Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ανάστα,
    επίρρ. [προστ. αορ. του αρχ. ρ. ἀνίσταμαι]·
    - γίνομαι ανάστα ή γίνομαι ανάστα ο Κύριος, συγχύζομαι, γίνομαι εκτός εαυτού: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, γίνομαι ανάστα»·
    - έγινε ανάστα ή έγινε ανάστα ο Κύριος, α. δημιουργήθηκε πολλή ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισε να τραγουδάει η Χαρούλα Αλεξίου, έγινε ανάστα ο Κύριος, στο μαγαζί». Από το ότι, μόλις ο ιερέας αναφωνεί το Χριστός ανέστη! στην ακολουθία της Αναστάσεως, οι πιστοί καταλαμβάνονται από μεγάλη ευφορία. β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «μόλις πείραξαν τη γυναίκα του, έγινε ανάστα ο Κύριος μέσα στο μαγαζί». Η παρερμηνεία του ανάστα  (= ας εγερθεί) από το ότι, μόλις ο ιερέας αναφωνεί το Χριστός Ανέστη! στην ακολουθία της Αναστάσεως, οι πιστοί υποδέχονται το ευχάριστο νέο προκαλώντας μεγάλο θόρυβο με βαρελότα ή πυροβολισμούς. γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «ήταν τόσο σπουδαίο το ματς, που έγινε ανάστα ο Κύριος μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
    - είμαι ανάστα ή είμαι ανάστα ο Κύριος, είμαι πολύ συγχυσμένος, είμαι εκτός εαυτού: «τον είδα που ήταν ανάστα και δεν του είπα ούτε κουβέντα»·
    - θα γίνει ανάστα ή θα γίνει ανάστα ο Κύριος, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον για επικείμενη αναταραχή ή φασαρία λόγω της απαράδεκτης διαγωγής του: «αν πιάσεις ξανά το όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα γίνει ανάστα». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο της τάδε, γιατί απ’ ό,τι ψιθυρίζεται θα γίνει ανάστα ο Κύριος». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
    - τα κάνω ανάστα ή τα κάνω ανάστα ο Κύριος, α. δημιουργώ εκρηκτικό κέφι: «τη μέρα που πάντρευε την κόρη του, τα ’κανε ανάστα ο Κύριος». β. δημιουργώ μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκε με τους διπλανούς και τα ’κανε ανάστα ο Κύριος μέσα στο μαγαζί». γ. τα κάνω άνω κάτω σε ένα χώρο: «έκανε το δωμάτιο ανάστα ο Κύριος για να βρει το παλιό του ρολόι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλα·
    - τον κάνω ανάστα ή τον κάνω ανάστα ο Κύριος, κάνω κάποιον να συγχυστεί πάρα πολύ, τον φέρνω εκτός εαυτού: «μόλις του είπε για τα καμώματα της γυναίκας του, τον έκανε ανάστα».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης