Νέα ελληνική
Περίληψη: θεωρία και εφαρμογές
Περίληψη: θεωρία και εφαρμογές
- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- 1. Αποτελεί ξεχωριστό είδος κειμένου η περίληψη;
- 2. Τυπολογία της περίληψης
- 3. Περίληψη συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.1 Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.2 Οι γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.2.1 Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως διαδικασίας [summarization]
- 3.2.1.1 Λειτουργίες παράφρασης
- 3.2.1.2 Λειτουργίες πύκνωσης
- 3.2.1.3 Λειτουργίες επέκτασης
- 3.2.2 Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως προϊόντος [summary]
- 3.3 Τα γλωσσικά μέσα της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.3.1. Το μήκος της περίληψης
- 3.3.2 Το ύφος της περίληψης
- 3.3.3. Η συνοχή της περίληψης
- 4. Περίληψη συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
- 4.1 Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
- 4.2. Οι γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
- 4.3. Τα γλωσσικά μέσα της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
3.2.2 Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως προϊόντος [summary]
Οι γνωσιακές λειτουργίες που περιγράφηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο ακολουθούν μια πορεία επαγωγικού -τρόπον τινά- τύπου, με την έννοια ότι εφαρμόζονται στις προτάσεις του πρωτοτύπου (τη "μικροδομή" σύμφωνα με τον vanDijk), από τις οποίες αποσπώνται πληροφορίες και ανασυντίθενται σ' ένα υψηλότερο επίπεδο (τη "μακροδομή" του πρωτοτύπου, δηλαδή την περίληψη). Η πορεία αυτή, που συνήθως χαρακτηρίζεται ως "bottom-upmodel", δηλαδή 'από κάτω προς τα πάνω', όπου το "κάτω" (ο "βυθός") είναι το πρωτότυπο και το "πάνω" (η "επιφάνεια") είναι οι μετασχηματισμένες πληροφορίες του που θα καταλήξουν στο κείμενο-περίληψη), αποτελεί στην πραγματικότητα μια δομική-μετασχηματιστική (ή "κάθετη" και "οριζόντια", όπως την ονομάσαμε) ανάλυση της μορφής του πρωτοτύπου. Βέβαια, η δομική ανάλυση και ο μετασχηματισμός ενός κειμένου ποτέ δεν μπορούν να γίνουν εν αγνοία του περιεχομένου του. Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι οι γνωσιακές λειτουργίες παράφρασης, πύκνωσης και σχολιασμού της οργάνωσης του αρχικού κειμένου επεμβαίνουν, από τη στιγμή που ξεκινά η ανάγνωση και μέχρι την ολοκλήρωση της περίληψης, όχι τόσο στη δομή του περιεχομένου όσο στη δομή της μορφής του.
Στο κεφάλαιο αυτό θα περιγραφούν οι γνωσιακές λειτουργίες που ακολουθούν την αντίθετη πορεία, την τρόπον τινά παραγωγική. Εφαρμόζονται στο πρωτότυπο ακολουθώντας το λεγόμενο "top-downmodel", δηλαδή 'από πάνω προς τα κάτω' (εδώ "κορυφή" είναι το πρωτότυπο ως ολότητα και "βάση" είναι η περίληψή του ως ολότητα) και αποσκοπούν στην αναπαράσταση της δομής του περιεχομένου. Ούτε η ανάλυση του περιεχομένου ενός κειμένου μπορεί να γίνει εν αγνοία της δομής της μορφής του, γι' αυτό και οι δύο πορείες συναντώνται υποχρεωτικά μέχρι να ολοκληρωθεί το εγχείρημα, που είναι η σύνταξη μιας αποτελεσματικής και αντιπροσωπευτικής του πρωτοτύπου περίληψης.
Τα περισσότερα εγχειρίδια έκθεσης, ακολουθώντας το ιεραρχικό πρότυπο της παραγράφου, προϋποθέτοντας δηλαδή -περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά- ότι τα αποδεικτικού ή στοχαστικού χαρακτήρα κείμενα -τουλάχιστον αυτά- συντάσσονται πάνω σ' ένα καθολικού χαρακτήρα μοντέλο ανάπτυξης μιας απόφανσης, ενός ισχυρισμού (θέμα [topic] ® επαναδιατύπωση του θέματος [restatement] ® αποσαφήνιση του θέματος [illustration], σύμφωνα με το "ταγμημικό [tagmemic] πρότυπο" του K. L. Pike), προτείνουν ένα σχεδόν ρυθμιστικό τρόπο ανασύνθεσης του περιεχομένου ενός κειμένου. Ο τρόπος αυτός υποτίθεται ότι διευκολύνει τους μαθητές στη σύνταξη της περίληψης και ίσως να συμβαίνει αυτό σε περιπτώσεις όπου το παραπάνω πρότυπο μπορεί να εφαρμοστεί στο κείμενο που συνοψίζεται. Όμως, οι επαγγελματίες συγγραφείς ή, γενικά, όσοι γράφουν δημιουργικά δεν δεσμεύονται από τέτοια πρότυπα, όσο κι αν η ανάπτυξη μιας θέσης ή ενός θέματος συνήθως αυτή την καθοδική προς την τεκμηρίωση πορεία ακολουθεί. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου το προγραμματικό σχέδιο ενός κειμένου δεν ανακλάται στη ρητορική δομή του (τη διάρθρωση των μερών του) και όπου μόνο με μια αναδρομική ματιά μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς συνδέονται τα μέρη με την ολότητα του κειμένου, είναι αναγκαία η αναδιευθέτηση του περιεχομένου και όχι η απλή καταλογογράφηση των θεμάτων και των υποθεμάτων με τη σειρά που εμφανίζονται (Shaughnessy 1979). Αφήνουμε κατά μέρος τα λογοτεχνικά ή τα υβριδικά κείμενα (όσα δηλαδή, χωρίς να είναι "καθαρά" λογοτεχνικά, έχουν και αξιώσεις λογοτεχνικότητας) ή τον συνομιλιακό λόγο, όπου το ανωτέρω πρότυπο σπάνια θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Η πίεση της παράδοσης, πάντως, δεν μας επιτρέπει να αγνοήσουμε την "ταγμημική" προσέγγιση της περίληψης σε ό,τι αφορά την απεικόνιση της δομής του περιεχομένου, εφιστούμε όμως την προσοχή στον κίνδυνο της τυποποίησης αυτής της διαδικασίας και παράλληλα επισημαίνουμε ότι, ακόμη κι όταν μια περίληψη ακολουθεί κατά βήμα τη σειρά ανάπτυξης των θεμάτων του πρωτοτύπου, ο συντάκτης της (άρα και ο μαθητής) εμπλέκεται σε αλλεπάλληλες κριτικές επιλογές απαλείφοντας και προκρίνοντας πληροφορίες από το πρωτότυπο.
Ο Werlich (ό.π., 87-89), ακολουθεί το παραπάνω πρότυπο και δίνει με ευσύνοπτο τρόπο τις γνωσιακές λειτουργίες -"βήματα" τις ονομάζει, αντιμετωπίζοντάς τες ως μέρη μιας ενιαίας διαδικασίας - που οδηγούν στη συνοπτική απεικόνιση του περιεχομένου ενός κειμένου αφετηρίας (πρβ. Guth 1965· Shaughnessy 1979· Παναγίδης et al. 1984· Zydatiβ 1989). Είναι η ανάγνωση [reading], η διαίρεση [dividing], η υπογράμμιση [underlining] και ο σχεδιασμός [outlining]. Προηγείται, κατά τον συγγραφέα, η συστηματική ανάλυση των πληροφοριακών μονάδων του αρχικού κειμένου (ανάγνωση / διαίρεση) και ο καθορισμός της θεματικής δομής και των θεματικών προτάσεών του (υπογράμμιση) και εν συνεχεία ακολουθεί η σύνθεση του σχεδιαγράμματος (σχεδιασμός) και η σύνταξη της περίληψης.
Στη συνέχεια προτείνεται μια εφαρμογή της πρότασης του Werlich, η οποία σε γενικές γραμμές ακολουθείται από όλα τα εγχειρίδια που ενδιαφέρονται για τις διδακτικές χρήσεις της περίληψης. Επιλέξαμε δύο δοκιμιακά κείμενα από το βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου: αυτό του Β. Τατάκη, Η φωνή των πατέρων και εκείνο του Ε. Παπανούτσου, Το σχετικό και το απόλυτο . Μεταξύ τους υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: το πρώτο είναι "ορθόδοξο" δοκίμιο μικρής έκτασης, άρα ευσύνοπτο, κι ας έχει τις μικρές του ιδιαιτερότητες, όπως θα δούμε, κι ας μην ακολουθεί δηλαδή το πρότυπο της παραγράφου με τον τρόπο που θα ήθελε μια ρυθμιστική θεωρία της παραγράφου -πράγμα που κατά κανόνα δεν συμβαίνει στον δημιουργικό επαγγελματικό λόγο-, ενώ το δεύτερο είναι ένα δοκίμιο-υβρίδιο ανάμεσα στην αφήγηση και την πειθώ, που δημιουργεί μεγαλύτερες δυσχέρειες στην εφαρμογή της παραπάνω θεωρητικής πρότασης, μ' άλλα λόγια στην ανίχνευση των συγκεκριμένων γνωσιακών λειτουργιών που θα απαιτούνταν να επιτελεστούν για να προκύψει μια περίληψή του.
Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου Η φωνή των πατέρων μας οδηγεί καταρχήν στην αναγνώριση πέντε τυπογραφικών παραγράφων. Αλλά η τυπογραφική παράγραφος δεν είναι απαραίτητα και θεματική παράγραφος. Αυτό σημαίνει ότι μια τυπογραφική παράγραφος μπορεί να περιλαμβάνει την ανάπτυξη δύο θεμάτων [topics] ή, αλλιώτικα, την απόδοση δύο διαφορετικών κατηγορημάτων (ή σχολίων ή νέων πληροφοριών) στο ίδιο υποκείμενο, δηλαδή το θέμα της παραγράφου. Και το φαινόμενο αυτό δεν σπανίζει σε επαγγελματίες συγγραφείς, όταν η αίσθηση οργάνωσης του υλικού που πραγματεύονται τούς οδηγεί στη συμπερίληψη δύο υποθεμάτων κάτω από τη στέγη της ίδιας (τυπογραφικής) παραγράφου. Και για να επιστρέψουμε και πάλι στο κείμενο: στην τέταρτη παράγραφο ("Δεν μπορούμε... την πλούτιζε") διακρίνουμε δύο υποθέματα, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, οπότε ο αριθμός των θεματικών παραγράφων ανεβαίνει στις έξι.
Υποθέτουμε ότι το κείμενό μας δεν απαιτεί αναδιευθέτηση της επιχειρηματολογίας του, κι αυτό γιατί η πορεία της δεν είναι ανορθόδοξη (παρουσίαση της στάσης που ανασκευάζεται ® αντιπαράθεση σ' αυτήν της στάσης που προκρίνεται (=θέση του συγγραφέα) ® αποσαφήνιση του κατηγορήματος της θέσης ® επαναδιατύπωση της θέσης διευρυμένης ® εμπειρικός έλεγχος πάνω σε δεδομένη εθνική ομάδα ® αρνητική αξιολόγηση της στάσης της ® υπόδειξη της δέουσας συμπεριφοράς ® επαναδιατύπωση της αρχικής θέσης). Η αναγνώριση του ιστού της επιχειρηματολογίας συμβαδίζει με την αναγνώριση του προβλήματος που απασχολεί τον συγγραφέα (εδώ πρόκειται για τη στάση που πρέπει να τηρούμε απέναντι στην πνευματική παρακαταθήκη του παρελθόντος), αφού ως γνωστόν κάθε κείμενο επιχειρηματολογίας συγκροτείται γύρω από μια θέση, μια σκοπιά θέασης από την οποία εξετάζεται ένα πρόβλημα, δηλαδή ένα επίμαχο ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί από τουλάχιστον δύο διαφορετικές οπτικές. Βοήθεια στην αναγνώριση του προβλήματος που πραγματεύεται ένα αποδεικτικό κείμενο μπορεί να προσφέρει και η ανάγνωση του τίτλου, ο οποίος όμως συχνά είναι υπαινικτικός, όπως και στο εν λόγω κείμενο, όπου η μεταφορά "φωνή" αναγνωρίζεται μόνον αφού διαβαστεί το κείμενο, όπως και η επέκταση της σημασίας της γενικής "των πατέρων". Η αναγνώριση του προβλήματος και η παρουσίασή του στην αρχή της περίληψης είναι εντελώς απαραίτητη σε περιλήψεις κειμένων με θέση, γιατί έτσι διευκολύνεται η κατανόηση από τον αναγνώστη (της περίληψης) της θέσης που υιοθετεί ο συγγραφέας του πρωτοτύπου.
Προχωρούμε στη συνέχεια σε μια δεύτερη, κατά παραγράφους, κρίσιμη ανάγνωση, που θα μας υποδείξει όχι μόνο το θέμα της κάθε μιας -αδιάφορο αν αυτό είναι ρητά διατυπωμένο ή πρέπει να συναχθεί με μια κίνηση επιδιωκόμενης συναγωγής (βλ. παραπάνω τις "γνωσιακές λειτουργίες παράφρασης"), ή επιλογής / σύνθεσης (βλ. παραπάνω τις "γνωσιακές λειτουργίες πύκνωσης")- αλλά και τις γλωσσικές / γνωσιακές πράξεις που επιτελεί ο συγγραφέας κατά την ανάπτυξη του κάθε υποθέματος. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ένα περίπλοκο και πολυσυζητημένο ζήτημα στην ανάλυση περιεχομένου είναι ο καθορισμός των κειμενικών μονάδων νοήματος (γραμματικών προτάσεων ή λογικών προτάσεων ή σημασιολογικών μονάδων ή θεματικών μονάδων κ.ά.) τις οποίες θα αναγνωρίσουμε σε ένα κείμενο και στις οποίες θα στηρίξουμε την αναπαράσταση του δικτύου των πληροφοριών του (Seidlhofer ό.π. 170-176), ζήτημα που ξεπερνά τις φιλοδοξίες αυτού του κειμένου. Η λύση που προτείναμε πιο πάνω υπονοεί γνωστές λογικές / σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ προτάσεων (αιτιολόγηση, αξιολόγηση, επαγωγικό ή παραγωγικό συναγόμενο κ.ά.), που μαζί με τις προτροπές και τις υποδείξεις -δεν σπανίζουν σε επαγγελματικά δοκίμια- μετατρέπονται σε γλωσσικές πράξεις μέσα στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας και, επιπλέον, μπορούν μεταγλωσσικά να δηλωθούν στην περίληψη.
Έτσι, στην §1 διακρίνουμε: α) την περιγραφή της στάσης των περισσότερων ανθρώπων απέναντι στην παράδοση (επαγωγικό συμπέρασμα) ["Ενοχλεί γενικά... που πέρασαν"], β) την αιτιολόγησή της ["Θέλει ... τη δική του συμβολή"], γ) την αρνητική αξιολόγηση της στάσης αυτής ["Μικρόχαρη η στάση αυτή"], δ) την αιτιολόγηση της αρνητικής αξιολόγησης ["περιορίζει τον άνθρωπο ... δημιουργεί ιστορία"], που ισοδυναμεί με αναίρεση της τέτοιας στάσης απέναντι στην παράδοση και την υποδήλωση της αντίθετης, και ε) τις προκείμενες ενός παραγωγικού συλλογισμού ["Δημιουργός ιστορίας... γεμάτα και ιστορία"] που οδηγεί σ' ένα μη ρητό αξιολογικό συμπέρασμα, το οποίο όμως αποτελεί τη θέση του συγγραφέα.
Η §2 δεν είναι τίποτε άλλο από μια αποσαφήνιση (σε επίπεδο μεγάλης γενικότητας) της θέσης του συγγραφέα, που διατυπώθηκε στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου, και οικοδομείται πάνω στην αντίθεση των χαρακτηριστικών του ιστορικού γεγονότος, έννοιας που αντικαθιστά εκείνη της ιστορικής συνέχειας. Η παράγραφος είναι δομικά εξαρτημένη από την προηγούμενη, γι' αυτό στην περίληψη μπορεί να εκπροσωπηθεί με δευτερεύουσα πρόταση. Η §3 είναι επαναδιατύπωση ή, καλύτερα, η πρώτη ρητή διατύπωση της κεντρικής θέσης του κειμένου πλαισιωμένη από μια διευκρίνιση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναβιβαστεί (με επιλογή, βλ. "λειτουργίες παράφρασης") στο επίπεδο της μακροδομής.
Η §4 περιλαμβάνει δύο υποθέματα και γι' αυτό ισχυριστήκαμε ότι ουσιαστικά συγκροτείται από δύο θεματικές παραγράφους: αυτήν που περιλαμβάνει τον εμπειρικό έλεγχο και την αρνητική αξιολόγηση της στάσης των Νεοελλήνων απέναντι στην πρόσφατη παράδοσή τους ["Δεν μπορούμε... όσο πρέπει"] και εκείνη που συνοψίζει τις προϋποθέσεις για μια δημιουργική σχέση με την παράδοση ["Είναι γνωστό όμως... και την πλούτιζε"]. Το κείμενο ολοκληρώνεται (§5) με παράφραση της κεντρικής θέσης και με μιαν υπόδειξη που ξαφνιάζει ελαφρά, πάντως μπορεί να συναχθεί από τις προϋποθέσεις της §4 (μελέτη της παράδοσης ®μελετητές της).
Η "αποσυνθετική"/ "ανασυνθετική" ανάγνωση που προηγήθηκε μας επιτρέπει τώρα να προχωρήσουμε στην κατάστρωση ενός σχεδίου που θα συγκροτεί τις γνωσιακές / γλωσσικές πράξεις του συγγραφέα και θα αναπαριστά τη δομή του περιεχομένου του δοκιμίου, αφού όμως παράλληλα ενεργοποιηθούν και οι κατάλληλες λειτουργίες παράφρασης και πύκνωσης του πρωτοτύπου. Θα περιληφθούν οι κύριες ιδέες (ρητές ή υπόρρητες) των θεματικών παραγράφων και όσες από τις υποστηρικτικές ιδέες απαιτούνται για την πιστή απόδοση του περιεχομένου. Όλες οι λεπτομέρειες, δηλαδή όλο το φάσμα των τεκμηρίων, θα παραλειφθούν (πρβ. Tomola 1984). Μπορεί, λοιπόν, να προκύψει ένα θεματικό ή προτασιακό διάγραμμα δύο επιπέδων βάθους σαν αυτό:
Ο άνθρωπος είναι δημιουργός ιστορίας, πράγμα που σημαίνει ότι το παρόν του νοηματοδοτείται και γονιμοποιείται μέσα από την οργανική σύνδεσή του με το παρελθόν
|
|
Αν η μια όψη των ιστορικών γεγονότων είναι η μοναδικότητά τους, η άλλη τους όψη είναι η σύνδεσή τους με το πριν και το μετά της ιστορικής συνέχειας | |
Η ιστορική συνείδηση, δηλαδή η γνώση της παράδοσης ενός πολιτισμού, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργική πορεία των ατόμων και των λαών. | |
|
|
Η προκοπή βίου είναι αδύνατη χωρίς την ουσιαστική γνώση του παρελθόντος. Σ' αυτό πρέπει να είναι μεγάλη η συμβολή των ανθρώπων που κατεξοχήν μελετούν την παράδοση, των πνευματικών ηγετών κάθε γενιάς |
Στηριζόμενοι στο σχέδιο αυτό και προσθέτοντας δύο ακόμη στοιχεία, το πρόβλημα που απασχολεί τον συγγραφέα (το θέμα του κειμένου) και τις μεταγλωσσικές ενδείξεις της διάρθρωσης του περιεχομένου, προχωρούμε στη σύνταξη του κειμένου της περίληψης, όπως αυτό:
Στο δοκίμιό του σχετικά με τη στάση που οφείλουμε να υιοθετήσουμε απέναντι στο πνευματικό κεφάλαιο του παρελθόντος, ο Β. Τατάκης διαπιστώνει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος αρέσκεται να αυτοπροσδιορίζεται εγωιστικά εν αγνοία της πολιτισμικής του παράδοσης, γεγονός που δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ζει μέσα στην ιστορική συνέχεια, και αντιτείνει ότι το παρόν του ανθρώπου νοηματοδοτείται και γονιμοποιείται μόνο μέσα από την οργανική του σύνδεση με το παρελθόν, αφού η μοναδικότητα του "τώρα" είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με τη συνέχεια που ξεκινά από το "χθες". Έτσι, καταλήγει στην άποψη ότι η ιστορική συνείδηση με τη μορφή της βαθιάς γνώσης της παράδοσης είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη δημιουργική πορεία του σύγχρονου ανθρώπου. Από τη σκοπιά αυτή ελέγχει τη στάση των Νεοελλήνων απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν τους και διαπιστώνει ότι είναι επιπόλαιη, γιατί δεν στηρίζεται στη μελέτη και τη γνώση του. Αυτή είναι, υπογραμμίζει, και η μοναδική οδός για μια γόνιμη μελλοντική πορεία των ανθρώπων και των εθνών, δηλαδή η αναδίφηση του πολιτισμικού παρελθόντος και η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το συνεχίζουμε οργανικά. Στη διαδικασία αυτή, καταλήγει, πολύτιμη θα είναι η συμβολή των πνευματικών ανθρώπων, που έχουν υποχρέωση να μελετούν και να προβάλλουν την αξία της παράδοσης.
Το δεύτερο δοκίμιο που θα εξετάσουμε, Το σχετικό και το απόλυτο του Ε. Παπανούτσου, είναι ένα πολυτυπικό, ειδολογικά ετερογενές κείμενο, που συνδυάζει την αφήγηση με την πειθώ του δοκιμίου, με κυρίαρχη όμως την πειθώ, και την αφήγηση σε ρόλο υπηρέτριας της σχολιαστικής και αποδεικτικής διαδικασίας. Θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το αφηγηματικό μέρος του δοκιμίου, γιατί εκεί δεν μπορεί να εφαρμοστεί το "ταγμημικό" πρότυπο της παραγράφου. Χρειάζεται ένα μοντέλο που θα προβλέπει τη διάταξη των μερών (επεισοδίων) μιας αφήγησης (όχι μυθοπλαστικής απαραίτητα), όπως το μοντέλο των Labov & Waletzky, που υποστηρίζει ότι η δομή μιας οποιασδήποτε αφήγησης περιλαμβάνει τα εξής μέρη: τον προσανατολισμό, την "περιπέτεια", την αξιολόγησή της, τη λύση και την κατάληξη της αφήγησης. Με οδηγό αυτό το μοντέλο μπορούμε να συνοψίσουμε το περιεχόμενο της αφήγησης με την οποία ξεκινά το δοκίμιο, αφού την εντάξουμε στη συνολική του δομή ύστερα από την πρώτη ανάγνωση που θα επιχειρήσουμε.
Ο συγγραφέας καταρχήν προσανατολίζει την αφήγηση δίνοντας τον χώρο, τον χρόνο και την κατάσταση από την οποία εκκινεί η μικρή ιστορία που του έδωσε την αφορμή να γράψει το δοκίμιο, που του πρόσφερε δηλαδή το αντικείμενο του προβληματισμού του. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας αφηγείται φωναχτά στους επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου μια "περιπέτεια" που της συνέβη το προηγούμενο βράδυ (αφήγηση εγκιβωτισμένη στην αφήγηση του συγγραφέα) κι αυτή η "περιπέτειά" της -στο τέλος θα φανεί ότι μπορεί και να μην ήταν- γίνεται και η "περιπέτεια" της αφήγησης του συγγραφέα, από τη στιγμή που πυροδοτεί τις αντιδράσεις των ακροατών της ανατρέποντας την αρχική ισορροπία. Η συνέχεια αποτελεί την ανάπτυξη της ιστορίας, όπου συμπλέκονται τα σχόλια του αφηγητή (αξιολόγηση) με τις παρεμβάσεις των προσώπων της ιστορίας, μέχρι την τελική ανατροπή (λύση), με την οποία ολοκληρώνεται το αφηγηματικό τμήμα του δοκιμίου. Τότε μόνον ο συγγραφέας παρουσιάζει με σαφήνεια το πρόβλημα που τον απασχολεί, ενώ παράλληλα δηλώνει και τη θέση του απέναντι σ' αυτό. Η συνέχεια είναι ενδιαφέρουσα, γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας κωδικοποιεί τις αντιδράσεις των συνομιλητών της πρωταγωνίστριας, στην πραγματικότητα τις ποικίλες στάσεις των ανθρώπων απέναντι στο πρόβλημα της σχετικότητας των ηθικών κρίσεων, προσφέροντάς μας κατ' αυτό τον τρόπο μια σύνοψη της αφήγησής του. Μετά από μια σειρά διευκρινίσεων γύρω από το πρόβλημα και μια μεταβατική παράγραφο, που μας εισάγει στο καθαρά αποδεικτικό μέρος του δοκιμίου, περιγράφονται οι δύο δυνατές μέθοδοι προσέγγισης του προβλήματος (δογματική / σκεπτικιστική), αποσαφηνίζεται περαιτέρω η τελευταία, που αποτελεί και τη στάση την οποία υιοθετεί ο συγγραφέας, και το δοκίμιο τελειώνει με την εφαρμογή της στο συζητούμενο πρόβλημα.
Για λόγους συντομίας θα αποφύγουμε την αναλυτική περιγραφή των βημάτων της δεύτερης ανάγνωσης. Παρακολουθώντας τα επεισόδια της μικρής ιστορίας θα δώσουμε τις εγγραφές εκείνες που θα αποτελέσουν το υλικό της περίληψης, εγγραφές που σημειώνουν τις "κορυφές" της αφήγησης, κατ' αντιστοιχία προς το ιεραρχικό ("ταγμημικό") μοντέλο της παραγράφου, που επιχειρεί να αναδείξει τις "κορυφές" μιας επιχειρηματολογίας. Ακολουθεί ένα διάγραμμα της παραπάνω αφήγησης:
Ένα πρωί μέσα σ' ένα αστικό λεωφορείο μια μεσόκοπη κυρία που κάθεται δίπλα στον εισπράκτορα διηγείται στους λιγοστούς επιβάτες του λεωφορείου την "περιπέτειά" της της προηγούμενης βραδιάς
|
|
Ο αδιάφορος παρακαθήμενος επιβάτης υποβαθμίζει το γεγονός λέγοντας ότι θα μπορούσαν να ήσαν και χειρότερα τα πράγματα: να ήταν κίβδηλο και το άλλο κέρμα. | |
Η κυρία εξάπτεται από την αντιμετώπιση αυτή και αντιτείνει ότι το να χάσεις έστω και λίγα χρήματα από δόλο κάποιου δεν είναι ασήμαντο πράγμα. | |
Ένας άλλος συνεπιβάτης, υπερασπιζόμενος την ιδέα της ιδιοκτησίας, υποδεικνύει στην κυρία να καταφύγει αμέσως στην Αστυνομία. | |
Ο εισπράκτορας, που μπαίνει στη συζήτηση, επιχειρεί να "αθωώσει" τον οδηγό του ταξί υποθέτοντας ότι θα μπορούσε κι εκείνος να είχε εξαπατηθεί με τον ίδιο τρόπο από άλλον επιβάτη. | |
Στην κατεύθυνση της "αθώωσης" κινείται και η παρέμβαση του επόμενου συνομιλητή, που υποθέτει ότι ο οδηγός του ταξί ίσως αντιλήφθηκε την εξαπάτησή του και προτίμησε σιωπηρά να μεταθέσει τη ζημιά του στη μεσόκοπη κυρία. | |
Ένας πιο απομακρυσμένος επιβάτης αντιδρά με ζήλο στις απόψεις των δύο προηγούμενων και υπεραμύνεται του νόμου, που πρέπει να τιμωρεί τους κλέφτες, για να μην διαλυθεί η κοινωνία. | |
Ο επόμενος ομιλητής ζητά από την κυρία να του δείξει το κίβδηλο νόμισμα, προκειμένου να ικανοποιήσει την περιέργειά του. | |
Ο εισπράκτορας, όταν το βλέπει, εκτιμά ότι δεν είναι κίβδηλο, απλώς είναι μικρής αξίας, κάτι που, κατά τη γνώμη του, μειώνει το ύψος της ζημίας. | |
Ο τελευταίος ομιλητής, που είναι συλλέκτης νομισμάτων, αναγνωρίζει την αληθινή ταυτότητα του "κίβδηλου" κέρματος, ζητά να το αγοράσει προσφέροντας το ποσό που υποτίθεται ότι έχασε η κυρία, εκείνη δέχεται και η "περιπέτειά" της τελειώνει μ' αυτό τον απροσδόκητο τρόπο. |
Επειδή ο στόχος της αφήγησης είναι η προετοιμασία του στοχαστικού μέρους του δοκιμίου και η καταγραφή των στάσεων απέναντι στο πρόβλημα του σχετικού ή απόλυτου χαρακτήρα των ηθικών κρίσεων, και επειδή τη μερίδα του λέοντος στην αφήγηση δεν καταλαμβάνει η "περιπέτεια" αλλά η αξιολόγησή της με τις αφηγημένες απόψεις των συνεπιβατών της μεσόκοπης κυρίας, μπορούμε στην περίληψη να ομαδοποιήσουμε, με ιδεολογικά κριτήρια, τις αντιδράσεις των δευτεραγωνιστών της ιστορίας ανατρέποντας τη σειρά με την οποία διατυπώνονται, προκειμένου στο μυαλό του αναγνώστη της περίληψης να μείνει η εντύπωση μιας χαρτογράφησης στάσεων που προδιαγράφουν την ανάλυση η οποία ακολουθεί, και όχι η εξέλιξη και οι λεπτομέρειες μιας ασήμαντης κατά τα άλλα ιστορίας. Είναι αυτονόητο ότι από τη σύνοψη της περίληψης δεν θα λείπουν οι μεταγλωσσικές φράσεις που θα σχολιάζουν τις κινήσεις του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ακολουθεί η περίληψη του αφηγηματικού μέρους του δοκιμίου:
Το πρόβλημα που απασχολεί τον Ε. Παπανούτσο στο δοκίμιό του είναι η σχετικότητα ή μη των ηθικών κρίσεων. Προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο στη συστηματική ανάλυση ενός τόσο αμφιλεγόμενου ζητήματος παραθέτει στην αρχή μια μικρή ιστορία, την οποία διηγείται στους λιγοστούς επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου μια κυρία οργισμένη: έπεσε, λέει, το προηγούμενο βράδυ θύμα του δόλου ενός οδηγού ταξί, ο οποίος της έδωσε για ρέστα δύο κέρματα και το ένα από αυτά ήταν κάλπικο. Από τους συνομιλητές της ένας υποβαθμίζει το συμβάν και ειρωνεύεται την οργή της, δύο άλλοι επιχειρούν να βρουν ελαφρυντικά υπέρ του οδηγού (ότι μπορεί κι ο ίδιος να είχε πέσει θύμα εξαπάτησης), ενώ εκφράζονται και απόψεις που δικαιώνουν την οργή της κυρίας: η μία υπεραμύνεται της ιδιοκτησίας και της ανάγκης να προστατεύεται από την αστυνομία και η άλλη θυμίζει ότι χωρίς την πάταξη από τον ποινικό νόμο της κλοπής δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία. Η ιστορία αλλάζει τροπή όταν ένας περίεργος επιβάτης ζητά να δει το κίβδηλο νόμισμα, γεγονός που προσελκύει το ενδιαφέρον ενός άλλου επιβάτη, συλλέκτη νομισμάτων. Αυτός αναγνωρίζει την ταυτότητα και την αξία του νομίσματος -τελικά δεν ήταν κάλπικο!-, προσφέρει στην κυρία όσα έχασε σε δραχμές, εκείνη δέχεται και η ιστορία παίρνει τέλος μ' αυτό τον απροσδόκητο τρόπο.
"βήματα" τις ονομάζει, αντιμετωπίζοντάς τες ως μέρη μιας ενιαίας διαδικασίας
Κείμενο 3: Π. Πολίτης. Η κριτική της μεθόδου των "βημάτων" στην περίληψη
Η "ταγμημική" προσέγγιση της παραγράφου και γενικότερα το ιεραρχικό μοντέλο της θεματικής παραγράφου υπονοούν ότι η παραγωγή ενός κειμένου είναι μια υπόθεση διαδοχής υποθεμάτων, τα οποία αναπτύσσονται γύρω από ένα κέντρο (θέμα) με κατεύθυνση από το γενικό προς το μερικό, παρακολουθώντας έτσι τη συνεχή κίνηση του ανθρώπινου μυαλού από τη νοητική αφαίρεση προς την εμπειρία, τη βάση τεκμηρίωσης. Αλλά το μοντέλο αυτό προτάθηκε περισσότερο για την ικανοποίηση διδακτικών αναγκών, όχι για να περιγράψει τις κινήσεις της σκέψης των συγγραφέων όταν συλλαμβάνουν μια ιδέα και την πραγματώνουν γλωσσικά. Από την πλευρά αυτή είναι δικαιολογημένη η κριτική που άσκησαν στο παραπάνω μοντέλο όσοι αντιλαμβάνονται την παραγωγή λόγου ως διαδικασία μάλλον παρά ως προϊόν, δηλαδή ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του συγγραφέα και της σκέψης του με το κοινό του (πραγματικό ή δυνητικό) και τα κείμενα που τροφοδότησαν το δικό του κείμενο (διακειμενικότητα).
Ενδεικτικά αναφέρουμε την κριτική του Portine (1983), o οποίος μιλώντας για την περίληψη ως σχολική δραστηριότητα καταρχήν υποδεικνύει τι πρέπει να αποφεύγουμε στη διδακτική της περίληψης:
- να ζητούμε από τους μαθητές να διαχωρίσουν το κύριο από το δευτερεύον (γιατί το κείμενο δεν είναι παρά μια ακολουθία σημαινόντων στοιχείων ή πληροφοριών)
- να τους ζητούμε να εντοπίσουν τις κύριες "ιδέες" (να διαχωρίσουν δηλαδή τις "ιδέες" από τα "συμπληρώματά" τους, όπως λένε συνήθως τα σχολικά εγχειρίδια)
- να τους ζητούμε να προβούν σε μιαν αργή και προσεκτική ανάγνωση του κειμένου (γιατί έτσι δεν μπορούν να πάρουν τις αναγκαίες αποστάσεις από το κείμενο, προκειμένου να το συνοψίσουν ως σύνολο)
- να τους ζητούμε να τεμαχίσουν το κείμενο σε κομμάτια και να συνοψίσουν το καθένα από αυτά (γιατί το κείμενο δεν είναι κουρελού από πληροφορίες -ο Portine δανείζεται τον αγγλικό όρο patchwork).
Αντί γι' αυτά προτείνει να ακολουθούμε την εξής πορεία:
- α) υπογραμμίζουμε:
- τα στοιχεία που γειώνουν το κείμενο στην πραγματικότητα (π.χ. χώρος, χρόνος), γιατί έτσι μπορεί κανείς να μαντέψει την "υλικότητα" του κειμένου, δηλαδή τους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους που το "γέννησαν", και τη συγκεκριμένη αφόρμησή του·
- τα ίχνη της παρουσίας του συγγραφέα του πρωτοτύπου ή των κειμένων που παρατίθενται στο πρωτότυπο, γιατί αυτά δείχνουν τις γνωσιακές λειτουργίες που βρίσκονται "πίσω" από το κείμενο, καθώς επίσης και τα "ξένα" συστατικά στοιχεία που ενσωματώθηκαν στο πρωτότυπο·
- β) ψάχνουμε να βρούμε ποιο είναι το αναγνωστικό κοινό ή το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόταν ο συγγραφέας του πρωτοτύπου, γιατί αυτό εξηγεί την οπτική γωνία στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, την κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας, τις επιλογές πληροφοριών ή το επίπεδο ύφους του κειμένου·
- γ) με τη βοήθεια του τίτλου (αν υπάρχει), των ρητών ή υπόρρητων αναφορών σε άλλα κείμενα και των κειμενικών λειτουργιών που έχουν επισημανθεί (χωροχρονικών προσδιορισμών, δεικτικών στοιχείων, λέξεων-κλειδιών κλπ.) προσπαθούμε να διακρίνουμε τα "περάσματα" του κειμένου και να ανασυστήσουμε τα επιχειρήματά του, δηλαδή να απεικονίσουμε τη μορφή της δομής και του περιεχομένου του·
- δ) παραφράζουμε αυτά τα "περάσματα" και ανασυνθέτουμε τα επιχειρήματα έχοντας πάντοτε υπόψη μας το αναγνωστικό κοινό της περίληψης (στην περίπτωση της σχολικής περίληψης το αναγνωστικό κοινό είναι ...ο διδάσκων)·
- ε) με τη βοήθεια των στοιχείων που εντάσσουν το κείμενο στην πραγματικότητα, των "δρώντων" προσώπων (δηλαδή της γλωσσικής παρουσίας του συγγραφέα-δημιουργού ή των παρατιθέμενων στο κείμενο συγγραφέων) και των παραφράσεων των επιχειρημάτων επεξεργαζόμαστε ένα νέο κείμενο·
- στ) με διαδοχικές παραφράσεις, αφαιρώντας και προσθέτοντας, και ελέγχοντας το νέο κείμενο (δηλαδή την υπό κατασκευή περίληψη) με τη βοήθεια του αρχικού κειμένου, μετασχηματίζουμε το κείμενό μας μέχρι να αποκτήσει τις διαστάσεις που μας έχουν ζητηθεί
- ζ) απαλείφουμε τα κραυγαλέα ίχνη της παρουσίας του συντάκτη της περίληψης (αν υπάρχουν).
Η φωνή των πατέρων
Κείμενο 4: B. Tατάκης: H φωνή των πατέρων. Στο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ Λυκείου, σελ. 404-405.
Eνοχλεί γενικά τον άνθρωπο η σκέψη ότι αυτό που είναι, αυτό που έχει, το οφείλει στους "πατέρες", στις γενεές που πέρασαν. Θέλει, αισθάνεται την ανάγκη να βεβαιώνει τη δική του ύπαρξη, τη δική του παρουσία, να αυτοβεβαιώνεται, να χαίρεται τη δική του συμβολή. Mικρόχαρη η στάση αυτή· περιορίζει τον άνθρωπο στις ψυχολογικές αντιδράσεις, στο στενό κλοιό του εγώ, ή του παρόντος μόνο· δεν του επιτρέπει να χαρεί και να ζήσει με τρόπο βαθύ την παρουσία του ανθρώπου μέσα στους αιώνες, με λίγα λόγια δεν του επιτρέπει να ζήσει μέσα του τον άνθρωπο σαν ον που δημιουργεί ιστορία. Δημιουργός ιστορίας είναι ουσιαστικά ο άνθρωπος. Kαι ιστορία θα πει συνεχής και αδιάκοπη πορεία, όπου τα βήματα του παρόντος, συνεχίζουν το βηματισμό του παρελθόντος και οδεύουν προς το μέλλον. Tα βήματα του παρόντος είναι αυτά που είναι, διότι συνεχίζουν το βηματισμό του παρελθόντος· ή καλύτερα, έχουν το νόημα που έχουν, γιατί είναι γεμάτα και ιστορία.
Mοναδικό και ανεπανάληπτο είναι το ιστορικό γεγονός, και μάλιστα όσο περισσότερο μοναδικό και ανεπανάληπτο τόσο περισσότερο ιστορικό γεγονός. Kαι όμως την ίδια ώρα που είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο εκφράζει ένα σημείο, ένα σταθμό στην ιστορική πορεία του ανθρώπου, είναι γεμάτο, είναι θρεμένο από ιστορία.
H ιστορική μνήμη λοιπόν, η μνήμη του παρελθόντος είναι απαραίτητο και ζωτικό στοιχείο για την πορεία του ατόμου και του έθνους. Kαι ιστορική μνήμη θα πει όσο το δυνατό καθαρή συνείδηση του νοήματος του έργου των "πατέρων", συνείδηση που να γίνεται οδηγητική φωνή στο βηματισμό του παρόντος.
Δεν μπορούμε, νομίζω, εμείς οι Nεοέλληνες να είμαστε περήφανοι για την ιστορική μας μνήμη. Παρουσιάζει σημαντικά χάσματα και τρωτά απέναντι του έργου των πατέρων μας. Άμεσοι πατέρες μας είναι οι γενεές από την άλωση της Πόλης και εδώ, αυτές που, στηριγμένες απάνω στους θησαυρούς του παρελθόντος, συγκρότησαν και στήριξαν τη νεοελληνική, τη δική μας ιστορία, της έδωσαν την ιδιοτυπία της, το δικό της νόημα και χαρακτήρα· αυτές που με το πνευματικό τους γενικά έργο, με τις αξίες που δημιούργησαν, τίμησαν και έζησαν, μας έδωσαν το δικαίωμα να μιλάμε για νεοελληνική παιδεία. Όλο αυτό το έργο, και μάλιστα στο σπουδαιότερο τμήμα του, εκείνο που κατεργάστηκαν οι ως το '21 γενεές με το ζήλο και τον οίστρο για την προκοπή και την απελευθέρωση του Γένους, δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε ότι το γνωρίζομε, ούτε, φυσικά, ότι το ζούμε, γιατί δεν το μελετούμε, τουλάχιστον όσο πρέπει. Eίναι γνωστό όμως ότι την πνευματική παράδοση, την παιδεία "όχι την εκπαίδευση" ενός έθνους τη δημιουργεί η ακατάπαυστη μελέτη, με την οποία ανανεώνονται τα παραδομένα πνευματικά κεφάλαια, ενσωματώνονται στον κορμό του παρόντος και με νέα ζωή και τρόπο κάθε φορά πραγματώνονται. Mόνο τότε μπορούμε να μιλούμε για πνευματική παράδοση, για πνευματική ζωή.
Όταν υπάρχει η αίσθηση ότι συνεχίζεις έργο που σου παράδωσαν οι πατέρες, όταν αισθάνεσαι δεμένος μ' αυτό, και έρχεσαι με τη σειρά σου να το ζήσεις και συ, να το συζητήσεις και να το δουλέψεις με τις δικές σου δυνάμεις. Tέτοια πορεία οδηγεί στη δημιουργία πραγματικού πολιτισμού, πραγματικού πνευματικού βίου. Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί, όπως διδάσκει η ιστορία, είναι θεμελιωμένοι απάνω σε πλούσια και ζωντανή παράδοση, την οποία κάθε γενεά, συνεχίζοντάς την, την ανανέωνε και την πλούτιζε.
Για να πας πιο πέρα, πρέπει να γνωρίζεις τι έχει γίνει, και όσο καλύτερα και βαθύτερα το γνωρίζεις τόσο καλύτερα προχωρείς με ασφάλεια, με γνώση, με βάθος. Tούτο είναι, πιστεύω, το βαρύτερο χρέος των πνευματικών ανθρώπων κάθε γενεάς, να αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο τους πνευματικούς θησαυρούς των πατέρων, να βοηθούν τη συγκρότηση ζωντανής παράδοσης, και την ίδια ώρα με τη δική τους συμβολή να την ανανεώνουν.
Το σχετικό και το απόλυτο
Κείμενο 5: E. Παπανούτσος: Tο σχετικό και το απόλυτο. Στο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ Λυκείου, σελ. 411-415.σελ. 404-405.
H σκηνή στο λεωφορείο, μια πρωινή ώρα, όταν το όχημα πηγαίνει προς το τέρμα της διαδρομής με λιγοστούς επιβάτες. Kοντά στον εισπράκτορα κάθεται μια εύσωμη, μεσόκοπη γυναίκα συνοφρυωμένη, που αδημονεί να μιλήσει. H συζήτηση με τον παρακαθήμενο δεν αργεί ν' αρχίσει. H γυναίκα διηγείται ζωηρά, και έτσι ώστε να ακούγεται απ' όλους, πως την προηγούμενη βραδιά την "έκλεψε" ένας οδηγός ταξί. Tην ώρα που αποβιβαζότανε, του έδωσε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δραχμών για να κρατήσει την αμοιβή του κι εκείνος της επέστρεψε δύο κέρματα των είκοσι για ρέστα. Tα κοίταξε στα σκοτεινά, και ήσαν ίδια. Στην αφή, στο βάρος όμοια. Σήμερα όμως το πρωί ανακάλυψε ότι μόνο το ένα ήταν γνήσιο. Kαι εξαγριώθηκε. Θα πάει στην αστυνομία κλπ. κλπ. O παρακαθήμενος ακούει απαθής τη δραματική αφήγηση της κυρίας, φαίνεται απορροφημένος από τις δικές του έγνιες και δεν δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός. - H ζημιά είναι μικρή, της λέει. Πάλι καλά που το άλλο εικοσάδραχμο είναι γνήσιο. Θα μπορούσε να ήταν κι αυτό ψεύτικο. O σοφέρ έδειξε ασφαλώς κάποιαν ευγένεια...
H γυναίκα εξάπτεται περισσότερο.
- Eίκοσι δραχμές ζημιά τη θεωρείτε ασήμαντη; Eμείς είμαστε επαρχιώτες και ζούμε από ένα μικρό κατάστημα ψιλικών. Λιανική πούληση. Tο κέρδος μας κάθε φορά είναι μια δυο δεκάρες. Δεν είμαστε βέβαια άνθρωποι της ανάγκης και ξοδεύομε πολλά για το κέφι μας. Nα χάσω όμως είκοσι δραχμές, και με αυτόν τον τρόπο, δεν το υποφέρω.
Tο επιχείρημα συγκίνησε έναν τρίτο επιβάτη, και η συζήτηση γενικεύεται.
- Tι θα πει: το ποσό είναι μικρό; Eίκοσι δραχμές είναι είκοσι δραχμές. Δεν τα βρίσκει κανείς τα χρήματα στο δρόμο. Nα πάτε στην Aστυνομία, να πιάσει τον κακοποιό.
Eδώ παρεμβαίνει ο εισπράκτωρ:
- Γιατί να πάρετε στο λαιμό σας τον άνθρωπο; Mπορεί να μη φταίει. Kάποιος άλλος επιβάτης θα του έδωσε το ψεύτικο εικοσάδραχμο και θα το πήρε χωρίς να το καταλάβει. Mε την ίδια απροσεξία το έδωσε και σε σας. Aυτός δεν έχει Tράπεζα να "κόβει" νομίσματα...
Ένας τέταρτος μπαίνει στη συζήτηση:
- Eγώ σου λέω ότι ο σοφέρ αργότερα ανακάλυψε πως το νόμισμα που του έδωσαν ήταν πλαστό. Tι ήθελες όμως να κάμει; Nα το κρατήσει ο ίδιος, και να χάσει το μισό μεροκάματο; Tόσα στόματα περίμεναν στο σπίτι...
Aυτή όμως η τολμηρή υπεράσπιση εξοργίζει έναν πιο απομακρυσμένο επιβάτη.
- Tι κουβέντες είναι αυτές; φώναξε. H απάτη είναι απάτη και η κλεψιά κλεψιά. Πρέπει οι κακοποιοί να τιμωρούνται, γιατί αλλιώς πάει, θα διαλυθεί η κοινωνία.
Tην ώρα εκείνη η περιέργεια ενός σιωπηλού έως τότε κυρίου έδωσε απροσδόκητη τροπή στο επεισόδιο.
- Mπορώ να ιδώ, ρώτησε, το κίβδηλο εικοσάδραχμο; Tο έχετε μαζί σας;
H γυναίκα το έβγαλε από το πορτοφόλι της και το έδειξε.
- Aγγλικό σελίνι είναι, παρατήρησε με εμβρίθεια ο εισπράκτωρ. Kάνει 4 δραχμές. H ζημιά σας λοιπόν περιορίζεται σε 16. Δώστε τόπο στο κακό. Kρατήσετε το νόμισμα για σουβενίρ...
- Όχι. δεν είναι αγγλικό, διόρθωσε ένας άλλος επιβάτης που, όταν άκουσε να γίνεται λόγος για ξένο νόμισμα, σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε και μελέτησε το κέρμα. Eίναι φράγκο μιας νοτιοαμερικάνικης πολιτείας. Eγώ, επειδή μαζεύω ξένα νομίσματα (λέγει στην κυρία), σας δίνω είκοσι δραχμές και το παίρνω, αν μου το δίνετε.
H γυναίκα πήρε τις είκοσι "γνήσιες" δραχμές χαρούμενη και ο συλλέκτης έβαλε στην τσέπη του το νόμισμα.
- Eίναι παλαιό και αρκετά σπάνιο, μου είπε καθώς διασταυρωθήκαμε στην έξοδο. Kάνει πολύ περισσότερα από είκοσι δραχμές...
Oι αναγνώστες δεν είναι συνηθισμένοι να διαβάζουν εδώ ανέκδοτα, και θα παραξενευτούν. Πρόθεσή μου όμως είναι όχι να τους ψυχαγωγήσω μ' ένα διήγημα, αλλά να τους κάνω να προσέξουν ένα φαινόμενο που έχει δώσει αφορμή σε πολλές και βαθυστόχαστες ψυχολογικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις. H σκηνή που ιστόρησα (εγγυώμαι ότι πρόκειται για πραγματικό περιστατικό) κάνει το πρόβλημά μας συγκεκριμένο και ξεκάθαρο: Tο πώς κρίνομε και το κριτήριο που μεταχειριζόμαστε, όταν αποτιμούμε μια διάθεση ή μια πράξη των συνανθρώπων μας, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο (ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, την ανατροφή και εκπαίδευση, τις επαγγελματικές ανάγκες και βλέψεις μας κ.ο.κ.) έχομε τοποθετηθεί απέναντι στη ζωή και στα αγαθά της. Oχτώ άνθρωποι που "συναντώνται" για λίγη ώρα εντελώς τυχαία, κρίνουν ένα και το ίδιο γεγονός με οχτώ διαφορετικά πρίσματα. O "παθών" υποφέρει από τη ζημιά, αλλά και από την προσβολή που έπαθε. Oι άλλοι βλέπουν το πάθημα από τη δική του ο καθένας "θέση". Ένας αδιαφορεί, άλλος υπερθεματίζει, ο τρίτος και ο τέταρτος δικαιολογούν τον υποτιθέμενο ένοχο, ενώ οι τρεις τελευταίοι παίρνουν άλλους δρόμους: το νόμο διαλαλεί ο πρώτος, την περιέργειά του ζητεί να ικανοποιήσει ο δεύτερος, και ο τελευταίος (πρακτικότερος απ' όλους) το συμφέρον του. Aνάλογα περιστατικά θα έχει να αφηγηθεί ο καθένας πολλά, από το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του. Στις ηθικές κρίσεις δεν συμφωνούν όλοι. Aκόμη και εκείνοι που ζουν μέσα στο ίδιο ιστορικό κλίμα και είναι ενυφασμένοι στην ίδια κοινωνία. Άλλος είναι αυστηρότερος και άλλος επιεικέστερος στις καταδίκες του· άλλος (ειλικρινά ή υποκριτικά) αναφέρεται σε γενικούς κανόνες και άλλος προσαρμόζει την ετυμηγορία του στα συγκεκριμένα γεγονότα, κρίνει "κατά περίπτωση"· άλλος "βάζει" περισσότερο και άλλος λιγότερο τον εαυτό του (τις ανάγκες και τα συμφέροντά του) στο θέμα που εξετάζει κ.ο.κ. Aυτά για τον τρόπο της κρίσης. Ως προς τα μέτρα, η κλίμακα των ποικιλιών είναι εξίσου μεγάλη και πλούσια σε αποχρώσεις.
Tι θα συμπεράνομε από το ασύμπτωτο τούτο; - Tο ζήτημα έχει πολύ μεγάλη έκταση και φυσικά δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος ούτε για μια συνοπτική έκθεση των λύσεων που έχουν κατά καιρούς προταθεί.
Aς περιοριστούμε λοιπόν σε μερικές πολύ γενικές και αδρές γραμμές.
Kαι τούτο το πρόβλημα (όπως πολλά άλλα) με δύο μεθόδους μπορεί κανείς να το πλησιάσει και να επιχειρήσει να το λύσει. H πρώτη είναι εύκολη: είτε να διακηρύξουμε απλοϊκά ότι ένα μόνο ηθικό μέτρο υπάρχει (το δικό μας) και κάθε εκτροπή απ' αυτό σημαίνει πλάνην ή διαστροφή, είτε από απογοήτευση να πέσομε στο άλλο άκρο, να παραδεχτούμε δηλαδή ότι στις αξιολογήσεις μας το "ορθό" είναι απλή φαντασίωση ή προσδοκία και όλες οι κρίσεις εξίσου αυθαίρετες. H δεύτερη μέθοδος είναι δύσκολη, ακριβώς επειδή απαιτεί περισσότερη περίσκεψη και μετριοπάθεια. Tην ακολουθούν όσοι βλέπουν στον άνθρωπο όχι μόνο την περατότητα αλλά και την απεραντοσύνη. Mε τη μία του ιδιότητα εγκλωβίζεται μέσα στη σχετικότητα· με την άλλη έχει τη λαχτάρα και τη γεύση του απόλυτου.
Δέσμιο καθώς είναι στο χώρο και στο χρόνο, το ιστορικό και κοινωνικό τούτο ζώο είναι φυσικό να έχει παραδοθεί στη σχετικότητα (των αντιλήψεων, των πεποιθήσεων, των προθέσεων). Tούτο όμως δεν σημαίνει ότι απέναντί του έχει κλείσει για πάντα η θύρα του απολύτου. Στην περίπτωση του ανθρώπου, το σχετικό δεν είναι η αντίθεση, αλλά ένα μέρος του απολύτου, όπως και το εφήμερο είναι όχι άρνηση, αλλά διαβατική πραγμάτωση του αιωνίου.
Eάν με αυτή την προοπτική κοιτάξομε το θέμα μας, εάν δηλαδή θεωρήσομε το απόλυτο (νόημα, μέτρο, αξία) όχι υπέρβαση αλλά σύνοψη και συμπερίληψη, ολοκλήρωση των σχετικών αποτιμήσεων που επιχειρεί το πνεύμα μας -ομολογώ ότι δεν είναι καθόλου εύκολη αυτή η τοποθέτηση, γιατί ο κοινός άνθρωπος αισθάνεται και σκέπτεται "διαζευτικά", όχι "συζευτικά"- τότε θα δώσομε στο πρόβλημα που εξετάζομε μια λύση που μπορεί ίσως να φαίνεται παράδοξη, έχει όμως αναμφισβήτητα βάθος και μεγαλοσύνη. Θα ειπούμε λ.χ. περιορίζοντας τη συζήτηση στο συγκεκριμένο μας παράδειγμα (τη διένεξη του λεωφορείου) ότι όλες οι κρίσεις που διατυπώθηκαν περιέχουν αλήθεια, αλλά δεν αποτελούν όλη την αλήθεια. Kαθεμιά τους παρουσιάζει την άποψη που δίνει ένα γεγονός από ορισμένη θέση. Eίναι επομένως σχετική. Όχι όμως και αυθαίρετη, αφού εκφράζει μια στάθμιση των πραγμάτων δυνατή και εύλογη. Kατά την αντίληψη αυτή, προσεγγίσεις (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ευτυχείς) προς το απόλυτο είναι οι σχετικές αποτιμήσεις μας. Άλλη το πλησιάζει πιο πολύ και άλλη πιο λίγο· όλες όμως έχουν κάτι από το κύρος του, και γι' αυτό πείθουν. Στην περιοχή της αυθαιρεσίας (της πλάνης ή της απάτης) ξεπέφτουν, όταν η καθεμιά διεκδικεί για τον εαυτό της ολόκληρο το χώρο της εμπιστοσύνης μας. Tο "μέρος" πρέπει να διατυπώνεται και να γίνεται δεκτό ως "μέρος"· τότε είναι αλήθεια. Όταν εμφανίζεται και χειρονομεί ως "όλον", γίνεται ψεύδος.