Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- μακριά,
- επίρρ. [<μσν. επίρρ. μακρέα]. 1. σε απόσταση (χρονική ή τοπική): «στεκόταν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο || του είπα να περιμένει ένα μήνα ακόμα, αλλά του φάνηκε μακριά και μου ’στειλε τον κλητήρα για κατάσχεση || μένω μακριά από δω που βρισκόμαστε». 2. σε απόσταση με αποτρεπτική έννοια: «μακριά απ’ αυτόν τον άνθρωπο, αν θέλεις να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο || μακριά από παρόμοιες σκέψεις, γιατί θα βρεθείς μπλεγμένος». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- από μακριά, από μακρινή απόσταση: «η φωνή ακούστηκε από μακριά || δεν άκουσε, επειδή του φώναξε από μακριά»·
- από μακριά και φίλοι, βλ. λ. φίλος·
- από μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- βλέπω μακριά, είμαι διορατικός: «αν δεν έβλεπα μακριά, θα ’πεφτα σ’ ένα σωρό παγίδες»·
- δεν είναι μακριά, δεν αργεί να έρθει, δε θα αργήσει να έρθει κάποιος ή κάτι: «όπου να ’ναι έρχεται, γιατί δεν είναι μακριά || δεν είναι μακριά το καλοκαίρι || με τη ζωή που κάνει δεν είναι μακριά απ’ την καταστροφή του»·
- δεν είσαι μακριά, (για τόπο και χρόνο) δεν απέχεις πολύ από την πραγματικότητα: «με τη μεγάλη ζωή που άρχισε να κάνει ο τάδε, μου φαίνεται πως θα χρεοκοπήσει. -Δεν είσαι μακριά || σαν απατεώνας μου φαίνεται αυτός ο άνθρωπος. -Δεν είσαι μακριά»·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- είμαστε μακριά, οι απόψεις μας ή οι όροι μας θέλουν πολύ ακόμα για να συμπέσουν, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία: «οι διαπραγματεύσεις μας βρίσκονται σε καλό δρόμο, αλλά είμαστε μακριά ακόμα για να υπογράψουμε τα συμβόλαια»·
- είναι μακριά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι μακριά ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είσαι μακριά, απέχεις πολύ από την πραγματικότητα: «για να πέσει έξω μια τέτοια επιχείρηση, σίγουρα δεν είχε καλό κουμάντο. -Είναι κι αυτός ένας λόγος, αλλά είσαι μακριά»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- η αρχοντιά μυρίζει από μακριά, βλ. λ. αρχοντιά·
- θα πάει μακριά η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
- θα πάει μακριά η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- θα πάει πολύ μακριά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτή η αφόρητη κατάσταση, αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «τι γίνεται, ρε παιδιά! Θα πάει μακριά αυτός ο θόρυβος;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει μακριά η δουλειά(;)·
- κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- κρατώ μακριά μου (κάποιον ή κάτι), αποφεύγω κάποιον ή κάτι, δεν έρχομαι σε επαφή μαζί του: «κρατώ μακριά μου αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι απατεώνας || κρατώ μακριά μου τα ναρκωτικά»·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. κώλος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είναι και τόσο, βλ. λ. κώλος·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- μακριά από δω! (ενν. από το χώρο που βρισκόμαστε), βλ. φρ. μακριά από μας(!)·
- μακριά από λόγου μας! βλ. φρ. μακριά από μας(!)·
- μακριά από μας! (ενν. που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι), ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό που κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Μακριά από μας! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, μακριά από μας, και τραβιέται με τους γιατρούς!». Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / Θεός φυλάξοι(!)·
- μακριά από μένα, λέγεται από άτομο σε κάποιον που επιχειρεί να του αποδώσει λόγους ή προθέσεις που δεν εγκρίνει, που δεν είναι της φιλοσοφίας του: «μακριά από μένα τέτοια λόγια, γιατί εγώ ποτέ δεν υποστήριξα πως πρέπει ν’ αποκλείσουμε απ’ την κοινωνία μας τους χρήστες ναρκωτικών»·
- μακριά τα χέρια από…, βλ. λ. χέρι·
- μένω μακριά (από κάποιον ή από κάτι), βλ. φρ. κρατώ μακριά μου·
- μην πας μακριά, δε χρειάζεται να σκεφτείς ή να ψάξεις πολύ: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι. -Μην πας μακριά, να δεις που σε λίγο θα το διαλύσουν || αν θες να δεις την κατάληξη του ανθρώπου που μπλέκει με τα ναρκωτικά, μην πας μακριά. Δες τι έπαθε ο γείτονάς σου»·
- πάει μακριά η βαλίτσα, βλ. λ. βαλίτσα·
- πάει μακριά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πάει πολύ μακριά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «κάντε και λίγη ησυχία, ρε παιδιά, γιατί πάει μακριά αυτός ο θόρυβος μεσημεριάτικα». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει μακριά η δουλειά·
- πάμε μακριά, απομακρυνόμαστε από το θέμα που μας απασχολεί, από το θέμα που κουβεντιάζουμε: «μη θίξεις αυτό το θέμα, γιατί τότε πάμε μακριά»·
- που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
- τα ψεύτικα τα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- φωνάζει από μακριά, βλ. λ. φωνάζω. - επίρρ. [<μσν. επίρρ. μακρέα]. 1. σε απόσταση (χρονική ή τοπική): «στεκόταν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο || του είπα να περιμένει ένα μήνα ακόμα, αλλά του φάνηκε μακριά και μου ’στειλε τον κλητήρα για κατάσχεση || μένω μακριά από δω που βρισκόμαστε». 2. σε απόσταση με αποτρεπτική έννοια: «μακριά απ’ αυτόν τον άνθρωπο, αν θέλεις να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο || μακριά από παρόμοιες σκέψεις, γιατί θα βρεθείς μπλεγμένος». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης