Νέα ελληνική
Περίληψη: θεωρία και εφαρμογές
Περίληψη: θεωρία και εφαρμογές
- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- 1. Αποτελεί ξεχωριστό είδος κειμένου η περίληψη;
- 2. Τυπολογία της περίληψης
- 3. Περίληψη συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.1 Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.2 Οι γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.2.1 Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως διαδικασίας [summarization]
- 3.2.1.1 Λειτουργίες παράφρασης
- 3.2.1.2 Λειτουργίες πύκνωσης
- 3.2.1.3 Λειτουργίες επέκτασης
- 3.2.2 Γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης ως προϊόντος [summary]
- 3.3 Τα γλωσσικά μέσα της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου
- 3.3.1. Το μήκος της περίληψης
- 3.3.2 Το ύφος της περίληψης
- 3.3.3. Η συνοχή της περίληψης
- 4. Περίληψη συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
- 4.1 Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
- 4.2. Οι γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
- 4.3. Τα γλωσσικά μέσα της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου
2. Τυπολογία της περίληψης
Παρά το γεγονός ότι η περίληψη, σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομο είδος κειμένου, η εξάρτησή της από ένα άλλο κείμενο, το αρχικό, θέτει το εξής πρόβλημα: πώς μπορεί κανείς να διακρίνει αν μια περίληψη είναι περίληψη, αν δεν δηλώνεται η σχέση της με το κείμενο που συνοψίζει; Και πώς μπορεί ένα κείμενο να αναγνωρίζεται ως προς το είδος του, μόνον όταν αυτό δηλώνεται μεταγλωσσικά, δηλαδή όταν περιέχει εκφράσεις που μαρτυρούν την παρουσία του αρχικού κειμένου ή σχολιάζουν τη διάρθρωσή του, κάτι που δεν συμβαίνει με άλλα είδη κειμένων, όπου ενυπάρχουν γλωσσικοί δείκτες οι οποίοι φανερώνουν την ταυτότητα του κειμένου (για παράδειγμα, οι δείκτες συνοχής ενός κειμένου επιχειρηματολογίας ή οι εκφράσεις που εισάγουν τα μέρη μιας αφήγησης); Αυτό μας οδηγεί στην παραδοχή ότι η περίληψη μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστό είδος κειμένου, κυρίως (ή μόνον) επειδή ο αναγνώστης μπορεί να την αναγνωρίσει από γλωσσικά σημάδια που τη χαρακτηρίζουν, δηλαδή παραπέμπουν στο βασικό κείμενο (Fløttum 1990). Τέτοια σημάδια είναι, λόγου χάρη, οι γλωσσικές πράξεις που αποδίδονται από τον συντάκτη της περίληψης στον συντάκτη του πρωτοτύπου (ο συγγραφέας αναφέρει, εξηγεί, εκτιμά, ταξινομεί, περιγράφει, απαριθμεί, ανασκευάζει, υπογραμμίζει, υπαινίσσεται, προσπερνά βιαστικάκλπ). Αυτό είναι και το στοιχείο που διαφοροποιεί κατεξοχήν μια περίληψη από άλλα είδη κειμένων.
Οι παρατηρήσεις αυτές είναι απαραίτητες, πριν προχωρήσουμε σε μια ταξινομία μορφών της περίληψης επικεντρώνοντας καταρχήν την προσοχή μας στη σχολική περίληψη, η οποία καθορίζεται όχι μόνο από τον περιορισμό της μεταγλωσσικής δείξης δομικών στοιχείων του πρωτοτύπου -αυτό είναι αναγκαίο σε κάθε περίληψη- αλλά και από άλλους περιορισμούς, που τη διαφοροποιούν από τις "επαγγελματικές" μορφές περίληψης, καθώς η πρώτη είναι θεσμοθετημένη γλωσσική άσκηση στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενώ οι τελευταίες είναι αυθόρμητα γλωσσικά προϊόντα που προορίζονται συνήθως για ένα ενημερωμένο ή και ειδικό αναγνωστικό κοινό. Συγκεκριμένα, η σχολική περίληψη, επειδή αποτελεί εντεταλμένη, όχι αποφασισμένη από τον παραγωγό του λόγου, γλωσσική δραστηριότητα, έχει και υπαγορευμένο μήκος (ας πούμε το 1/3 της έκτασης του αρχικού κειμένου) σε αντιδιαστολή προς τις χρηστικές μορφές περίληψης (π.χ. πρακτικά συνεδριάσεων, σημειώσεις από διαλέξεις), όπου δεν υπάρχουν ανάλογοι περιορισμοί μήκους. Ο περιορισμός του μήκους μπορεί να είναι και περιορισμός ουσίας, αφού ο μαθητής δεν μπορεί να αποφασίσει μόνος του για τον βαθμό αφαίρεσης που θα εφαρμόσει πάνω στο πρωτότυπο. Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας για τη σχολική περίληψη είναι η γραμμικότητά της. Πρέπει δηλαδή η περίληψη να παρακολουθεί και να αναπαράγει το σχέδιο οργάνωσης του κειμένου αφετηρίας μη παραβιάζοντας τη σειρά διάταξης των θεματικών στοιχείων που επιλέγει να συναρμόσει, διότι τότε κινδυνεύει να θεωρηθεί σχολιασμός και όχι σύνοψη ενός κειμένου. Ούτε η συνθήκη αυτή είναι δεσμευτική για χρηστικές περιλήψεις, όπως η σύντομη παρουσίαση της αφηγηματικής δομής ενός μυθιστορήματος ή μιας κινηματογραφικής ταινίας, όπου η ανασύνθεση στοιχείων είναι συχνά επιβεβλημένη. Τέλος, η σχολική περίληψη οφείλει να χαρακτηρίζεται και από πιστότητα στην απόδοση του περιεχομένου του αρχικού κειμένου, να αποτελεί δηλαδή μια μικρογραφία του, που θα απαλλάσσει τον αναγνώστη της από τον κόπο να επισκεφθεί το πρωτότυπο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να προστεθούν πληροφορίες ή παραθέματα και ότι δεν πρέπει να μεταβληθεί η οπτική γωνία του αρχικού κειμένου· μ' άλλα λόγια, ο μαθητής δεν δικαιούται να πάρει αποστάσεις από το υλικό που συνοψίζει, αλλά το υιοθετεί όπως έχει. Ο περιορισμός αυτός ισχύει και για χρηστικές περιλήψεις, αφορά όμως κατεξοχήν περιλήψεις γραπτών κειμένων, που αποθηκεύουν πληροφορίες, και η σχολική παράδοση εξακολουθεί να επιμένει στη "σιγουριά" του γραπτού κειμένου και να μη ζητά από τους μαθητές περιλήψεις συμβάντων συνομιλιακού λόγου (συνεντεύξεων, συνεδριάσεων, "στρογγυλών τραπεζιών" κ.ά.), όπου μπορεί να κριθεί και η τόλμη όχι μόνο της σύνθεσης αλλά και της ανασύνθεσης του αρχικού κειμένου / λόγου.
Η αδρή αντιδιαστολή της σχολικής περίληψης προς τις "επαγγελματικές" που μόλις επιχειρήσαμε και η οποία επιβάλλεται από τον στόχο αυτού του κειμένου δεν υπονοεί ότι η σχολική περίληψη διαφοροποιείται σημαντικά από τις άλλες σε ό,τι αφορά τις γνωσιακές διεργασίες και τα γλωσσικά μέσα που επιστρατεύει. Η διαφορά τους εντοπίζεται κυρίως στην επικοινωνιακή τους λειτουργία: για τις χρηστικές περιλήψεις έχει προβλεφθεί ή προσδοκάται η ύπαρξη ενός αποδέκτη· της σχολικής περίληψης αποδέκτης είναι μόνον ο καθηγητής, δηλαδή ένας προσχηματικός αποδέκτης. Εφεξής, λοιπόν, η σχολική περίληψη αντιμετωπίζεται όπως και οι περιλήψεις που συντάσσονται για να αντιμετωπιστούν πραγματικές επικοινωνιακές ανάγκες, και γι' αυτό η υποκατηγοριοποίηση που ακολουθεί δεν προβλέπει γι' αυτή μια ιδιαίτερη θέση ή αντιμετώπιση.
Αν, λοιπόν, η περίληψη αποτελεί υποκατηγορία του γένους "έκθεση", τότε υποκατηγορίες της περίληψης είναι α) η περίληψη συνεχούς γραπτού λόγου [summary], αυτό που στη σχολική πρακτική αντιστοιχεί στην "περίληψη κειμένου", δηλαδή γραπτού μονολογικού (μη λογοτεχνικού) κειμένου· και β) η περίληψη συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου [summarizing minutes], που σχεδόν απουσιάζει από το σχολείο ως γλωσσική δραστηριότητα και αφορά είτε τον προφορικό μονόλογο ή το "κείμενο" διαλόγου δύο ή περισσότερων συνομιλητών, ένα κείμενο-διαδικασία, στον βαθμό που αποτυπώνει τη συνεχή και συχνά αμφίρροπη διαπραγμάτευση ενός θέματος. Αυτό σημαίνει ότι κριτήριο της βασικής υποκατηγοριοποίησης των μορφών περίληψης είναι η φύση του αρχικού κειμένου ή λόγου (γραπτός / προφορικός). Στην πρώτη μορφή περίληψης ο συντάκτης επιδιώκει να καταστήσει κατανοητό στον αναγνώστη του ένα κείμενο συνεχούς γραπτού λόγου, δίνοντάς του τις πληροφορίες του αρχικού κειμένου σε μια εκδοχή που απαιτεί για το διάβασμά της πολύ λιγότερο χρόνο απ' ό,τι απαιτεί η ανάγνωση ή η ακρόαση και ερμηνεία του πρωτοτύπου. Η δεύτερη μορφή περίληψης ενδιαφέρεται για την κατανόηση από τον αναγνώστη της ενός συμβάντος λόγου είτε μονολογικού (π.χ. ομιλία, διάλεξη, διάγγελμα, πανεπιστημιακό μάθημα, κήρυγμα, αγόρευση σε δικαστήριο) ή συνομιλιακού (π.χ. δημόσια αντιπαράθεση, συνεδρίαση, συνέντευξη, σεμινάριο), και πιο συγκεκριμένα, των θέσεων που παρουσιάστηκαν και των αντιδράσεων που αυτές προκάλεσαν, με μια σειρά πειστική, που ενδέχεται να μην παρακολουθεί κατά πόδας την εξέλιξη του συμβάντος. Κι εδώ ο χρόνος ανάγνωσης της περίληψης είναι σαφώς μικρότερος του χρόνου που απαιτείται για την παρακολούθηση του αντίστοιχου συμβάντος λόγου.
Γνωστές ποικιλίες της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου, εκτός από τη σχολική, είναι η περίληψη επιστημονικής ανακοίνωσης ή άρθρου [abstract] , η περίληψη ενός θεατρικού έργου, μιας κινηματογραφικής ταινίας ή μιας λογοτεχνικής αφήγησης [synopsis] και η ανακεφαλαίωση [précis], δηλαδή η κριτική / συνθετική σύνοψη των συμπερασμάτων ενός βιβλίου, μιας διατριβής, μιας έρευνας. Κριτήριο διαφοροποίησης των ποικιλιών αυτών είναι το κειμενικό είδος του πρωτοτύπου (λογοτεχνικό / μη λογοτεχνικό), που επιβάλλει στον συντάκτη της περίληψης διαφορετική αντιμετώπισή του κατά περίπτωση, δηλαδή διαφορετική αφαιρετική διαδικασία, διαφορετικά γλωσσικά μέσα για την απεικόνιση της δομής του αρχικού κειμένου κ.ά. H περίληψη μονολογικού ή συνομιλιακού προφορικού λόγου είναι μια πληροφοριακή αναφορά [report] για το συμβάν λόγου που καταγράφει, πλαισιωμένη από σχόλια για τη διάρθρωση του μονολόγου ή, συνηθέστερα, του διαλόγου και τη γλωσσική / εξωγλωσσική συμπεριφορά των συνομιλητών. Αν διακρίνει κανείς ποικιλίες αυτής της μορφής περίληψης, το κριτήριο διαφοροποίησής τους δεν μπορεί να είναι άλλο από τη φυσιογνωμία του συμβάντος λόγου που συνοψίζεται (δημόσιο / ιδιωτικό, θεωρητικό / πρακτικό κ.ά.).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η τυπολογία αυτή δεν είναι εξαντλητική, γιατί ο στόχος του κειμένου μας δεν είναι αυτού του είδους. Αλλά και οι προσπάθειες για μια λεπτομερή ταξινόμηση των μορφών περίληψης που έχουν γίνει στο παρελθόν από συστηματικούς μελετητές του φαινομένου "περίληψη" [summarization] και των γλωσσικών του πραγματώσεων [summaries] προσκρούουν σε ανυπέρβλητα εμπόδια ορολογίας ( Fløttum 1985· 1990· Seidlhofer 1995). Γι' αυτό, ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει ομοφωνία στη χρήση όρων, όπως "πύκνωση", "περίληψη" ή "σύνοψη". Ωστόσο, η διάκριση των μορφών περίληψης με βάση τη φύση του αρχικού κειμένου ή λόγου (γραπτού / προφορικού) δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Αυτή, λοιπόν, θα αποτελέσει και τον οδηγό στη συστηματική ανάλυση που ακολουθεί των δομικών και κειμενικών γνωρισμάτων τους.
περίληψη επιστημονικής ανακοίνωσης ή άρθρου
Κείμενο 1: Π. Πολίτης. Για το Abstract.
Ο αγγλικός αυτός όρος έχει καθιερωθεί να αντιπροσωπεύει την περίληψη της γραπτής ή προφορικής επεξεργασίας ενός επιστημονικού θέματος / προβλήματος. Τέτοιου είδους περιλήψεις ζητούνται από βιβλιοθήκες ή βάσεις δεδομένων και συνοδεύουν την καταχώρηση επιστημονικών εργασιών, εγχειριδίων ή διατριβών, επιτρέποντας έτσι σε μελλοντικούς ερευνητές να αποκομίσουν ταχύτατα μια εικόνα του περιεχομένου τους. Επίσης, πολλά επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων προτάσσουν στα άρθρα που δημοσιεύουν περιλήψεις τις οποίες έχουν συντάξει οι ίδιοι οι συγγραφείς τους προς διευκόλυνση των αναγνωστών. Περιλήψεις οφείλουν να προσκομίζουν και όσοι συμμετέχουν σε επιστημονικά συνέδρια, ώστε οι ακροατές του να είναι ενημερωμένοι έγκαιρα για το περιεχόμενο των επιστημονικών ανακοινώσεων ή των συζητήσεων που θα λάβουν χώρα.
Για τη σύνταξη ενός abstract, δηλαδή μιας πυκνής και αντιπροσωπευτικής σύνοψης του περιεχομένου και, ταυτόχρονα, περιγραφής της οργάνωσης μιας επιστημονικής εργασίας, που γίνεται κανονικά από τον ίδιο τον ερευνητή, απαιτείται η εστίαση στα βασικά συστατικά του εμπειρικού και αποδεικτικού υλικού που πρόκειται να πυκνωθεί, ο εντοπισμός των πληροφοριών που τα αντιπροσωπεύουν, η απόσπαση, οργάνωση και σύμπτυξή τους σε ένα μικρό συνεκτικό κείμενο, όπως η παράγραφος, και, τέλος, η υφολογική του επεξεργασία, ώστε να είναι αναγνώσιμο ή δημοσιεύσιμο. Και επειδή τα abstracts, όπως είπαμε, αφορούν επιστημονικά κυρίως κείμενα, τα οποία ακολουθούν συγκεκριμένη πορεία οργάνωσης του υλικού τους, τα βήματα αυτής της πορείας (στόχος της εργασίας ® μέθοδος και ανάλυση υλικού ® ευρήματα και συζήτησή τους ® συμπεράσματα) γίνονται πολλές φορές ο άξονας δόμησης μιας τέτοιας περίληψης (Ghadessy 1999).
Σε αντιδιαστολή προς τη σχολική περίληψη, ένα abstract χαρακτηρίζεται από:
- τη σύμπτωση του συγγραφέα του πρωτοτύπου με τον συγγραφέα της περίληψης
- τη χρηστική της στόχευση
- την ασυμμετρία ως προς το μήκος ανάμεσα στο πρωτότυπο και τη σύνοψή του (το πρωτότυπο είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερο από την περίληψη)
- μια υψηλή ποικιλία ύφους, που οφείλεται στη χρήση επιστημονικών όρων και την προσήλωση σε αυστηρά οργανωτικά σχήματα όπως αυτό που προαναφέρθηκε.
Ακολουθεί παράδειγμα ενός abstract ανακοίνωσης σε επιστημονικό συνέδριο:
"Στην ανακοίνωση αυτή υποστηρίζω ότι το δεικτικό μόριο να και το υποτακτικό μόριο να (προκλιτικό) συνδέονται συγχρονικά μεταξύ τους, καθώς το πρώτο είναι ένα εξωφορικό δεικτικό και το τελευταίο ένα ενδοφορικό δεικτικό. Μετά την παρουσίαση των επιχειρημάτων που στηρίζουν αυτή την υπόθεση (και αντικρούουν άλλες προτάσεις), εξετάζω τις επιπτώσεις της στο πρόβλημα της ετυμολογίας του δεικτικού να".
Χριστίδης Α.-Φ., 1985. Το δεικτικό να. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 6ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. (22-24 Απριλίου 1985). Θεσσαλονίκη, σελ. 221-241).
περίληψη ενός θεατρικού έργου, μιας κινηματογραφικής ταινίας ή μιας λογοτεχνικής αφήγησης
Κείμενο 2: Π. Πολίτης. Για τη Σύνοψη (περίληψη αφήγησης).
Αν η πλοκή, δηλαδή η σειρά των "επεισοδίων" μιας λογοτεχνικής (ή αυτοσχέδιας) αφήγησης, συμπύκνωνε και την "ουσία" της αφήγησης, τότε η περίληψη της πλοκής ενός μυθιστορήματος, ενός διηγήματος, ενός ποιήματος ή ενός θεατρικού έργου θα ήταν κείμενο της ίδιας τάξης με τη λογοτεχνική μυθοπλασία. Είναι όμως; Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική, αφού η πλοκή δεν εξαντλεί το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου. Ή, αλλιώτικα, η περίληψη της πλοκής μιας λογοτεχνικής αφήγησης δεν είναι πια λογοτεχνία (Stubbs 1983). Η περίληψη της υπόθεσης της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, μιας αλυσίδας φόνων μικρών κοριτσιών από την ηρωίδα του έργου που κλείνει με τον μυστηριώδη πνιγμό της, καθώς καταδιώκεται από όργανα της έννομης τάξης, πολύ απέχει από τις προθέσεις του δημιουργού και το σύμπαν των ερμηνειών που έχουν προταθεί για το έργο. Βέβαια, υπάρχουν και αφηγήματα (όπως τα ρομάντζα, οι αστυνομικές ιστορίες ή η επιστημονική φαντασία) που δεν έχουν αξιώσεις "μεγάλης" λογοτεχνίας, η περίληψη των οποίων δεν θα είχε αγεφύρωτη διαφορά από τα πρωτότυπα έργα. Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές το αφηγηματικό υφάδι και η σύνοψή του δεν εξαντλούν την τέχνη του συγγραφέα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση ενός θεατρικού έργου. Η περίληψη της (τόσο γνωστής) πλοκής του Οιδίποδα Τύραννου του Σοφοκλή τι μπορεί να διασώσει από τη υποβλητικότητα των μονολόγων, την ένταση των διαλογικών μερών, τις αντιδράσεις του χορού, τις αποχρώσεις του ήθους των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα μυστικά της τέχνης του άφθαστου δραματουργού; Η περίληψη του μύθου του Οιδίποδα Τύραννουσίγουρα δεν είναι ο Οιδίποδας Τύραννος. Γι' αυτό και ο συγκλονισμός του θεατή του εν λόγω θεατρικού έργου είναι αδύνατο να πυροδοτηθεί ακόμη και από την πιο προσεγμένη περίληψη, πράγμα που ισχύει και στην περίπτωση της πεζογραφίας.
Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι ούτε η ποίηση μπορεί να συνοψιστεί. Ούτε καν τα μεγάλα αφηγηματικά ποιητικά έργα, όπου η αφήγηση φαίνεται να κατευθύνει τις τύχες του έργου. Περιλήψεις της υπόθεσης της Ερωφίλης και του Ερωτόκριτου, όπως αυτές που περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια (βλ. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου, σελ. 68-69 και 75), έχουν μόνο διδακτικό ή στοιχειωδώς ενημερωτικό σκοπό. Η δυσκολία του να πεις με λίγα λόγια "τι λέει" ένα ποίημα ίσως είναι συγκρίσιμη με τη δυσκολία να μεταφράσεις ένα ποίημα σε άλλη γλώσσα.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η σύνοψη της πλοκής ενός λογοτεχνικού έργου είναι μόνον ένα πληροφοριακό κείμενο, δεν είναι λογοτεχνία. Επίσης, είναι σαφές ότι η σχέση της σύνοψης με το λογοτεχνικό πρωτότυπό της ποικίλλει ανάλογα με το είδος του πρωτοτύπου και τη μορφή της αφηγηματικότητάς του. Τα "πιο αφηγηματικά" είδη ή έργα μοιάζει να προσφέρονται σε σύνοψη, όμως η γοητεία της λογοτεχνίας πάντα διαφεύγει από το δίχτυ της περίληψης (βλ. και Thorne 1988).
Ό,τι ισχύει για τη μυθοπλασία δεν ισχύει και για τα μη λογοτεχνικά έργα. Η περίληψη ενός εγχειριδίου, ενός άρθρου, μιας ανταπόκρισης σε εφημερίδα διασώζουν την ταυτότητα των πρωτοτύπων, τηρουμένων των αναλογιών (Guth 1965). Το ίδιο συμβαίνει και με τις περιλήψεις μονολογικών ή διαλογικών συμβάντων λόγου, όπως μια διάλεξη ή μια λογομαχία: μια αντιπροσωπευτική περίληψή τους διασώζει και το ειδολογικό στίγμα τους.
Συμπέρασμα: η σύνοψη, δηλαδή η περίληψη της μυθοπλαστικής κυρίως αφήγησης, δεν είναι περίληψη κειμένου ως ολότητας, είναι περίληψη πληροφοριακών συστατικών (συμβάντων) ενός κειμένου. Η πολυσημία της λογοτεχνίας δεν εγκλωβίζεται στην περίληψη (vanPeer 1993).