Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • μάχη, η,
    ουσ. [<αρχ. μάχη], η μάχη· μεγάλη και συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «η μάχη για την εξυγίανση της οικονομίας θα συνεχιστεί». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
    - βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), νικώ, εξουδετερώνω κάποιον ή αχρηστεύω κάτι: «του ’δωσα μια γροθιά στο πρόσωπο και τον έβγαλα εκτός μάχης || μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του να κάνω μια βόλτα και το ’βγαλα εκτός μάχης, γιατί το χτύπησα σ’ ένα κράσπεδο»·
    - βγαίνω εκτός μάχης, α. (για πρόσωπα) αδυνατώ να συνεχίσω μια προσπάθεια και, κατ’ επέκτ., εγκαταλείπω, νικιέμαι: «πολλοί υποψήφιοι βγήκαν εκτός μάχης με το μάθημα της έκθεσης και δε συνέχισαν το διαγωνισμό || έφαγε μια γροθιά στο πρόσωπο και βγήκε εκτός μάχης». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) αχρηστεύομαι: «μετά το τρακάρισμα τ’ αυτοκίνητο βγήκε εκτός μάχης»·
    - δίνω μάχη ή δίνω τη μάχη (για κάτι), αγωνίζομαι, παλεύω, προσπαθώ συστηματικά για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «πολλοί υποψήφιοι έδωσαν τη μάχη για να μπουν στα πανεπιστήμια»·
    - δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, αγωνίζομαι, προσπαθώ να κρατηθώ στη ζωή, παλεύω να μην πεθάνω: «ο ασθενής έδωσε μ’ επιτυχία τη μάχη για τη ζωή»·
    - έγινε μάχη, καταβλήθηκε μεγάλη, συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έγινε μάχη μπροστά στις θυρίδες του σταδίου για ν’ αποκτήσουν οι φίλαθλοι το εισιτήριο του αγώνα»·
    - είμαι εκτός μάχης, βλ. φρ. βγαίνω εκτός μάχης·
    - η μάχη της μακαρονάδας, ο καθημερινός αγώνας του ανθρώπου προκειμένου να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: «κάθε μέρα φεύγει νωρίς απ’ το σπίτι του και ρίχνεται στη μάχη της μακαρονάδας»·
    - η μάχη του τελάρου, η προσπάθεια της εκάστοτε κυβέρνησης να ελέγξει τις τιμές των οπωροκηπευτικών και να πατάξει την αισχροκέρδεια: «παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης, τα πράγματα δείχνουν πως χάνει τη μάχη του τελάρου»·
    - κερδίζω τη μάχη, α. νικώ σε κάποια στρατιωτική σύρραξη: «ο στρατός μας κέρδισε τη μάχη του Λαχανά». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες μάχη να κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις. όποιος το γυρισμό σκοπό δεν κάνει στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει).β. μετά από συστηματική προσπάθεια πετυχαίνω το σκοπό μου: «ο γιος του κέρδισε τη μάχη για μια θέση στο πανεπιστήμιο»·
    - κερδίζω τη μάχη με το θάνατο, καταφέρνω να ζήσω, μετά από επικίνδυνη περιπέτεια με την υγεία μου: «ο οργανισμός του αποδείχτηκε πολύ γερός, γιατί, παρ’ όλη τη σοβαρότητα της κατάστασής του, στο τέλος κέρδισε τη μάχη με το θάνατο»·
    - μάχη εντυπώσεων, βλ. λ. εντύπωση·
    - μητέρα όλων των μαχών, βλ. λ. μητέρα·
    - παίρνω τη μάχη, την κερδίζω, νικώ: «ο στρατός μας πήρε τη μάχη του Σαρανταπόρου κι έτρεψε τον εχθρό σε φυγή». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήταν ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη
    - πεδίο μάχης, βλ. λ. πεδίο·
    - τ’ άρματα μάχης, βλ. λ. άρμα·
    - φονική μάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πάρα πολλοί και από τις δυο πλευρές: «η μάχη του Λαχανά υπήρξε μια φονική μάχη»·
    - χάνω τη μάχη, αδυνατώ να πετύχω το σκοπό μου, δεν καταφέρνω να νικήσω, νικιέμαι: «το τάδε κόμμα έχασε τη μάχη των εκλογών || ο εχθρός έχασε τη μάχη»·
    - χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. χάνω τη μάχη με το θάνατο·
    - χάνω τη μάχη με το θάνατο, πεθαίνω ύστερα από μεγάλη προσπάθεια να κρατηθώ στη ζωή: «ο άρρωστος, μετά από μεγάλο αγώνα, έχασε τη μάχη με το θάνατο».  
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης