Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • Μαρία, η,
    κύρ. όν. [λ. εβρ. ή αραμ.], η Μαρία· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. συνηθέστ. μαρίκα (2)·
    - αχ, Μαρία μου, τα μπού-τια σου! (στη γλώσσα του στρατού) φρ. που χρησιμοποιείται για το συγχρονισμό του βηματισμού στρατιωτικής ομάδας· βλ. και λ. μπούτι·
    - δεν περνάς κυρά Μαρία, δηλώνει απαγόρευση διέλευσης ή εισόδου: «όποιος και να ’σαι, δεν περνάς κυρά Μαρία». Λέγεται με ειρωνική διάθεση και αναφέρεται στο ομώνυμο παιδικό παιχνίδι, που παίζεται στην ύπαιθρο·
    - και η κουτσή Μαρία, συνοδευτική έκφραση που σχολιάζει αρνητικά ένα θέμα ή που δηλώνει πως δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον, καμιά πρωτοτυπία, που είναι εντελώς κοινότοπο, ανάξιο λόγου, που απευθύνεται στις μάζες ή γίνεται αναπάντεχα από πάρα πολύ κόσμο, από τις μάζες: «τώρα που έγινε γνωστό το μπαράκι και μαζεύεται και η κουτσή Μαρία, εγώ δεν ξαναπατάω το πόδι μου || έμαθε και η κουτσή Μαρία το ζεϊμπέκικο και μας το ξεφτίλισαν κι αυτό || τώρα θ’ ανοίξω βιντεοκλάμπ, που άνοιξε και η κουτσή Μαρία; || είναι ένα αυτοκίνητο που τ’ αγόρασε και η κουτσή Μαρία». Από το ότι το όνομα Μαρία είναι ένα πολύ διαδεδομένο όνομα·  
    - και ποιος θα…, η Μαρία; έκφραση με την οποία θεωρούμε αυτονόητο πως αυτό που δηλώνει το ρ. θα γίνει από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συνήθως οι ενέργειες αυτές έχουν σχέση με το σπίτι, με το νοικοκυριό: «πάλι εγώ θα πλύνω τα πιάτα, καλέ μαμά; -Και ποιος θα τα πλύνει, η Μαρία; || πάλι εγώ θα σιδερώσω τα ρούχα; -Και ποιος θα τα σιδερώσει, η Μαρία;». Από το ότι τις πιο πολλές φορές παλιότερα στα διάφορα αστικά ή μικροαστικά σπίτια οι πιο πολλές υπηρετριούλες λέγονταν Μαρία, μια και το όνομα αυτό είναι πολύ διαδεδομένο· βλ. και φρ. σπάσ’ τα Μαρία(!)·  
    - κάνω την οσία Μαρία, βλ. λ. όσιος·
    - σπάσ’ τα Μαρία! επιφωνηματική έκφραση σε άτομο, ιδίως σε γυναίκα ή κοπέλα, που έκανε μια ζημιά και συγκεκριμένα που έσπασε κάποιο πιάτο ή κάποιο άλλο γυαλικό. Παραθέτω το παιδικό παιχνίδι που παιζόταν μόνο από κορίτσια. -Μαρία, Μαρία. -Ορίστε, κυρία. -Τα πιάτα, Μαρία. -Τα ’σπασα, κυρία. -Μπράβο (αποδοκιμαστικά), Μαρία! -Ευχαριστώ, κυρία·     
    - το κάνει και η κουτσή Μαρία, λέγεται για πράξη που θεωρείται τόσο εύκολη, που μπορεί να την πραγματοποιήσει ο καθένας: «μου ανέθεσε να κάνω κάτι που μπορεί να το κάνει και η κουτσή Μαρία». Αναφορά σε γνωστό θηλυπρεπή της παλιάς Αθήνας όπου το κάνει, παραπέμπει στην ερωτική πράξη·
    - το ξέρει και η κουτσή Μαρία, είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, το γνωρίζει ο καθένας: «αυτό που μου λες και νομίζεις ότι είναι μυστικό, το ξέρει και η κουτσή Μαρία»·
    - τον ξέρει και η κουτσή Μαρία, είναι πασίγνωστος: «τον τραγουδιστή Γιάννη Πάριο, τον ξέρει και η κουτσή Μαρία».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης