Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • μπάντα
    κ. πάντα, η, ουσ. [<μσν. μπάντα <ιταλ. banda]. 1. η καθεμιά από τις πλαϊνές πλευρές ενός πράγματος: «το καράβι έγειρε απ’ τη δεξιά μπάντα || και οι δυο μπάντες τ’ αυτοκινήτου του έχουν γρατζουνιές». 2. στενόμακρο και μαλακό κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται ως επίδεσμος: «τύλιξαν με μια μπάντα το πληγωμένο του πόδι». 3. μακρόστενο εργόχειρο που κρεμούν στον τοίχο, ιδίως κατά μήκος κρεβατιού ή ντιβανιού: «στα πλάγια του κρεβατιού, πάνω στον τοίχο, είχε κρεμασμένη μια μπάντα που έδειχνε έναν Άραβα καβαλάρη». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
    - από ποιανού μπάντα είσαι; ποιον από τους δυο υποστηρίζεις(;): «θέλω να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου και να μου πεις, από ποιανού μπάντα είσαι;». Συνών. από ποιανού μεριά είσαι; / από ποιανού πάρτη είσαι; / από ποιανού το μέρος είσαι(;)·
    - αφήνω στην μπάντα, α. ακουμπώ, εγκαταλείπω παράμερα κάτι: «μόλις μπήκε στο σπίτι άφησε στην μπάντα τα ψώνια που κρατούσε και μπήκε στο μπάνιο». β. παύω να κάνω ή να χρησιμοποιώ κάτι: «άσε στην μπάντα τις ανοησίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου || μόλις άφησε στην μπάντα το σκαλιστήρι πήρε το κλαδευτήρι». γ. παραμερίζω, παραβλέπω, παρατώ: «πρέπει ν’ αφήσουμε στην μπάντα τις έχθρες και να δώσουμε πάλι τα χέρια». Συνών. αφήνω κατά μέρος / αφήνω στην άκρη·
    - βάζω στην μπάντα, α. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζει ένα ποσό από το μισθό του στην μπάντα για ώρα ανάγκης». (Λαϊκό τραγούδι: της ζωής μου νταγιάντα ντόμινα, ντόμινα ντόνα βάζω άσπρα στην μπάντα ουρανό να σε ντύσω σαν θα ’ρθεις πάλι πίσω).β. (για πρόσωπα) παραγκωνίζω: «ο νέος διευθυντής έβαλε στην μπάντα όλους τους παλιούς για να προωθήσει τους δικούς του». γ. (για πράγματα) παύω να χρησιμοποιώ, αχρηστεύω: «έβαλε στην μπάντα το παλιό του πλυντήριο, επειδή έγινε προβληματικό, κι αγόρασε άλλο». Συνών. βάζω κατά μέρος / βάζω στην άκρη· βλ. και φρ. αφήνω στην μπάντα·
    - βγάζω στην μπάντα, ξεδιαλέγω μέρος από ένα σύνολο: «όποιο σάπιο πορτοκάλι βλέπετε, θα το βγάζετε στην μπάντα». Συνών. βγάζω κατά μέρος / βγάζω στην άκρη·
    - βγαίνω στην πέρα μπάντα, (στη γλώσσα της αργκό) περνώ απέναντι: «μόλος άναψε το πράσινο, βγήκα στην πέρα μπάντα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, βαρκούλα, πάρε με, στην πέρα μπάντα βγάλε με
    - έχω στην μπάντα, έχω αποταμιευμένα χρήματα: «έχω στην μπάντα ένα ποσό για ώρα ανάγκης». Συνών. έχω κατά μέρος / έχω στην άκρη·
    - κάθομαι στην μπάντα, δεν αναμειγνύομαι σε κάποια διένεξη, μένω ουδέτερος παρατηρητής: «όταν τους βλέπω να μαλώνουν, κάθομαι στην μπάντα και χαζεύω». Συνών. κάθομαι κατά μέρος / κάθομαι στην άκρη·
    - κάνε στην μπάντα, (απειλητικά, προστακτικά ή συμβουλευτικά) παραμέρισε, υποχώρησε: «κάνε στην μπάντα, γιατί θα φας ξύλο || αφού βλέπεις πως είναι πιο δυνατός από σένα, κάνε στην μπάντα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε κάντε όλοι στην μπάντα να βγει να χορέψει ο Σαλονικιός. Άιντε κάντε του λεζάντα τη βραδιά να κλέψει ο Σαλονικιός).Συνών. κάνε κατά μέρος / κάνε στην άκρη·  
    - κάνω στην μπάντα, α. παραμερίζω από ευγένεια ή από σεβασμό για να περάσει κάποιος, δίνω το προβάδισμα σε κάποιον: «μόλις φτάσαμε στην πόρτα, έκανα στην μπάντα για να περάσει πρώτος ο παππούς μου». β. (γενικά) παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «αφού ήταν τόσο βιαστικός, έκανα στην μπάντα για να περάσει». γ. δίνω τόπο στην οργή, υποχωρώ: «επειδή ήταν χαζός, έκανα στην μπάντα και δεν έδωσα βάση στις ανοησίες που έλεγε». δ. παραμερίζω λόγω φόβου, εγκαταλείπω: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, έκανα στην μπάντα, γιατί ήταν πιο δυνατός από μένα». Συνών. κάνω κατά μέρος / κάνω στην άκρη·
    - κάνω στην μπάντα (κάποιον), παραμερίζω κάποιον θεωρώντας τον εμπόδιο των ενεργειών ή των φιλοδοξιών μου: «έχει μάθει να κάνει στην μπάντα όποιον επιβουλεύεται τη διευθυντική του θέση στο εργοστάσιο». Συνών. κάνω κατά μέρος (κάποιον) / κάνω στην άκρη (κάποιον)·
    - μπαίνω με τις μπάντες, (για οδηγούς μοτοσικλετών, ιδίως αυτοκινήτων) παίρνω μια στροφή με τόσο μεγάλη ταχύτητα, που το αυτοκίνητο γέρνει με την πλευρά του από το μέρος της εσωτερικής στροφής: «έχει την τρέλα σε κάθε στροφή να μπαίνει με τις μπάντες»·
    - να ’μουν από καμιά μπάντα! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών, ιδίως κατά την εξέλιξη κάποιας οδυνηρής στιγμής για κάποιον: «να ’μουν από καμιά μπάντα να έβλεπα κι εγώ τα μούτρα που έκανε, όταν τον πληροφόρησαν την απόλυσή του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε και πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά άκρη! / να ’μουν από καμιά μεριά(!)·
    - όρτσ’ αλά μπάντα, βλ. λ. όρτσα·
    - πετώ στην μπάντα, αχρηστεύω: «πέταξα στην μπάντα όλα τα έπιπλα του σαλονιού μου κι αγόρασα άλλα». Συνών. πετώ κατά μέρος / πετώ στην άκρη·
    - στην μπάντα! παραμέρισε, παραμερίστε να περάσω: «στην μπάντα, γιατί θα σας λερώσω!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται τις ενθουσιώδεις ιαχές των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιά, όταν ο ποδοσφαιριστής Λοσάντα είχε την μπάλα στα πόδια του και εφορμούσε κατά της αντίπαλης εστίας: στην μπάντα, στην μπάντα έρχεται ο Λοσάντα! Συνών. στην άκρη(!)·
    - τον βάζω στην μπάντα, τον παραμερίζω, τον παραγκωνίζω: «επειδή αντιδρούσε σ’ όλες τις αποφάσεις που έπαιρνα, τον έβαλα στην μπάντα». Συνών. τον βάζω κατά μέρος / τον βάζω στην άκρη·
    - τον κάνω στην μπάντα, τον παραμερίζω βίαια: «με μια σπρωξιά τον έκανε στην μπάντα και πέρασε». (Λαϊκό τραγούδι: φαντάροι και τσολιάδες μας τους κάνανε στην μπάντα,τους βγάλαν’ απ’ την Κορυτσά και τους  Άγιους Σαράντα). Συνών. τον κάνω κατά μέρος / τον κάνω στην άκρη·
    - τον πετώ στην μπάντα, τον παραγκωνίζω με προσβλητικό τρόπο: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, τον πέταξαν στην μπάντα οι πολιτικοί του αντίπαλοι». Συνών. τον πετώ κατά μέρος / τον πετώ στην άκρη·
    - τραβιέμαι στην μπάντα, α. παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις είδα πως ήταν ηλικιωμένος, τραβήχτηκα για να περάσει πρώτος». β. δε συμμετέχω, ιδίως σε κάτι κακό ή ασύμφορο: «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως είναι ύποπτη η δουλειά, τραβιέμαι στην μπάντα». Συνών. τραβιέμαι κατά μέρος / τραβιέμαι στην άκρη· βλ. φρ. κάνω στη μπάντα·
    - τραβώ στην μπάντα, παραμερίζω κάτι: «τράβηξε στην μπάντα το τραπέζι, επειδή εμπόδιζε, και το ακούμπησε στον τοίχο». Συνών. τραβώ κατά μέρος / τραβώ στην άκρη· βλ. και φρ. κάνω στην μπάντα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης