Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • μπόρα, η,
    ουσ. [<ιταλ. bora <λατιν. boreas <ελλ. βορέας]. 1. δυνατή και ξαφνική βροχή που περνάει γρήγορα. 2. η θύελλα, η καταιγίδα: «όσο κρατούσε η μπόρα, δεν ξεμύτισε κανείς απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τι τη θέλεις και την κλείνεις; να μπω μέσα δε μ’ αφήνεις· είναι συννεφιά και μπόρα και τι θ’ απογίνω τώρα;). 3. πολύ δύσκολη κατάσταση: «του έτυχε μεγάλη μπόρα και δεν ξέρει τι να κάνει ο άνθρωπος! || έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του, μέχρι να περάσει η μπόρα». (Λαϊκό τραγούδι: αφ’ ότου μας επλάκωσε της Κατοχής η μπόρα,τ’ αντάρτικο εφούντωσε σε όλη μας τη χώρα). 4. στον πλ. οι μπόρες, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι συμφορές: «τον τσάκισαν οι μπόρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος μου, μόνος μου στα βάσανα στις μπόρες κανείς δεν ήρθε να με δει στις δύσκολες τις ώρες). Συνών. αστροπελέκι (3β) / κεραυνός (2)·
    - έπιασε (η) μπόρα, άρχισε δυνατή και ξαφνική βροχή: «καθυστέρησα να ’ρθω, γιατί, όπως ερχόμουν, έπιασε μπόρα και μπήκα σ’ ένα μπαράκι, μέχρι να τελειώσει». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα και πέντε πήγε η ώρα και σε περιμένω στο στενό, άργησες να ’ρθεις και έπιασε η μπόρα στην καρδιά μου και στον ουρανό
    - κι όποιον πάρει η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε κι όποιον πάρει η μπόρα || πυροβολούσε στον αέρα κι όποιον πάρει η μπόρα». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει ο χάρος / κι όποιον πάρει το ποτάμι·
    - με δέρνουν οι μπόρες, περνώ βάσανα, δύσκολες καταστάσεις: «πώς να προκόψω στη ζωή μου, απ’ τη στιγμή που με δέρνουν συνέχεια οι μπόρες;». (Λαϊκό τραγούδι: και τώρα που σε δέρνουν οι μπόρες στη ζωή, εγώ θα σε γλιτώσω απ’ την καταστροφή). Στον τύπο με δέρνουν κάτι μπόρες! επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες(!)·
    - με χτυπούν μπόρες, περνώ δύσκολες καταστάσεις, βασανίζομαι. (Λαϊκό τραγούδι: με χτυπούνε χίλιες μπόρες κι όμως πού να στηριχθώ, σκαλοπάτι, σκαλοπάτι διαρκώς κατρακυλώ). Στον τύπο με χτυπούν κάτι μπόρες επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν κεραυνοί·
    - μπόρα είναι (και) θα περάσει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε σε κάποιον κουράγιο ή θάρρος, να υπομένει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, γιατί, όπως και η μπόρα, έτσι και αυτή, θα είναι παροδική και σύντομη: «κάνε κουράγιο, φίλε μου, μπόρα είναι και θα περάσει»·
    - ξέσπασε (η) μπόρα, βλ. φρ. έπιασε (η) μπόρα·
    - πέρασε η μπόρα, παρήλθε η δύσκολη κατάσταση: «τώρα που πέρασε η μπόρα, προσπαθώ ν’ ανασυντάξω τις δυνάμεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: αδέρφια ενωθείτε πια που πέρασε η μπόρα και δώσετε τα χέρια σας στη λεύτερή μας χώρα
    - πέρασε μπόρα, πέρασε κάποια δύσκολη κατάσταση: «πέρασε μπόρα με το θάνατο του πατέρα του»·
    - τον πήρε η μπόρα, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «μετά τη διάλυση της οικογένειάς του τον πήρε η μπόρα και εν τον βλέπω καλά || με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά του, ώσπου τον πήρε η μπόρα και τώρα τη βγάζει με διάφορες τράκες». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού μας τώρα, με τράβηξε ο ποταμός, με πήρε πια η μπόρα). Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε το ποτάμι·
    - τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία, που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια γενική κρίση, υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν ο μόνος κερδισμένος απ’ την παρέα μας, αλλά μέχρι τα ξημερώματα τον πήρε κι αυτόν η μπόρα γιατί τα έχασε όλα στην ρουλέτα || βέβαια αυτός δεν έφταιγε, αλλά όταν άρχισε να τους βρίζει ο διευθυντής τους, τον πήρε κι αυτόν η μπόρα». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης