Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- ναι,
- μόρ. βεβαιωτ. [<αρχ. ναί], ναι. 1. βέβαια, ασφαλώς, μάλιστα: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας; -Ναι, θα ’ρθω». 2. σε επιφωνηματικό τύπο ναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε τα λεγόμενα κάποιου: «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ναι!». Πολλές φορές, ακολουθεί το σιγά. 3. σε ερωτηματικό τύπο ναι; δηλώνει έκπληξη με την έννοια, τι μου λες(;): «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ναι;». Πολλές φορές, ακολουθεί το τι μου λες; ή το μπράβο. 4. Είναι φορές που επαναλαμβάνεται συχνά σε μια διήγηση κλείνοντας σαν τελεία μια ολοκληρωμένη πρόταση: «ο άντρας της έλειπε σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, ναι, κάποια φορά επέστρεψε ένα βράδυ και τη βρήκε στο κρεβάτι με τον γκόμενό της, ναι». 5α. ως άκλ. ουσ. το, τα ναι, η θετική ψήφος: «τα ναι βγήκαν πιο πολλά απ’ τα όχι». β. (γενικά) η αποδοχή, η συγκατάθεση: «πρέπει να ξέρεις πως το δικό το ναι θα έχει θετική επίδραση και στους άλλους». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- δε θα ’λεγα ναι, δηλώνει με ευγενικό τρόπο άρνηση στην πρόταση κάποιου: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Δε θα ’λεγα ναι, γιατί έχω τη γυναίκα μου άρρωστη»·
- δε λέει ποτέ ναι, προβάλλει μόνιμα αντιρρήσεις, γενικά δε δέχεται τις κοινωνικές προτάσεις ή προσκλήσεις: «τον τάδε δε θα τον καλέσω, γιατί δε λέει ποτέ ναι». Αντίθ. δε λέει ποτέ όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι ή δεν ξέρει το ναι, βλ. φρ. δε λέει ποτέ ναι·
- ε μα το ναι! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το ναι, πάψε να μ’ ενοχλείς!».Συνών. ε μα την αλήθεια! (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το Θεό! / ε μα τον άγιο(!)·
- ή ναι ή ου, (κατηγορηματικά) ή ναι ή όχι: «πες μου για να ξέρω, θα ’ρθεις μαζί μου; Ή ναι ή ου». Πρβλ.: σοφόν τό σαφές (Ευριπίδης)·
- και ναι και όχι, λέγεται στην περίπτωση που δεν είμαστε σίγουροι αν πρέπει να δώσουμε μια θετική ή αρνητική απάντηση: «είναι καλός άνθρωπος ο τάδε; -Τι να σου πω, και ναι και όχι»·
- λέω ναι ή λέω το ναι, α. αποδέχομαι πρόταση, αίτημα ή παράκληση: «κάθε φορά που λέει ναι, κρατάει το λόγο του». β. αποδέχομαι, ιδίως πρόταση για σύναψη ερωτικής σχέσης ή για επισημοποίηση ερωτικού δεσμού με αρραβώνα ή και με γάμο. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ τι λες, θα γίνουμε επιτέλους εραστές, πες μου το ναι και φύγαμε να πάμε όπου θες)·
- μα το ναι! δηλώνει διαβεβαίωση ή λέγεται ως όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε κάποιον: «μην τύχει και δεν έρθεις; -Μα το ναι, θα ’ρθω!». (Τραγούδι: κι εμείς οι άλλοι μα το ναι κάνουμε πάρτι ρεφενέ και δε βαριέσαι, δε βαριέσαι αδερφέ). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- ναι για! βλ. λ. για·
- ναι ή ου; (κατηγορηματικά) ναι ή όχι(;): «θα ’ρθεις μαζί μας, ναι ή ου;»·
- ναι και όχι, (για καφέ) που προσφέρεται με ελάχιστη ζάχαρη: «κάθε πρωί πίνει έναν καφέ ναι και όχι και φεύγει για τη δουλειά του»·
- ναι και πάλι ναι, δηλώνει αμετακίνητη επιμονή σε κάτι: «ναι και πάλι ναι, κι ό,τι να μου πείτε, εγώ θα την παντρευτώ»·
- ναι μεν… αλλά..., αποδοχή ή συγκατάθεση, αλλά με προϋποθέσεις, με όρους: «ναι μεν θα κάνουμε τη δουλειά, αλλά το ταμείο θα το κρατάω εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν, αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι)·
- ναι σου λέω! πίστεψε αυτά που σου λέω: «τα πράγματα έγιναν ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο, ναι σου λέω και μην αμφιβάλλεις!»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός·
- ούτε ναι ούτε όχι, λέγεται στην περίπτωση που δε θέλουμε να δώσουμε μια κατηγορηματική απάντηση ή όταν δεν είμαστε σίγουροι αν κατέχουμε καλά μια υπόθεση ή ένα θέμα: «εντέλει, ξέρεις να πεις πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα; -Ούτε ναι ούτε όχι, γιατί κι εγώ τα ’μαθα απ’ τον τάδε»·
- ποιος λέει ναι, ρητορική ερώτηση που λέγεται για κάτι που είναι κατακριτέο ή για κάτι για το οποίο διαφωνούμε πέρα για πέρα, εντελώς: «ποιος λέει ναι στα ναρκωτικά»·
- πώς ναι! βλ. λ. πώς·
- το μεγάλο ναι, αποδοχή πρότασης η οποία είναι καθοριστική για την εξέλιξη αυτού που την αποδέχεται: «ήταν τόσο δελεαστική η πρόταση του διευθυντή του, που, αν και θα ήταν υποχρεωμένος να ζει μακριά απ’ την οικογένειά του, εντούτοις είπε το μεγάλο ναι». Πρβλ.: Σέ μερικούς ἀνθρώπους ἔρχεται μιά μέρα πού πρέπει τό μεγάλο Ναί ἤ τό μεγάλο Ὄχι νά ποῦνε. (Κ.Π. Καβάφης). Αντίθ. το μεγάλο όχι. - μόρ. βεβαιωτ. [<αρχ. ναί], ναι. 1. βέβαια, ασφαλώς, μάλιστα: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας; -Ναι, θα ’ρθω». 2. σε επιφωνηματικό τύπο ναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε τα λεγόμενα κάποιου: «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ναι!». Πολλές φορές, ακολουθεί το σιγά. 3. σε ερωτηματικό τύπο ναι; δηλώνει έκπληξη με την έννοια, τι μου λες(;): «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ναι;». Πολλές φορές, ακολουθεί το τι μου λες; ή το μπράβο. 4. Είναι φορές που επαναλαμβάνεται συχνά σε μια διήγηση κλείνοντας σαν τελεία μια ολοκληρωμένη πρόταση: «ο άντρας της έλειπε σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, ναι, κάποια φορά επέστρεψε ένα βράδυ και τη βρήκε στο κρεβάτι με τον γκόμενό της, ναι». 5α. ως άκλ. ουσ. το, τα ναι, η θετική ψήφος: «τα ναι βγήκαν πιο πολλά απ’ τα όχι». β. (γενικά) η αποδοχή, η συγκατάθεση: «πρέπει να ξέρεις πως το δικό το ναι θα έχει θετική επίδραση και στους άλλους». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης