Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αμολάω
    κ. αμολάρω κ. αμολώ κ. μολάω κ. μολώ, ρ. [<ιταλ. ammollare (= χαλαρώνω)]. 1. πετώ κάτι εναντίον κάποιου: «καθόταν στη γωνία κι αμολούσε πέτρες σ’ όποιον περνούσε». (Λαϊκό τραγούδι: το θηλυκό σε μια στιγμή, στην παραζάλη, μας αμολάει το βιτριόλι στο κεφάλι). 2. (για άψυχα) αφήνω κάτι ελεύθερο χαλαρώνοντας ή απαλλάσσοντάς το από το δέσιμό του, έτσι ώστε να ξετυλιχτεί ή να ανυψωθεί: «έλυσε τη βάρκα και την αμόλησε στο πέλαγο || αμόλησε τον αετό του ψηλά στον ουρανό || αμόλησε το μπαλόνι του και χάθηκε στα σύννεφα». (Λαϊκό τραγούδι: ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου, αμάν γιάλα, όταν το πετάς και δε με κόβει αμολάς το δάκρυ σου). 3α. (για έμψυχα) αφήνω να μου ξεφύγει, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω: «αμόλησε το σκυλί του και τους δάγκωσε». (Λαϊκό τραγούδι: βρε Πόπη, το σκυλάκι σου να πιάσεις να το δέσεις, γιατί πολύ τ’ αμόλησες κι άσχημα θα μπλέξεις // ετσάκωνε το χάρακα κι όλο με κοπανούσε, με μαύριζε απ’ τις ψιλές κι ύστερα μ’ αμολούσε). β. φεύγω, εξαφανίζομαι: «όταν βλέπω κίνδυνο, αμολάω κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο». (Λαϊκό τραγούδι: για τα σένα, βρε Μαρίκα, πάλι το μπελά μου βρήκα γιατί αμολάς τα βράδια και γυρνάς μ’ όλα τ’ αλάνια). 4α. στην προστακτ. αμόλα κ. μόλα, άφησε: «αμόλα κι άλλο σχοινί». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα στέκομαι στο βίντσι και προσέχω τις γωνιές και φωνάζω βίρα-μόλα και μετρώ τις σαμπανιές). β. άφησε ελεύθερο: «αμόλα το σκυλί στην αυλή». γ. φύγε, στρίβε, απομακρύνσου: «αμόλα τώρα που δε σε προσέχει κανένας»· βλ. και λ. ξαμολάω. (Ακολουθούν 37 φρ.)·
    - αμόλα καλούμπα! βλ. λ. καλούμπα·
    - αμόλα μελάνι! βλ. λ. μελάνι·
    - αμόλα τα, (προστακτικά ή απειλητικά) λέγε, μίλα, πες τα όλα, μαρτύρησέ τα: «αμόλα τα με το καλό, πριν μεταχειριστώ βία»·
    - αμόλα τα (ενν. τα κάτουρά σου, τα κατουρλιά σου, τα κόπρανά σου, τα σκατά σου), κατούρησε, χέσε: «αφού δεν μπορείς να κρατηθείς άλλο, αμόλα τα σ’ αυτή τη γωνία»·
    - αμόλα την, φύγε, στρίβε, απομακρύνσου, κοπάνησέ την: «τώρα που δε μας προσέχει κανείς, αμόλα την»·
    - αμόλα την (ενν. την κλανιά σου, την πορδή σου), κλάσε: «μόλις αρχίσουν να τραγουδάνε όλοι μαζί, αμόλα την για να μην ακουστεί»·
    - αμόλα τον, άφησέ τον ελεύθερο: «αφού ξέρεις πως είναι αθώος ο άνθρωπος, αμόλα τον να πάει στην ευχή του Θεού!»·
    - αμόλα τον (ενν. τον πόρδο), κλάσε: «αμόλα τον τη στιγμή που θ’ αρχίσει να δουλεύει το κομπρεσέρ, για να μην ακουστεί»·
    - αμολάει χειροβομβίδες, βλ. λ. χειροβομβίδα·
    - αμολάω αέρια, βλ. λ. αέρια·
    - αμολάω βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
    - αμολάω έναν (ενν. πόρδο), κλάνω: «την ώρα που άρχισε ο θόρυβος, αμόλησα έναν και δεν πήρε χαμπάρι κανείς»·
    - αμολάω καλούμπα, βλ. λ. καλούμπα·
    - αμολάω κοτσάνα ή αμολάω κοτσάνες, βλ. λ. κοτσάνα·
    - αμολάω λίγδα, βλ. λ. λίγδα·
    - αμολάω μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
    - αμολάω μια (ενν. κλανιά, πορδή), κλάνω: «την ώρα που σηκωνόμουν, αμόλησα μια χωρίς να το καταλάβω»·
    - αμολάω παραγάδι, βλ. λ. παραγάδι·
    - αμολάω ρουκέτα, βλ. λ. ρουκέτα·
    - αμολάω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
    - αμολάω τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
    - αμολάω τορπίλα ή αμολάω την τορπίλα, βλ. λ. τορπίλα·
    - αμόλησε λυτούς και δεμένους, βλ. λ. λυτός·
    - μου την αμόλησε, ξέφυγε από την επίβλεψή μου κι έφυγε: «λίγο αφαιρέθηκα και μου την αμόλησε ο άτιμος!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ μου την κοπάναγες και μου την αμολούσες, το βράδυ το Γιωργάκη σου το ’παιρνες και γλεντούσες
    - τ’ αμολάω, α. λέω, μιλώ, ομολογώ αυτά που γνωρίζω, προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος τ’ αμόλησε όλα». β. κάνω εμετό: «από το κούνα κούνα του πλοίου δεν άντεξε άλλο και τ’ αμόλησε»·
    - τ’ αμολάω (ενν. τα κάτουρά μου, τα κατουρλιά μου, τα σκατά μου, τα κόπρανά μου), κατουρώ, χέζω: «επειδή δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, τ’ αμόλησε στη γωνία»·
    - τ’ αμολάω απάνω μου (ενν. τα κάτουρά μου, τα κατουρλιά μου, τα σκατά μου, τα κόπρανά μου), κατουριέμαι, χέζομαι απάνω μου, ιδίως από φόβο ή τρόμο: «όταν σηκώθηκε ο άλλος, δυο μέτρα άντρας, τ’ αμόλησε απάνω του ο δικός σου»·
    - την αμολάνε όλοι αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
    - την αμολάω, α. φεύγω κρυφά από κάποιον ή από κάπου: «εγώ τον άφηνα στο σπίτι, κι αυτός την αμολούσε απ’ την πίσω πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου την κοπάναγες και μου την αμολούσες, το βράδυ το Γιωργάκη σου το ’παιρνες και μεθούσες). β. φεύγω, το στρίβω, ιδίως από δειλία ή φόβο: «μόλις τους είδα να ’ρχονται με τα ξύλα στα χέρια, την αμόλησα κι όπου φύγει φύγει». γ. το σκάω, δραπετεύω: «μόλις έπεσε η νύχτα, την αμόλησαν πέντε άτομα»·
    - την αμολάω (ενν. την κλανιά, την πορδή), κλάνω: «μέσα σε τόσο θόρυβο, την αμόλησε και δεν πήρε μυρουδιά κανένας»·
    - την αμολάω (ενν. την κοτσάνα), λέω βλακεία, ανοησία: «είχες δεν είχες, την αμόλησες πάλι»·
    - τον αμολάω, τον αφήνω ελεύθερο: «όταν πείστηκε για την αθωότητά του, τον αμόλησε μαζί με τους άλλους»·
    - τον αμολάω (ενν. τον πόρδο), κλάνω: «τον αμόλησε μέσα στον κόσμο κι έγινε ρεζίλι»·
    - του αμολάω έναν (ενν. πόρδο), τον κλάνω: «όπως καθόταν στην πολυθρόνα, πήγα και του αμόλησα έναν μπροστά στο πρόσωπό του»·
    - του αμολάω έναν (ενν. μπάτσο, φούσκο), τον ραπίζω: «μόλις μ’ έβρισε, του αμόλησα έναν, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα»·
    - του αμολάω μια (ενν. κλανιά, πορδή), τον κλάνω: «στάθηκα από πάνω του και του αμόλησα μια μπροστά στον κόσμο»·
    - του αμολάω μια (ενν. μπάτσα, σφαλιάρα), τον ραπίζω: «εφόσον δεν έπαιρνε με το καλό, του αμόλησα μια κι είδε αστράκια».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης