμοσμένης) συστημικής-λειτουργικής γλωσσολογίας, που πρωτοπορεί στον χώρο της μελέτης και της διδακτικής του σχολικού λόγου, στην Αυστραλία[7]. Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση των κειμενικών τύπων που χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια ταξινόμησης αποσπασμάτων από σχολικά εγχειρίδια.

    Η περιγραφή είναι η διαδικασία που αναπαριστά γνωστικά αντικείμενα διευθετώντάς τα μέσα σε κοινόχρηστα ή τεχνικά σημασιακά πλαίσια. Είδη περιγραφής είναι οι περιγραφές προσώπων, πραγμάτων ή χώρων, οι τεχνικές περιγραφές, οι πληροφοριακές και οι επιστημονικές αναφορές, οι ορισμοί. Η αφήγηση είναι η διαδικασία που συσχετίζει πρόσωπα και συμβάντα μέσα σε χρόνο και τόπο. Μορφές αφήγησης είναι οι προσωπικές εξιστορήσεις, οι αφηγήσεις, οι μύθοι, τα παραμύθια. Η εξήγηση είναι η διαδικασία που συσχετίζει φαινόμενα μέσω χρονικών ή αιτιολογικών ακολουθιών. Περιλαμβάνει εξηγήσεις του πώς ή του γιατί, αποσαφηνίσεις, επεξεργασίες, εκθέσεις. Η παροχή οδηγιών συσχετίζει λογικά ενέργειες ή συμπεριφορές. Τα επιστημονικά πειράματα, οι τεχνικές οδηγίες, οι αναλύσεις διαδικασιών και οι συνταγές είναι είδη που στηρίζονται στην παροχή οδηγιών. Η επιχειρηματολογία είναι η διαδικασία μέσω της οποίας διευρύνεται μια λογική πρόταση για να πεισθούν οι αποδέκτες της να υιοθετήσουν μιαν ορισμένη οπτική γωνία. Επιχειρηματολογία χρησιμοποιούν τα δοκίμια, οι αντιλογικές συζητήσεις, οι κριτικές ανασκοπήσεις, οι ερμηνείες οι αξιολογήσεις.

    Τα κείμενα που επιλέγονται για τα νέα σώματα κειμένων συνοδεύονται από το περικείμενό τους: πηγή, τίτλο, συγγραφέα κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για την ερμηνευτική τους επεξεργασία ενώ, παράλληλα, επιτρέπουν την αναζήτηση των κειμένων και βάσει των πληροφοριών που σχετίζονται με την προέλευσή τους.

    Το ολοκληρωμένο περιβάλλον που θα αναπτυχθεί θα προσφέρει στους χρήστες μια μεγάλη δεξαμενή μη κατασκευασμένου γλωσσικού υλικού, ταξινομημένου σε «λόγους», κειμενικά είδη και κειμενικούς τύπους. Έτσι, με τη βοήθεια των υπολογιστικών εργαλείων (ηλεκτρονικών λεξικών), θα μπορούν να μελετούν ή να διδάσκουν τη νέα ελληνική ως γλωσσικό σύστημα (μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο κ.ά.) και ως σύστημα χρήσεων μέσα από αυθεντικά δείγματα λόγου και μέσα στα πραγματικά συμφραζόμενα παραγωγής του.

  • Βιβλιογραφικές αναφορές
    1. AdamJ.-M. (1997a). "Unités rédactionnelles et genres discursifs: cadre général pour une approche de la presse écrite", Pratiques 94: 3-18.
    2. Adam J.-M. (1997b). "Genres, textes, discours : pour une reconception linguistique du concept du genre", Revue Belge de Philologie et d'Histoire 75: 665-682.
    3. Adam J.-M. (2001). "Types de textes ou genres de discours? Comment classer les textes qui disent de et comment faire ?", Langages 141: 10-27.
    4. Bell A. (1991). The Language of News Media. Oxford: Blackwell.
    5. Charaudeau P. (1997). Le Discours d'information médiatique. La construction du miroir social. Paris: Nathan-INA.
    6. Cicurel F. (1991). Lectures interactives en langues étrangères. Ch. 3. Lire des textes authentiques / 3.1. Les textes médiatiques. Paris: Hachette.
    7. Durrer S. (2001). "De quelques affinités génériques du billet", Semen 13: 163-185.
    8. Grosse E.-U. (2001). "Evolution et typologie des genres journalistiques. Essai d'une vue d'ensemble", Semen 13: 15-36.
    9. Hoey M. (2000). Textual Interaction. An introduction to written discourse analysis. London & New York: Routledge.
    10. Lochard G. (1996). "Genres rédactionnels et apprehension de l'événement médiatique. Vers un déclin des «modes configurants»? Réseaux 76: 83-102.
    11. Macken-Horarik M. (2001). "'Something to Shoot For': A Systemic Functional Approach to Teaching Genre in Secondary School Science", στο: Johns A. (ed.) Genre in the Classroom. Multiple Perspectives, 17-42. Mahwah, N.J.: Lawrence Erlbaum.
    12. Paltridge B. (2000). Making Sense of Discourse Analysis. Gold Coast, Australia: Antipodean Educational Enterprises.
    13. Pilegaard M. & F. Frandsen (1996). "Text type", στο: Verschueren J. (ed.) Handbook of pragmatics 1996, 1-13. Amsterdam: John Benjamins.
    14. Sager J. et al. (1980). English Special Languages. Principles and practice in science and technology. Wiesbaden: Brandstetter.
    15. Ungerer F. (1999). "Newspapers as Text Ensembles", στο: Diller H.-J., E. Otto & G. Stratmann (eds) English Via Various Media, 17-38. Heidelberg: Winter.

    1 Βλ. ενδεικτικά Ungerer (1999), όπου ο συγγραφέας συνεξετάζει τα περιεχόμενα τεσσάρων μεγάλων αγγλικών και αμερικανικών εφημερίδων, για να δείξει την απουσία θεματικών στηλών από έντυπο σε έντυπο και την αναντιστοιχία μεταξύ επικεφαλίδων και κειμενικών ειδών.

    2 Προκειμένου να μη συρρικνωθεί το υπάρχον σώμα της 'Μακεδονίας', αποφασίστηκε να διατηρηθούν τα κείμενα που ανήκουν στα περιφερειακά γένη της δημοσιογραφίας, την ψυχαγωγία (π.χ. σταυρόλεξα), τη διαφήμιση, τις χρηστικές πληροφορίες (π.χ. προγράμματα τηλεόρασης, δελτία καιρού) ή τη στήλη των αναγνωστών.

    3 Καταλληλότερη για την απεικόνιση της «αποικίας» των ειδών του ελληνικού δημοσιογραφικού λόγου τυπολογία κρίθηκε εκείνη του Grosse (2001), που εκφράζει τη γαλλική παράδοση. O ελληνικός τύπος φαίνεται να συγγενεύει περισσότερο με τον γαλλικό (πιθανόν επειδή τα πρότυπα της δημοσιογραφίας του νέου ελληνικού κράτους ήταν γαλλικά) παρά με τον αγγλοσαξονικό. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε και η τυπολογία του Bell (1991), όχι μόνο επειδή διευκόλυνε την ταξινόμηση του υλικού αλλά κυρίως επειδή έχει σωστή αίσθηση της ιεραρχίας των δημοσιογραφικών ειδών και αποτυπώνει μια μακρόχρονη επαγγελματική παράδοση, η οποία διηθείται μέσα από τα κριτήρια του αναλυτή. Αποφεύχθηκε η χρήση τυπολογιών που απαντούν σε επαγγελματικά εγχειρίδια δημοσιογραφίας, γιατί, όπως έχει δείξει πειστικά ο Adam (1997a: 7-11), δεν υπάρχει σ' αυτά συστηματική ειδολογική θεωρία και, συνεπώς, ούτε σύμπτωση στην ονοματοθεσία των ειδών λόγου. Συμβατές με την προτεινόμενη τυπολογία είναι και οι ταξινομικές προτάσεις της Cicurel (1991) και του Lochard (1996).

    4 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια (από τις ελάχιστες στη σχετική βιβλιογραφία) της Durrer (2001) να υποκατηγοριοποιήσει το γένος του δημοσιογραφικού σχολιασμού, επιστρατεύοντας κριτήρια εξωκειμενικά (επικοινωνιακός στόχος, μέγεθος, χωροθέτηση κ.ά.) και ενδοκειμενικά (θεματική, εκφορά λόγου, τόνος κ.ά.).

    5 Για μια εισαγωγική παρουσίαση της εν λόγω έννοιας και των προβλημάτων που αφορούν τις επικαλύψεις της με άλλες παρεμφερείς, όπως η έννοια 'είδος λόγου' (genre) ή 'λειτουργική ποικιλία' (register) , βλ. Pilegaard & Frandsen (1996).

    6 Ωστόσο, για μια ευφυή ανασύνθεση του προβλήματος αυτού βλ. Adam (2001).

    7 Για μια αντιπροσωπευτική εικόνα των θεμελιωδών κειμενικών τύπων που χρησιμοποιούνται σε σχολικά εγχειρίδια της Αυστραλίας βλ. Paltridge (2000) και Macken-Horarik (2001).

Ομάδα εργασίας

Επιστημονική ευθύνη
Ευσταθιάδης Στάθης, Διευθυντής του Τμήματος Στήριξης και Προβολής της Ελληνικής Γλώσσας του Κ.Ε.Γ., Ομ. Καθηγητής εφαρμοσμένης γλωσσολογίας του Α.Π.Θ.
Αντωνοπούλου Νιόβη, επ. Καθηγήτρια εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ.
Συντονισμός
Αντωνοπούλου Νιόβη, επ. καθηγήτρια εφαρμοσμένης γλωσσολογίας του Α.Π.Θ.
Συνεργάστηκαν
Καρακύργιου Μαρία
Ηλεκτρονικός Σχεδιασμός
Κ. Θεοδωρίδης