Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • μνήμη, η,
    ουσ. [<αρχ. μνήμη], η μνήμη. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
    - αιωνία του η μνήμη, α. (ευχετικά για εκλιπόντα) να μη ξεχαστεί ποτέ, να είναι πάντα στη μνήμη μας. β. (ειρωνικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δε ζει, που χάλασε, χάθηκε, καταστράφηκε, που δεν υπάρχει πια: «αυτός που ζητάς, αιωνία του η μνήμη ||  το πρώτο αυτοκίνητο που είχα, αιωνία του η μνήμη»·
    - αν δε μ’ απατά η μνήμη μου, αν θυμάμαι καλά: «αν δε μ’ απατά η μνήμη μου, εσύ θα πρέπει να ’σαι ο γιος του τάδε»·
    - από μνήμης, με βάση αυτά που θυμάται κανείς απ’ έξω, χωρίς τη βοήθεια σημειωμάτων: «τους είπε από μνήμης γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου»·
    - δε με βοηθά η μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ: «δε με βοηθά η μνήμη μου να σου πω πού ακριβώς τον γνώρισα»·
    - δε με γελά η μνήμη μου, αν και πέρασε πολύς καιρός, εντούτοις θυμάμαι πολύ καλά κάποιον ή κάποιο γεγονός: «είμαι σίγουρος πως είναι ο ίδιος άνθρωπος, δε με γελά η μνήμη μου || οδηγούσε και τότε παρόμοιο αυτοκίνητο, δε με γελά η μνήμη μου»·
    - εις μνήμην, οτιδήποτε γίνεται για να διατηρηθεί και να τιμηθεί το όνομα κάποιου που πέθανε: «έκαμε μια δωρεά στον Ερυθρό Σταυρό εις μνήμην του άντρα της»·
    - έμεινε στη μνήμη μου ή μου ’μεινε στη μνήμη (κάτι), εξακολουθώ να θυμάμαι κάτι: «παρ’ όλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, μου ’μεινε στη μνήμη το πόσο ευχάριστα περνούσα με την παλιοπαρέα μας»·
    - έχει μνήμη ελέφαντα, έχει πολύ ισχυρή μνήμη: «όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σ’ εκδικηθεί, γιατί έχει μνήμη ελέφαντα»· βλ. και λ. ελέφαντας·
    - έχω στη μνήμη μου (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι)·
    - λαός (χωρίς) με μνήμη, ο λαός εκείνος που (δεν) παραδειγματίζεται από την ιστορία του: «ο ελληνικός λαός είναι λαός με μνήμη;»·
    - φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι κάτι που έγινε στο παρελθόν: «κάθε τόσο φέρνω στη μνήμη μου τα καλοκαίρια που περνούσα μικρό παιδί στο χωριό»·    
    - φρεσκάρω τη μνήμη μου, ανανεώνω τη μνήμη μου πάνω σε κάποιο θέμα: «επειδή τον άλλο μήνα θα ταξιδέψει στη Ρουμανία, φρεσκάρει τη μνήμη του στα ρουμανικά»·
    - χαράζω στη μνήμη μου, εντυπώνω κάποιο γεγονός, μου μένει αξέχαστο: «χάραξα στη μνήμη μου πως ήσουν ο μόνος απ’ τους φίλους μου που με βοήθησε, όταν είχα ανάγκη». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βαθιά.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης