Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- μεγάλος, -η, -ο,
- επίθ. [<μεγάλη, θηλ. του αρχ. μέγας], μεγάλος. 1. που έχει φτάσει σε ώριμη ηλικία, ο ενήλικος, ο ηλικιωμένος: «όταν θα γίνεις μεγάλος κι αποκτήσεις την οικογένειά σου, τότε θα δεις τι σημαίνει ευθύνη || τώρα που αποφάσισες να παντρευτείς, είσαι πολύ μεγάλος για γάμο!». 2. που έχει μεγαλύτερη ηλικία από κάποιο άλλο πρόσωπο, με το οποίο συγκρίνεται: «από δω να σου γνωρίσω το μεγάλο μου αδερφό». 3. που έχει πολύ αναπτυγμένη κάποια ιδιότητά του: «είναι μεγάλος τσιγκούνης || είναι μεγάλος χουβαρντάς || είναι μεγάλη μπέκρα || είναι μεγάλος μαλάκας || είναι μεγάλος ψεύτης». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι). 4. που είναι έντονος, ζωηρός: «είναι μεγάλη η λύπη του || κάναμε μεγάλο γλέντι». 5. που είναι σπουδαίος, ένδοξος, διάσημος: «μεγάλος συγγραφέας || μεγάλος επιστήμονας || μεγάλος δικηγόρος». (Τραγούδι: είναι μεγάλος είναι χαΐστας, είναι κι ο πρώτος κιθαρίστας). 6. που είναι σημαντικός, που είναι κρίσιμος: «έχει μεγάλη δουλειά || πρέπει να πάρω μια μεγάλη απόφαση». 7. το αρσ. ως ουσ. ο μεγάλος και το θηλ. ως ουσ. η μεγάλη, το αφεντικό νόμιμης ή παράνομης δραστηριότητας ή ομάδας: «πρέπει να πάρεις άδεια απ’ το μεγάλο για να έχεις ελεύθερη είσοδο || σήμερα λείπει ο μεγάλος κι έβαλε εμένα στο πόδι του || ο μεγάλος αποφάσισε να φάμε το χαφιέ». 8α. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι μεγάλοι, οι ενήλικες: «πρέπει ν’ ακούς τι σου λένε οι μεγάλοι». β. οι επιφανείς, οι αρχηγοί των ισχυρών κρατών: «οι μεγάλοι σήμερα ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου». 9α. ως επιφών. μεγάλε! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του, και του δίνουμε το προβάδισμα: «καλώς ήρθες, μεγάλε, στο φτωχικό μας!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «πάλι χωρίς μία έμεινες, μεγάλε! || έλα μεγάλε, πες μας κι άλλα!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) /καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 10α. προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς θα βρω αυτή τη διεύθυνση μεγάλε!». β. θαυμαστικό ή ειρωνικό επιφών. που απευθύνεται σε κάποιο άτομο: «μπράβο, μεγάλε, καλά τον έκανες τον παλιοαλήτη! || πως μιλάς, ρε μεγάλε, μ’ αυτόν τον τρόπο σε κοτζάμ διευθυντή!». 11. το ουδ. ως ουσ. το μεγάλο (ενν. γράμμα) το καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου, που γράφεται κεφαλαίο (Α, Β, Γ… Κ. Λ. Μ…): «πάντα το πρώτο γράμμα του ονόματος ενός προσώπου γράφεται μεγάλο». Συνών. κεφαλαίο. Αντίθ. μικρό, πεζό. (Ακολουθούν 182 φρ.)·
- από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά, βλ. λ. σπίθα·
- βάζω σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. ενέργεια·
- βάζω τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βγάζω μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- βγάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- έγινε μεγάλο κακό, βλ. λ. κακός·
- έγινε μεγάλος, έγινε σπουδαίος, πέτυχε κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά: «απ’ τη μέρα που έγινε μεγάλος, δεν έρχεται στην παρέα μας». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
- έγινε μεγάλος και πολύς, βλ. φρ. έγινε μέγας και πολύς, λ. μέγας·
- έγινε μεγάλος και τρανός, είχε εντυπωσιακή κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική εξέλιξη: «απ’ τη μέρα που έγινε μεγάλος και τρανός, δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
- έγινε το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- έγινε το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- είναι από μεγάλο σόι, βλ. λ. σόι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι από μεγάλο τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι μεγάλη ράτσα, βλ. λ. ράτσα·
- είναι μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι μεγάλης ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- είναι μεγάλης ολκής, βλ. λ. ολκή·
- είναι μεγάλο αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι μεγάλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι μεγάλο μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι μεγάλο νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- είναι μεγάλο πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
- είναι μεγάλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι μεγάλο φτυάρι, βλ. λ. φτυάρι·
- είναι μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- είναι μεγάλου διαμετρήματος, βλ. λ. διαμέτρημα·
- είναι σαν Μεγάλη Βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- είναι σαν Μεγάλη Παρασκευή, βλ. λ. Παρασκευή·
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- έχει μεγάλες τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχει μεγάλη κατανάλωση, (για προϊόντα), βλ. λ. κατανάλωση·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μεγάλο κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει μεγάλο ρεπερτόριο, βλ. λ. ρεπερτόριο·
- έχει μεγάλο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσι·
- έχω μεγάλη βράση, βλ. λ. βράση·
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, βλ. λ. φωτιά·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω μεγάλο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- έχω μεγάλο χάλι, βλ. λ. χάλι·
- η Μεγάλη Βδομάδα, βλ. . βδομάδα·
- η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- η Μεγάλη Ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- η μεγάλη κατηγορία, βλ. λ. κατηγορία·
- η μεγάλη καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη, βλ. λ. μπουνταλοσύνη·
- η μεγάλη νύχτα, βλ. λ. νύστα·
- η μεγάλη οθόνη, βλ. λ. οθόνη·
- η μεγάλη των… σχολή, βλ. λ. σχολή·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη, βλ. λ. παντρειά·
- ήρθε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- θα γίνει μεγάλη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα είναι μεγάλη η νύχτα ή η νύχτα θα είναι μεγάλη, βλ. λ. νύχτα·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- θα σου κάνω μεγάλη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- κάνει τον μεγάλο, προσποιείται πως είναι σπουδαίος, σημαντικός: «του έτυχαν κάτι λεφτουδάκια στο λαχείο κι από τότε μας κάνει το μεγάλο». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα ένα πορτοφόλι να το δεις να σου ’ρθει ζάλη, θα σ’ αγόραζα και σένα που μου κάνεις τη μεγάλη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας ή το μου·
- κάνει τον μεγάλο και τρανό, επιτείνει την παραπάνω έννοια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας ή το μου·
- κάνω (τη) μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- κάνω το μεγάλο πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω το μεγάλο σάλτο, λ. σάλτο·
- κρατάει από μεγάλο σόι, βλ. λ. σόι·
- κρατάει από μεγάλο τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- μ’ άναψε μεγάλη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- μας την κάνανε μεγάλε! βλ. φρ. μας την πέσανε μεγάλε(!)·
- μας την πέσανε μεγάλε! έκφραση με την οποία πληροφορούμε το σύντροφο, το φίλο, που μας συνοδεύει πως εντελώς ξαφνικά δυσκόλεψε η κατάσταση: «ώρα να φεύγουμε, γιατί μας την πέσανε μεγάλε!»·
- με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος, βλ. λ. μικρός·
- μεγάλα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- μεγάλα καταστήματα, βλ. λ. κατάστημα·
- μεγάλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μεγάλα ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- μεγάλες δόξες, βλ. λ. δόξα·
- μεγάλη απώλεια! βλ. λ. απώλεια·
- μεγάλη βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- μεγάλη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- μεγάλη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μεγάλη δουλειά είναι! βλ. λ. δουλειά·
- μεγάλη η χάρη σου! βλ. λ. χάρη·
- Μεγάλη η Χάρη της! βλ. λ. χάρη·
- Μεγάλη η Χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- μεγάλη ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μεγάλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μεγάλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μεγάλη κουτάλα ή μεγάλο κουτάλι, βλ. λ. κουτάλι·
- μεγάλη κυρία, βλ. λ. κυρία·
- μεγάλη μας σκασίλα! ή σκασίλα μας μεγάλη! ή μεγάλη μου σκασίλα! ή σκασίλα μου μεγάλη! βλ. λ. σκασίλα·
- μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! βλ. λ. τιμή·
- μεγάλη μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη ξεφτίλα! βλ. λ. ξεφτίλα·
- μεγάλη περιοχή, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. περιοχή·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις ή μεγάλη πόρτα θα διαβείς, βλ. λ. πόρτα·
- Μεγάλη Σαρακοστή, βλ. λ. σαρακοστή·
- μεγάλη στολή, βλ. λ. στολή·
- μεγάλη φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- μεγάλη φιλοσοφία! βλ. λ. φιλοσοφία·
- μεγάλη φυσιογνωμία, βλ. λ. φυσιογνωμία·
- μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες, βλ. λ. καράβι·
- μεγάλο κουμάσι, βλ. λ. κουμάσι·
- μεγάλο λάθος, βλ. λ. λάθος·
- μεγάλο μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μεγάλο όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μεγάλο πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- μεγάλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σόι, βλ. λ. σόι·
- μεγάλο σπιτικό, βλ. λ. σπιτικό·
- μεγάλο σφάλμα, βλ. λ. σφάλμα·
- μεγάλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- μεγάλο τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- μεγάλο το χατίρι σου! βλ. λ. χατίρι·
- μεγάλο τομάρι, βλ. λ. τομάρι·
- μικρή τρύπα βυθίζει μεγάλο καράβι, βλ. λ. καράβι·
- μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκευε, βλ. λ. καράβι·
- μικροί μεγάλοι, βλ. λ. μικρός·
- μικροί μεγάλοι στο καφενείο! βλ. λ. καφενείο·
- μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, βλ. λ. πληγή·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, βλ. λ. πουλί·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο Θεός είναι μεγάλος! βλ. λ. Θεός·
- ο κάβουρας στην τρύπα του, μεγάλος άρχος (= άρχοντας) είναι, βλ. λ. κάβουρας·
- ο μεγάλος αδερφός, βλ. λ. αδερφός·
- ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- ο μεγάλος απών, βλ. λ. απών·
- ο μεγάλος γάτος θέλει τρυφερά ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- ο μεγάλος χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, βλ. λ. κριτής·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
- παθαίνω μεγάλο τράκο, βλ. λ. τράκο·
- περνώ μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- προς μεγάλη μου λύπη, βλ. λ. λύπη·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! βλ. λ. μυρμήγκι·
- σε μεγάλο βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- σέρνω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! βλ. λ. σκασίλα·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα μεγάλα δάση μένουν βουβά, βλ. λ. δάσος·
- τα μεγάλα κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, βλ. λ. πνεύμα·
- τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
- τα μεγάλα σαλόνια, βλ. λ. σαλόνι·
- την έχει μεγάλη (ενν. την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλη πούτσα: «είναι ο αγαπημένος των γυναικών, γιατί την έχει μεγάλη». Αντίθ. την έχει μικρή·
- της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, βλ. λ. αβγό·
- το μεγάλο λιμάνι, βλ. λ. λιμάνι·
- το ’χω μεγάλο βάσανο, βλ. λ. βάσανο·
- το ’χω μεγάλο βραχνά, βλ. λ. βραχνάς·
- το μεγάλο αφεντικό, βλ. λ. αφεντικό·
- το μεγάλο ναι, βλ. λ. ναι·
- το μεγάλο όχι, βλ. λ. όχι·
- το μεγάλο παράσημο, βλ. λ. παράσημο·
- το μεγάλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- το μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, βλ. λ. ψάρι·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. λ. κεφάλι·
- το παίζει μεγάλος και τρανός, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, προσποιείται πως είναι σημαντικό, σπουδαίο: «απ’ τη μέρα που του ’ρθε μια μεγάλη κληρονομιά, το παίζει μεγάλος και τρανός»·
- το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, βλ. λ. σπίτι·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τρώω μεγάλο τράκο, βλ. λ. τράκο. - επίθ. [<μεγάλη, θηλ. του αρχ. μέγας], μεγάλος. 1. που έχει φτάσει σε ώριμη ηλικία, ο ενήλικος, ο ηλικιωμένος: «όταν θα γίνεις μεγάλος κι αποκτήσεις την οικογένειά σου, τότε θα δεις τι σημαίνει ευθύνη || τώρα που αποφάσισες να παντρευτείς, είσαι πολύ μεγάλος για γάμο!». 2. που έχει μεγαλύτερη ηλικία από κάποιο άλλο πρόσωπο, με το οποίο συγκρίνεται: «από δω να σου γνωρίσω το μεγάλο μου αδερφό». 3. που έχει πολύ αναπτυγμένη κάποια ιδιότητά του: «είναι μεγάλος τσιγκούνης || είναι μεγάλος χουβαρντάς || είναι μεγάλη μπέκρα || είναι μεγάλος μαλάκας || είναι μεγάλος ψεύτης». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι). 4. που είναι έντονος, ζωηρός: «είναι μεγάλη η λύπη του || κάναμε μεγάλο γλέντι». 5. που είναι σπουδαίος, ένδοξος, διάσημος: «μεγάλος συγγραφέας || μεγάλος επιστήμονας || μεγάλος δικηγόρος». (Τραγούδι: είναι μεγάλος είναι χαΐστας, είναι κι ο πρώτος κιθαρίστας). 6. που είναι σημαντικός, που είναι κρίσιμος: «έχει μεγάλη δουλειά || πρέπει να πάρω μια μεγάλη απόφαση». 7. το αρσ. ως ουσ. ο μεγάλος και το θηλ. ως ουσ. η μεγάλη, το αφεντικό νόμιμης ή παράνομης δραστηριότητας ή ομάδας: «πρέπει να πάρεις άδεια απ’ το μεγάλο για να έχεις ελεύθερη είσοδο || σήμερα λείπει ο μεγάλος κι έβαλε εμένα στο πόδι του || ο μεγάλος αποφάσισε να φάμε το χαφιέ». 8α. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι μεγάλοι, οι ενήλικες: «πρέπει ν’ ακούς τι σου λένε οι μεγάλοι». β. οι επιφανείς, οι αρχηγοί των ισχυρών κρατών: «οι μεγάλοι σήμερα ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου». 9α. ως επιφών. μεγάλε! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του, και του δίνουμε το προβάδισμα: «καλώς ήρθες, μεγάλε, στο φτωχικό μας!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «πάλι χωρίς μία έμεινες, μεγάλε! || έλα μεγάλε, πες μας κι άλλα!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) /καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 10α. προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς θα βρω αυτή τη διεύθυνση μεγάλε!». β. θαυμαστικό ή ειρωνικό επιφών. που απευθύνεται σε κάποιο άτομο: «μπράβο, μεγάλε, καλά τον έκανες τον παλιοαλήτη! || πως μιλάς, ρε μεγάλε, μ’ αυτόν τον τρόπο σε κοτζάμ διευθυντή!». 11. το ουδ. ως ουσ. το μεγάλο (ενν. γράμμα) το καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου, που γράφεται κεφαλαίο (Α, Β, Γ… Κ. Λ. Μ…): «πάντα το πρώτο γράμμα του ονόματος ενός προσώπου γράφεται μεγάλο». Συνών. κεφαλαίο. Αντίθ. μικρό, πεζό. (Ακολουθούν 182 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης