Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- μάγκας, ο,
- θηλ. μάγκισσα, η, ουσ. [<θηλ. η μάγκα (= ενωμοτία άτακτων πολεμιστών) <λατιν. mango (= σωματέμπορος)]. 1α. άντρας ζόρικος, δύστροπος, με ιδιόμορφη συμπεριφορά, ντύσιμο, λεξιλόγιο και τρόπο ομιλίας με διάθεση να επιβληθεί στους άλλους προβάλλοντας τη δύναμη και τον ανδρισμό του: «ήταν ένας κακότροπος μάγκας, που δεν ήθελε κανένας να κάνει παρέα μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και πάνε πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου δεν περπατώ).β. ο νταής, ο παλικαράς: «είναι τόσο μάγκας, που σκέφτεται κανείς για να τα βάλει μαζί του || είναι ο πιο μάγκας της πιάτσας, γι’ αυτό όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα έπεσε μια καρεκλιά, τσακωθήκανε δυο μάγκες για μια γκόμινα παλιά). 2.άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος έξυπνος, ικανός, έμπειρος στο αλισβερίσι της πιάτσας, καπάτσος, κατεργάρης, καταφερτζής: «δεν κωλώνει πουθενά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μάγκας και βρίσκει πάντα τον τρόπο να τα βολεύει». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως είσαι μάγκας, είσαι και μερακλής, πως γυρίζεις στις ταβέρνες, είσαι και χασικλής). 3. άντρας με ήθος, καθώς πρέπει, κιμπάρης: «θέλουν όλοι να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο). Ισχύει και για γυναίκα: «τα ’χει φτιάξει με μια γκόμενα, που είναι πολύ μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα με κουλαντρίζεις, μπαρμπεράκι μου χρυσό, είμαι μάγκας και κουρνάζα κι όλο θα στην κοπανώ). 4. αυτός που είναι έμπειρος, που έχει την ικανότητα να ξεσκεπάζει τις πονηριές ή τις απατεωνιές των άλλων: «ο τελωνειακός ήταν μάγκας και κατάλαβε αμέσως πού είχαν κρυμμένα τα λαθραία». 5α. προσφώνηση σε οικείο άτομο: «πώς από δω, ρε μάγκα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι μάγκα, με δικάζουν και οι μαύροι ησυχάζουν // με τα γλυκά ματάκια σου, μάγκισσα,με μαγεύεις, μου πήρες σκλάβα την καρδιά και όλο με παιδεύεις). β. λέγεται φιλοφρονητικά και αντί ονόματος, όταν δεν ξέρουμε πώς ονομάζεται το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε: «ρε μάγκα, πώς θα μπορέσω να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». γ. λέγεται και με υποτιμητική διάθεση: «γιατί, ρε μάγκα, ενοχλείς την κοπέλα;». (Λαϊκό τραγούδι: τι άλλο θέλεις να σου πω; μάσε τις καρπαζιές σου και πες του μάγκα σου να ’ρθει να φάει και τις δικές του). Υποκορ. μαγκάκι, το και μαγκάκος, ο (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται και μάνγκας, ο.(Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βαρύς μάγκας, βλ. λ. βαρύμαγκας·
- βερεσέ μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. τζάμπα μάγκας·
- γίνομαι μάγκας, από διάφορες ευνοϊκές συγκυρίες παρουσιάζομαι ως άξιος είτε το αξίζω είτε όχι: «είναι έξυπνος άνθρωπος κι απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω παρέα μαζί του έγινα κι εγώ μάγκας»·
- είμαι μάγκας, έκφραση με την οποία φανερώνουμε την απόλυτη ικανοποίησή μας για κάτι: «αφού κατάφερα και μπήκα στο δημόσιο, είμαι μάγκας». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
- και πάλι μάγκας είσαι ή και πάλι μάγκας θα ’σαι, παρ’ όλο που θα ενεργήσεις με το δυναμικό τρόπο που σου προτείνω, που σου υποδεικνύω, θα μείνεις με αλώβητη την υπόληψή σου: «αφού βλέπεις πως σου κάνει κακό στη δουλειά, διώξ’ τον κερατά και πάλι μάγκας είσαι || αφού κάθε τόσο σε προκαλεί και σου τη βγαίνει στ’ ανάποδο, δώσ’ του ένα χέρι ξύλο και πάλι μάγκας θα ’σαι». (Λαϊκό τραγούδι: αφού είσαι ωραίος και μετράς, γιατί να τη θυμάσαι, κάν’ την αντικατάσταση και πάλι μάγκας θα ’σαι)·
- κάνω το μάγκα, α. προσποιούμαι τον έξυπνο, τον έμπειρο στο αλισβερίσι της πιάτσας, προσποιούμαι τον καπάτσο, τον καταφερτζή: «ήθελε να μου κάνει το μάγκα, αλλά στο τέλος την πάτησε». β. προσποιούμαι τον νταή, τον παλικαρά: «δε μ’ άκουγε που του ’λεγα να μη μου κάνει το μάγκα, ώσπου στο τέλος τον πλάκωσα στο ξύλο κι ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: έχω τώρα πέντε χρόνια που ’μεινα στη φυλακή, κάποιος μου ’κανε το μάγκα μου ’κανε και τον νταή). γ. προσποιούμαι τον καθώς πρέπει, τον κιμπάρη: «μας έκανε το μάγκα, αλλά στο τέλος αποδείχτηκε μεγάλο κουμάσι». δ. προσποιούμαι τον τολμηρό, το ριψοκίνδυνο: «μην κάνεις το μάγκα, γιατί θα το φας καμιά μέρα το κεφάλι σου»·
- κάργα μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) ο σκληρός μάγκας, ο βαρύμαγκας. (Λαϊκό τραγούδι: ρε κάργα μάγκες με τα μπεγλέρια και τον αργιλέ στα χέρια)·
- κλάσαν οι μάγκες και βγήκες εσύ, ειρωνική ή υποτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που προσποιείται το μάγκα ή που υποστηρίζει πως είναι μάγκας, ενώ στην πραγματικότητα είναι το εντελώς αντίθετο·
- μάγκας του γλυκού νερού, ο ψευτόμαγκας, ο τζάμπα μάγκας: «ξύπνησαν όλοι οι φλούφληδες κι έγιναν μάγκες του γλυκού νερού». (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να ζεις στο Κολωνάκι, μα, λαχταράς το μπουζουκάκι. Είσαι το φρούτο του καιρού, ο μάγκας του γλυκού νερού)·
- στο μάγκα μαγκιές δεν περνάνε ή στο μάγκα μαγκιές δε χωράνε, ένας γνήσιος μάγκας δεν ανέχεται ή δε φοβάται την προκλητική συμπεριφορά κάποιου, γιατί μπορεί να τον αντιμετωπίσει με επιτυχία: «κάτσε στ’ αβγά σου, γιατί στο μάγκα μαγκιές δεν περνάνε και θα τις μαζέψεις»·
- τζάμπα μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που προσποιείται το μάγκα, ο ψευτόμαγκας και, κατ’ επέκτ., αυτός που προβάλλει, που προσποιείται πως είναι κάτι που όμως στην πραγματικότητα δεν είναι: «σε μένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί ξέρω πως είσαι τζάμπα μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει το λεφτά, μα μένει σε παράγκα. Μα το Θεό, δεν έχω δει άλλον πιο τζάμπα μάγκα). Από το 2004 η φρ. σε χρήση από τους πολιτικούς, ιδίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης·
- τώνε μαγκών ο μάγκας, (στη γλώσσα της αργκό) ο πιο μάγκας από τους μάγκες: «συμφωνώ απόλυτα μαζί σου για τη συμπεριφορά του τάδε, γιατί είναι τώνε μαγκών ο μάγκας». Συνών. πρωτόμαγκας·
- χάλια μάγκας, άνθρωπος ελεεινός του υποκόσμου που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές, που έναντι ανταλλαγμάτων αναλαμβάνει να σκοτώσει κάποιον: «ήρθε σ’ επαφή μ’ έναν χάλια μάγκα και τον πλήρωσε για να σκοτώσει τον βιαστή της αδερφής του». - θηλ. μάγκισσα, η, ουσ. [<θηλ. η μάγκα (= ενωμοτία άτακτων πολεμιστών) <λατιν. mango (= σωματέμπορος)]. 1α. άντρας ζόρικος, δύστροπος, με ιδιόμορφη συμπεριφορά, ντύσιμο, λεξιλόγιο και τρόπο ομιλίας με διάθεση να επιβληθεί στους άλλους προβάλλοντας τη δύναμη και τον ανδρισμό του: «ήταν ένας κακότροπος μάγκας, που δεν ήθελε κανένας να κάνει παρέα μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και πάνε πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί σου δεν περπατώ).β. ο νταής, ο παλικαράς: «είναι τόσο μάγκας, που σκέφτεται κανείς για να τα βάλει μαζί του || είναι ο πιο μάγκας της πιάτσας, γι’ αυτό όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα έπεσε μια καρεκλιά, τσακωθήκανε δυο μάγκες για μια γκόμινα παλιά). 2.άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος έξυπνος, ικανός, έμπειρος στο αλισβερίσι της πιάτσας, καπάτσος, κατεργάρης, καταφερτζής: «δεν κωλώνει πουθενά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μάγκας και βρίσκει πάντα τον τρόπο να τα βολεύει». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως είσαι μάγκας, είσαι και μερακλής, πως γυρίζεις στις ταβέρνες, είσαι και χασικλής). 3. άντρας με ήθος, καθώς πρέπει, κιμπάρης: «θέλουν όλοι να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο). Ισχύει και για γυναίκα: «τα ’χει φτιάξει με μια γκόμενα, που είναι πολύ μάγκας». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα με κουλαντρίζεις, μπαρμπεράκι μου χρυσό, είμαι μάγκας και κουρνάζα κι όλο θα στην κοπανώ). 4. αυτός που είναι έμπειρος, που έχει την ικανότητα να ξεσκεπάζει τις πονηριές ή τις απατεωνιές των άλλων: «ο τελωνειακός ήταν μάγκας και κατάλαβε αμέσως πού είχαν κρυμμένα τα λαθραία». 5α. προσφώνηση σε οικείο άτομο: «πώς από δω, ρε μάγκα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι μάγκα, με δικάζουν και οι μαύροι ησυχάζουν // με τα γλυκά ματάκια σου, μάγκισσα,με μαγεύεις, μου πήρες σκλάβα την καρδιά και όλο με παιδεύεις). β. λέγεται φιλοφρονητικά και αντί ονόματος, όταν δεν ξέρουμε πώς ονομάζεται το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε: «ρε μάγκα, πώς θα μπορέσω να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». γ. λέγεται και με υποτιμητική διάθεση: «γιατί, ρε μάγκα, ενοχλείς την κοπέλα;». (Λαϊκό τραγούδι: τι άλλο θέλεις να σου πω; μάσε τις καρπαζιές σου και πες του μάγκα σου να ’ρθει να φάει και τις δικές του). Υποκορ. μαγκάκι, το και μαγκάκος, ο (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται και μάνγκας, ο.(Ακολουθούν 12 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης