Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • μπρος,
    επίρρ. [<αρχ. ἐμπρός], εμπρός, μπροστά. α. ως επιφών. μπρος! απόκριση στο άκουσμα χτύπου στην πόρτα, που σημαίνει ποιος είναι ή περάστε, ή απόκριση στο ακουστικό τηλεφώνου μετά από κλήση, που σημαίνει ποιος είναι ή ομιλείτε· βλ. και λ. μπρόις(!). β. ως προτρεπτικό μόρ.: «μπρος, όλοι στη δουλειά!». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
    - από δω και μπρος, βλ. λ. εδώ·
    - από κει και μπρος, βλ. λ. εκεί·
    - από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος ή μπρος φίλος και πίσω σκύλος, βλ. λ. φίλος·
    - βάζω μπρος, α. αρχίζω, ξεκινώ: «αύριο βάζω μπρος μια καινούρια δουλειά || αύριο βάζω μπρος το χτίσιμο του σπιτιού». β. (για αυτοκίνητα ή γενικά για μηχανήματα) θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: «έβαλε μπρος τ’ αυτοκίνητό του κι έφυγε»· βλ. και φρ. τον βάζω μπρος·
    - βάζω μπρος μου, βλ. φρ. βάζω μπροστά μου, λ. μπροστά·
    - βάζω μπρος τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
    - βάζω μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
    - βάρδα μπρος! βλ. λ. βάρδα·
    - δεν παίρνει γρήγορα μπρος, βλ. φρ. δεν παίρνει εύκολα μπρος·
    - δεν παίρνει εύκολα μπρος, δεν καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του λέμε ή που του υποδεικνύουμε, γιατί δεν είναι εύστροφος, δεν παίρνει εύκολα φωτιά: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει εύκολα μπρος ο φουκαράς»·
    - ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. φρ. κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω·
    - κάνει μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
    - κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
    - κάνω μπρος, προχωρώ: «κάνε λίγο μπρος να περάσω»·
    - κάνω μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
    - μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. συνηθέστ. μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, βλ. λ. γκρεμός·
    - μπρος εμείς και δε γαμείς! βλ. λ. γαμώ·
    - μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
    - μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, βλ. λ. κάλλη·
    - πάει μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
    - παίρνω μπρος, α. αρχίζω να καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, εννοώ: «αυτός ο άνθρωπος δεν παίρνει μπρος με τίποτα». β. (για αυτοκίνητα ή γενικά για μηχανήματα) αρχίζω να λειτουργώ, να κινούμαι: «μόλις πήρε μπρος τ’ αυτοκίνητό του, έφυγε σαν βολίδα»·
    - πάω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
    - πάω μπρος ή πηγαίνω μπρος, βλ. συνηθέστ. πάω μπροστά, λ. μπροστά·
    - πιο μπρος, βλ. συνηθέστ. πιο μπροστά, λ. μπροστά·
    - τα μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
    - το κάνει μόνο από μπρος, (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη μόνο φυσιολογικά: «αν βρει γυναίκα που το κάνει μόνο από μπρος, δεν πάει μαζί της»·
    - τον βάζω μπρος, βλ. συνηθέστ. τον βάζω μπροστά, λ. μπροστά·
    - τον στρώνω μπρος, βλ. συνηθέστ. τον στρώνω μπροστά, λ. μπροστά·
    - του βγήκα μπρος, βλ. φρ. του βγήκα μπροστά, λ. μπροστά·
    - τραβώ μπρος, ιδίως στην προστακτ. τράβα μπρος, (αόριστα) συνέχισε να ζεις τη ζωή σου. (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
    - φοράει ποδιά μπρος πίσω, (για γυναίκες), βλ. λ. ποδιά.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης