Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- ανοίγω,
- ρ. [<αρχ. ἀνοίγω ], ανοίγω. 1. τρυπώ: «άνοιξα δυο τρύπες στον τοίχο». 2. σχίζω: «άνοιξα το πουκάμισό μου σ’ αυτό το καρφί». 3. σκάβω: «άνοιξα ένα χαντάκι γύρω απ’ την αυλή μου για να μην πλημμυρίζει, όταν βρέχει δυνατά». 4. εγχειρίζω: «τον άνοιξαν με μια καινούρια εγχειρητική μέθοδο». 5. (για καταστήματα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες) αρχίζω να λειτουργώ καθημερινά κάποια συγκεκριμένη ώρα: «τα σούπερ μάρκετ ανοίγουν στις 09.00 || οι δημόσιες υπηρεσίες ανοίγουν στις 08.00». 6α. (για είδη ένδυσης) ξεκουμπώνω, ξεκουμπώνομαι: «άνοιξα το πουκάμισό μου για να φαίνεται το χρυσό σταυρουδάκι πάνω στο στήθος μου || άνοιξα το παντελόνι μου μπροστά για να ουρήσω». β. (για είδη υπόδησης) ξεχειλώνω: «είναι στενά τα παπούτσια μου, όμως με το περπάτημα θ’ ανοίξουν». 7. (για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω να παίζω βάζοντας ένα ορισμένο ποσό: «ανοίγω με χίλιες δραχμές». 8. (για λουλούδια) ανθίζω: «άνοιξαν τα τριαντάφυλλα». 9. (για σκάκι) κάνω τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού: «άνοιξα με δυο στρατιωτάκια για να ελευθερώσω τις κινήσεις των δυο τρελών». 10. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερο κάποιο αντίπαλο πούλι, που είχα πιασμένο ή αφήνω κάποια πόρτα που είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω μια πόρτα κι ένα πούλι του». 11. στην προστακτ. άνοιξε και ανοίξτε (ενν. δρόμο), παραμέρισε, παραμερίστε: «άνοιξε να περάσω, γιατί βιάζομαι || ανοίξτε να περάσουν, γιατί κουβαλούν έναν τραυματία». (Ακολουθούν 225 φρ.)·
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, βλ. λ. πόρτα·
- ανοίγει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- ανοίγει η ψαλίδα, βλ. λ. ψαλίδα·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- ανοίγει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) βλ. λ. πόδι·
- ανοίγει τα σκέλια της, (για γυναίκες) βλ. λ. σκέλια·
- ανοίγουν οι κάλπες, βλ. λ. κάλπη·
- ανοίγουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. αλισβερίσι·
- ανοίγω βεντέτα (με κάποιον), βλ. λ. βεντέτα1·
- ανοίγω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- ανοίγω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω θεμέλια ή ανοίγω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- ανοίγω καβγά, βλ. καβγάς·
- ανοίγω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- ανοίγω κάρτα (σε κάποιον), βλ. λ. κάρτα·
- ανοίγω κατάστημα, βλ. λ. κατάστημα·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- ανοίγω κοιλιές και ξύνω σκεμπέδες, βλ. λ. κοιλιά·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- ανοίγω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοίγω λογαριασμούς, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοίγω μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω μέτωπο (με κάποιον, με κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω μπελά ή ανοίγω μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- ανοίγω μπερντέ, βλ. λ. μπερντές·
- ανοίγω μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- ανοίγω νέα σελίδα, βλ. λ. σελίδα·
- ανοίγω νέο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- ανοίγω νέους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω νέους ορίζοντες, βλ. λ. ορίζοντας·
- ανοίγω νοικοκυριό, βλ. λ. νοικοκυριό·
- ανοίγω όλα τα γκάζια της ή ανοίγω όλα της τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω πανί ή ανοίγω πανιά, βλ. λ. πανί·
- ανοίγω παρτίδες, βλ. λ. παρτίδα·
- ανοίγω πληγή, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βλ. λ. πόλεμος·
- ανοίγω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- ανοίγω προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ. προηγούμενα·
- ανοίγω πυρ, βλ. λ. πυρ·
- ανοίγω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω σπιτικό, βλ. λ. σπιτικό·
- ανοίγω συζήτηση ή ανοίγω τη συζήτηση , βλ. λ. συζήτηση·
- ανοίγω σχέση ή ανοίγω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- ανοίγω τα γκαβά μου, βλ. λ. γκαβά·
- ανοίγω (τα) γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τα παλιά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- ανοίγω τα παλιά κατάστιχα, βλ. λ. κατάστιχο·
- ανοίγω τα παλιά κιτάπια, βλ. λ. κιτάπι·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- ανοίγω τα στραβά μου, βλ. λ. στραβά·
- ανοίγω τα φτερά μου, βλ. λ. φτερό·
- ανοίγω τα φύλλα μου, βλ. λ. φύλλο·
- ανοίγω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- ανοίγω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- ανοίγω τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- ανοίγω τη βρύση, βλ. λ. βρύση·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω τη στρόφιγγα, βλ. λ. στρόφιγγα·
- ανοίγω τη φωνή, (για ραδιόφωνα, τηλεοράσεις) βλ. λ. φωνή·
- ανοίγω την αγκαλιά μου, βλ. λ. αγκαλιά·
- ανοίγω την κάνουλα, (ιδίως για χρηματικές παροχές) βλ. λ. κάνουλα·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), βλ. λ. καρδιά·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- ανοίγω τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω το βήμα μου, βλ. λ. βήμα·
- ανοίγω (το) γκάζι (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω (το) κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
- ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, βλ. λ. κουτί·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω το μαγαζί μου, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω το νερό, βλ. λ. νερό·
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, βλ. λ. νερό·
- ανοίγω το ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- ανοίγω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- ανοίγω το φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- ανοίγω το φως, βλ. λ. φως·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου, βλ. λ. ασκός·
- ανοίγω υπόνομο, βλ. λ. υπόνομος·
- ανοίγω φάμπρικα, βλ. λ. φάμπρικα·
- ανοίγω φεγγίτη, βλ. λ. φεγγίτης·
- ανοίγω φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- ανοίγω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. λ. στόμα·
- ανοίξαμε και σας περιμένουμε, ειρωνική έκφραση για γυναίκα που ενδίδει πολύ εύκολα στις αντρικές ερωτικές προτάσεις: «είχε μια χαρά κοπέλα, αλλά τη χώρισε και τα ’φτιαξε με μια ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Από τη συνηθισμένη διαφημιστική έκφραση νέου καταστήματος που μόλις άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση η φρ. με σεξουαλικό υπονοούμενο·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- ανοίξαμε συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- άνοιξαν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι κρουνοί τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι ουρανοί, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου, βλ. λ. πύλη·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν, βλ. λ. πόρτα·
- άνοιξαν πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- άνοιξαν τα νεφρά μου, βλ. λ. νεφρό·
- άνοιξαν τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άνοιξαν τα σκόρδα, βλ. λ. σκόρδο·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξε η ζγάρα μου, βλ. λ. ζγάρα·
- άνοιξε η κωλάθρα μου, βλ. λ. κωλάθρα·
- άνοιξε η μέση μου, βλ. λ. μέση·
- άνοιξε η μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- άνοιξε η πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- άνοιξε η σούφρα μου, βλ. λ. σούφρα·
- άνοιξε η τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- άνοιξε η τύχη σου! βλ. λ. τύχη·
- άνοιξε ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. Θεός·
- άνοιξε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- άνοιξε ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο ή άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε πολύ τη βεντάλια, βλ. λ. βεντάλια·
- άνοιξε τ’ αντεράκι μου, βλ. λ. αντεράκι·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. λ. άντερο·
- άνοιξε τα γκαβά σου! βλ. λ. γκαβά·
- άνοιξε τα μάτια σου! βλ. λ. μάτι·
- άνοιξε τα πόδια σου! βλ. λ. πόδι·
- άνοιξε τα στραβά σου! βλ. λ. στραβό·
- άνοιξε τις φλέβες του, βλ. λ. φλέβα·
- άνοιξε το βήμα σου! βλ. λ. βήμα·
- άνοιξε το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο ή άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι ή άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο ή άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κουτάκι, βλ. λ. κουτάκι·
- άνοιξε το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- άνοιξε το τριώδιο, βλ. λ. τριώδιο·
- άνοιξε το φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- άνοιξες πόρτα! ή άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- δεν ανοίγει βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν άνοιξε μύτη, βλ. λ. μύτη·
- δεν άνοιξε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον πούτσα του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- θα σου ανοίξω τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- θα σου ανοίξω τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- θα σου ανοίξω την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- θα σου ανοίξω τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- μην ανοίξω το στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- μου ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- μου ανοίγουν τα γκαβά, βλ. λ. γκαβά·
- μου ανοίγουν τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- μου ανοίγουν τα στραβά, βλ. λ. στραβά·
- μου άνοιξαν το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, βλ. λ. πληγή·
- μου άνοιξε την καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- μου άνοιξε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί (ενν. αν σου λέω ψέματα) βλ. λ. γη·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί, βλ. λ. γη·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κατάστιχα ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες ανοίξανε, βλ. λ. πόρτα·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, στο μεϊντάνι η Φροσύνη, βλ. λ. μεϊντάνι·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- την άνοιξα, (για γυναίκες), την ξεπαρθένεψα: «αυτήν που βλέπεις την άνοιξα, όταν ήταν ακόμη δεκαοχτώ χρονώ»·
- την άνοιξαν (ενν. την κοιλιά της), της έκαναν καισαρική τομή: «αφού είδαν πως δεν είχε καθόλου διαστολή, την άνοιξαν και της πήραν το μωρό»· βλ. και φρ. τον άνοιξαν·
- της ανοίγω (όλα) τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της ανοίγω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες),βλ. λ. πόδι·
- της ανοίγω τα σκέλια, (για γυναίκες), βλ. λ. σκέλια·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες ή το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον άνοιξαν, τον χειρούργησαν: «τον άνοιξαν προχτές στο τάδε νοσοκομείο κι όλα πήγαν μια χαρά»· βλ. και φρ. την άνοιξαν·
- τον άνοιξαν και τον έκλεισαν, σταμάτησαν την εγχείρηση, ιδίως γιατί βρέθηκαν αντιμέτωποι με καθολικό καρκίνο: «τον άνοιξαν και τον έκλεισαν προχτές στο τάδε νοσοκομείο, γιατί δεν έπαιρνε γιατρειά»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- του ανοίγει τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- του ανοίγω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- του ανοίγω την όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- του ανοίγω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του (της) άνοιξα τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- του (της) άνοιξα τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- του άνοιξα την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- του άνοιξα την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. καρδιά·
- του (της) άνοιξα την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- του (της) άνοιξα τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- του (της) άνοιξα τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του άνοιξα το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο ή του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι ή του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο ή του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξαν την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- του άνοιξαν το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- του άνοιξαν το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- του άνοιξαν το ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- του άνοιξε κουμπότρυπες, βλ. λ. κουμπότρυπα·
- του άνοιξε τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- τους ανοίξαμε την κωλάθρα ή τους ανοίξαμε τις κωλάθρες, βλ. λ. κωλάθρα·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη.

- ρ. [<αρχ. ἀνοίγω ], ανοίγω. 1. τρυπώ: «άνοιξα δυο τρύπες στον τοίχο». 2. σχίζω: «άνοιξα το πουκάμισό μου σ’ αυτό το καρφί». 3. σκάβω: «άνοιξα ένα χαντάκι γύρω απ’ την αυλή μου για να μην πλημμυρίζει, όταν βρέχει δυνατά». 4. εγχειρίζω: «τον άνοιξαν με μια καινούρια εγχειρητική μέθοδο». 5. (για καταστήματα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες) αρχίζω να λειτουργώ καθημερινά κάποια συγκεκριμένη ώρα: «τα σούπερ μάρκετ ανοίγουν στις 09.00 || οι δημόσιες υπηρεσίες ανοίγουν στις 08.00». 6α. (για είδη ένδυσης) ξεκουμπώνω, ξεκουμπώνομαι: «άνοιξα το πουκάμισό μου για να φαίνεται το χρυσό σταυρουδάκι πάνω στο στήθος μου || άνοιξα το παντελόνι μου μπροστά για να ουρήσω». β. (για είδη υπόδησης) ξεχειλώνω: «είναι στενά τα παπούτσια μου, όμως με το περπάτημα θ’ ανοίξουν». 7. (για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω να παίζω βάζοντας ένα ορισμένο ποσό: «ανοίγω με χίλιες δραχμές». 8. (για λουλούδια) ανθίζω: «άνοιξαν τα τριαντάφυλλα». 9. (για σκάκι) κάνω τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού: «άνοιξα με δυο στρατιωτάκια για να ελευθερώσω τις κινήσεις των δυο τρελών». 10. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερο κάποιο αντίπαλο πούλι, που είχα πιασμένο ή αφήνω κάποια πόρτα που είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω μια πόρτα κι ένα πούλι του». 11. στην προστακτ. άνοιξε και ανοίξτε (ενν. δρόμο), παραμέρισε, παραμερίστε: «άνοιξε να περάσω, γιατί βιάζομαι || ανοίξτε να περάσουν, γιατί κουβαλούν έναν τραυματία». (Ακολουθούν 225 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης