Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • λογικός, -η, -ο,
    επίθ. [<αρχ. λογικός < λόγος], λογικός. 1. που είναι σύμφωνος, συνεπής με την ορθή σκέψη, που είναι μυαλωμένος, συνετός: «είναι λογικός άνθρωπος και θα συμφωνείστε με το πρώτο». 2. το θηλ. ως ουσ. η λογική (βλ. λ.). 3α. το ουδ. ως ουσ. το λογικό, η ικανότητα να σκέφτεται κανείς και να οδηγείται σε σωστή, σε ορθή κρίση, σε λογική σκέψη: «αυτό που λες δεν είναι λογικό || το λογικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι να πας και να του ζητήσεις συγνώμη». β. με τις αντων. μου, σου, του, της κ.λπ., ο νους, το μυαλό: «μόλις έβαλε το λογικό του να δουλέψει, βρήκε τη λύση»·
    - βγήκε απ’ τα λογικά του, βλ. συνηθέστ. δεν είναι στα λογικά του·
    - δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. φρ. δεν είναι στα λογικά του·
    - δεν είναι στα λογικά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράτολμα, παράλογα και κατ’ επέκτ., παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μια τέτοια παράτολμη ενέργεια, θα μπορούσε να την κάνει μόνο ένας που δεν είναι στα λογικά του». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·    
    - είμαι στα λογικά μου, ελέγχω τη σκέψη μου, τη συμπεριφορά μου, σκέφτομαι σωστά, έχω πνευματική ισορροπία: «μα και βέβαια είμαι στα λογικά μου όταν σου ζητώ να μου επιστρέψεις τα δανεικά που σου ’δωσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
    - είναι λογικό, είναι σωστό, φυσικό, φρόνιμο: «είναι λογικό ν’ αγαπάς μια τόσο όμορφη και καλή γυναίκα || μια κι η διένεξη πάει για καβγά, είναι λογικό να σηκωθούμε να φύγουμε απ’ το μαγαζί»·
    - είσαι στα λογικά σου; είσαι καλά στο μυαλό σου; σκέφτηκες αυτό που είπες; μιλάς σοβαρά; μήπως παραφρόνησες; μήπως τρελάθηκες(;): «είσαι στα λογικά σου, που θέλεις να κάνεις τη διαδρομή Θεσσαλονίκη - Αθήνα με τα πόδια; || είσαι στα λογικά σου, που θέλεις να ξεκινήσεις μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς να ’χεις φράγκο;»·
    - έλα στα λογικά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «πάψε να ζητάς παράλογα πράγματα κι έλα, επιτέλους, στα λογικά σου». (Λαϊκό τραγούδι: για να εκτιμάς τους μάγκες να μην κάνεις ματσαράγκες, Κούλα έλα στα λογικά σου να μην έβρεις τον μπελά σου). Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
    - έρχομαι στα λογικά μου, α. ξαναβρίσκω την ορθή σκέψη μου μετά από ένα διάστημα ψυχικής αναστάτωσης ή έντασης: «φώναζε και απειλούσε τους πάντες και μόνο όταν ήρθε στα λογικά του, μπορέσαμε να συνεννοηθούμε». β. συνέρχομαι, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να έχω γνώση του τι γίνεται γύρω μου: «εκεί που καθόταν λιποθύμησε, αλλά μετά από λίγο ήρθε πάλι στα λογικά του»·
    - έχασε τα λογικά του ή έχασε το λογικό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «πέρασε τόσες δυστυχίες, που στο τέλος έχασε τα λογικά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τον αλήτη μες στους δρόμους τριγυρίζω και την κακία όπου πάω αντικρίζω, παραμιλώ και κλαίω μόνος τον καημό μου κι απ’ το μεράκι έχασα το λογικό μου
    - σάλεψαν τα λογικά του ή σάλεψε το λογικό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σάλεψαν τα λογικά του».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης