Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ανάσα, η,
    ουσ. [<ανασαίνω], η ανάσα. 1. οτιδήποτε θεωρούμε πολύτιμο στη ζωή μας. (Τραγούδι: σώμα και ψυχή μου, ανάσα πρωινή μου, πόσο σ’ αγαπώ). 2. η ανακούφιση: «τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης ήταν μια ανάσα για τους χαμηλόμισθους»· βλ. και λ. αναπνοή. (Ακολουθούν 18 φρ.)·
    - ανάσα μου! προσφώνηση σε λατρευτό μας πρόσωπο με έντονη συναισθηματική φόρτιση. (Λαϊκό τραγούδι: φεύγεις στα ξένα, φεύγεις, παιδί μου, φεύγεις, ανάσα μου, φεύγεις, πνοή μου
    - βαστώ την ανάσα μου, βλ. φρ. βαστώ την αναπνοή μου, λ. αναπνοή·
    - βρίσκεται μια ανάσα από…, βλ. φρ. είναι μια ανάσα από(…)·
    - δε θέλω ανάσα, βλ. φρ. δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα·
    - δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα, απαγορεύω και τον παραμικρό θόρυβο, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όση ώρα θα λείπω απ’ την αίθουσα, δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα»·
    - δεν ακούγεται ανάσα, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όση ώρα μιλούσε ο πρόεδρος, δεν ακουγόταν ανάσα». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται άχνα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
    - δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. φρ. δεν παίρνω αναπνοή, λ. αναπνοή·
    - δεν πήρα ανάσα, βλ. φρ. δεν πήρα αναπνοή, λ. αναπνοή·   
    - δίχως ανάσα, βλ. φρ. δίχως αναπνοή, λ. αναπνοή·
    - είναι μια ανάσα από…, α. πρόκειται για πολύ κοντινή απόσταση: «θα πάμε με τα πόδια στο σπίτι μου, γιατί είναι μια ανάσα από δω που βρισκόμαστε». β. είναι πολύ κοντά σε κάτι: «η δουλειά είναι μια ανάσα απ’ το τέλος»·
    - κόπηκε η ανάσα μου ή μου κόπηκε η ανάσα, βλ. φρ. κόπηκε η αναπνοή μου, λ. αναπνοή·
    - κρατώ την ανάσα μου, βλ. φρ. κρατώ την αναπνοή μου·
    - με κομμένη ανάσα ή με κομμένη την ανάσα, α. με μεγάλη αγωνία: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα που είχε γίνει στην εθνική, περίμενε με κομμένη ανάσα να γυρίσουν τα παιδιά του στο σπίτι». β. με μεγάλο φόβο: «μόλις τον είδε να ’ρχεται αγριεμένος κατ’ απάνω του, πήγε και κρύφτηκε με κομμένη την ανάσα»·
    - με μια ανάσα, βλ. φρ. δίχως ανάσα·
    - νιώθω πίσω μου την ανάσα (κάποιου), (για δρομείς ή για βαθμολογία αθλητικών ομάδων) με πλησίασε πάρα πολύ, σχεδόν με έφτασε: «μόλις οι δρομείς μπήκαν στην τελευταία στροφή, ο δρομέας που προπορευόταν ένιωσε πίσω του την ανάσα του δρομέα που ακολουθούσε || με την ήττα της Κυριακής μειώθηκε η διαφορά που υπήρχε στη βαθμολογία, και η ομάδα μας ένιωσε πίσω της την ανάσα της ομάδας που ακολουθούσε». Πολλές φορές, μετά το πίσω μου, ακούγεται για μεγαλύτερη έμφαση το καυτή·
    - παίρνω ανάσα, α. ανακουφίζομαι ψυχικά, ησυχάζω, ηρεμώ από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «πήρε ανάσα ο άνθρωπος απ’ τη στιγμή που πάντρεψε την κόρη του, γιατί φοβόταν πως θα μείνει γεροντοκόρη». (Λαϊκό τραγούδι: και πριν χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή πήρε η Τουρκιά ανάσα). β. ανακουφίζομαι, ξελαφρώνω οικονομικά: «μόνο αν ξοφλήσω τις δόσεις του δανείου μου στην τράπεζα, θα πάρω ανάσα». γ. διακόπτω προσωρινά αυτό που κάνω για να ξεκουραστώ, ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι για λίγο: «στάσου και λίγο, ρε παιδάκι μου, να πάρω ανάσα, γιατί με ξεθέωσες στο περπάτημα!»·
    - παίρνω βαθιά ανάσα, α. νιώθω μεγάλη ψυχική ανακούφιση, ησυχάζω, ηρεμώ εντελώς από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «μόλις έγινε γνωστό πως δεν ήταν τα παιδιά του ανάμεσα στους τραυματίες του πούλμαν, πήρε βαθιά ανάσα». β. ανακουφίζομαι, ξελαφρώνω οικονομικά σε ικανοποιητικό βαθμό: «απ’ τη στιγμή που ξόφλησα όλες τις δόσεις του δανείου μου στην τράπεζα, πήρα βαθιά ανάσα». γ. ξεκουράζομαι ικανοποιητικά: «αφού κάθισα για ένα διάστημα και πήρα βαθιά ανάσα, συνέχισα την εργασία μου»·
    - χωρίς ανάσα, βλ. φρ. δίχως ανάσα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης