Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- κύριος, ο,
- ουσ. [αρσ. του επιθ. κύριος]. 1. αυτός που έχει υπό την εξουσία του κάτι ή κάποιον, αυτός που εξουσιάζει, που ελέγχει, ο εξουσιαστής, ο κυρίαρχος: «ο Χίτλερ ονειρευόταν να γίνει ο κύριος ολόκληρου του κόσμου, αλλά την πάτησε». 2. άντρας ευγενικός, με άψογη συμπεριφορά, καθώς πρέπει, αξιοπρεπής: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ κύριος». 3. συνοδευτικό ονόματος άντρα: «ο κύριος Γιάννης || ο κύριος Γιώργος || ο κύριος Νίκος». 4. τιμητική προσφώνηση σε άντρα ή προσφώνηση σε άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς είσθε, κύριε Νίκο; || με συγχωρείτε, κύριε, πώς θα πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». 5. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση του οικοδεσπότη από το υπηρετικό προσωπικό: «με καλέσατε, κύριε; || μήπως θέλετε τίποτε άλλο, κύριε;». 6. ο δάσκαλος, ο καθηγητής: «ο κύριός μας μας πληροφόρησε πως αύριο θα πάμε εκδρομή». 7. με κεφαλαίο, ο Κύριος, ο Θεός, ο Χριστός. Ακούγεται και κύργιος, ο. Πρβλ..: Κυργιαλέησον! έθιμο των κατοίκων της Μηλιάς Κοζάνης κατά το οποίο τα ξημερώματα των Φώτων, πριν ακόμη αγιαστούν τα νερά, οι νέοι του χωριού παίρνουν τις άγιες εικόνες από το εξωκλήσι της Αγίας Ειρήνης και τις περιφέρουν στους αγρούς επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο Κυργιαλέησον! για να έχουν καλή σοδειά. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αποδήμησε εις Κύριον, πέθανε: «αυτόν που ζητάτε, αποδήμησε εις Κύριον πριν από έναν χρόνο»·
- γίνομαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- γίνομαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
- έγινε ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- έγινε χαλασμός Κυρίου, βλ. λ. χαλασμός·
- είμαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- είμαι κύριος, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος, απόλυτα βολεμένος, δεν έχω την ανάγκη κανενός: «τώρα που μου ’πεσε αυτή η κληρονομιά, είμαι κύριος || τώρα που μπήκα στο δημόσιο, είμαι κύριος»·
- είμαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
- έφυγε σαν κύριος, α. αποχώρησε από κάπου με αξιοπρέπεια και με τιμές: «όταν βγήκε στη σύνταξη και παρέδωσε τη διεύθυνση, έφυγε σαν κύριος απ’ το εργοστάσιο, γιατί υπήρξε δίκαιος και αγαπητός απ’ όλους τους εργαζομένους». β. αν και ήταν ένοχος ή υπόλογος για κάτι, εντούτοις βρήκε την ευκαιρία και έφυγε από κάποιο χώρο χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανένα: «την ώρα που οι δυο πελάτες αρπάχτηκαν μέσα στο μαγαζί κι όλοι έτρεξαν να τους χωρίσουν, αυτός σήκωσε το ταμείο κι έφυγε σαν κύριος». Από το ότι έναν κύριο δύσκολα τολμά κανείς να το σταματήσει ή να τον ελέγξει·
- η οδός του Κυρίου, βλ. λ. οδός·
- Θεέ και Κύριε! ή Κύριε ελέησον! ή Κύριε των δυνάμεων! ή Μέγας είσαι, Κύριε! ή μνήσθητί μου, Κύριε! ή σώσον Κύριε τον λαόν σου! έκφραση θαυμασμού, έκπληξης, αγανάκτησης ή απορίας για κάτι που γίνεται ή λέγεται μπροστά μας ή για κάτι που μας λένε: «Κύριε των δυνάμεων, τι θα δούνε ακόμα τα μάτια μας! || Κύριε ελέησον, τι θ’ ακούσουν ακόμα τ’ αφτιά μας!». Οι φρ. παρμένες από την εκκλησιαστική υμνολογία·
- θου Κύριε (φυλακήν τω στόματί μου), έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως προτιμάμε να σιωπήσουμε, γιατί, αν μιλήσουμε, θα πρέπει αναγκαστικά να πούμε κάτι κακό για κάποιον ή να τον βρίσουμε·
- καλός κύριος! βλ. φρ. σπουδαίος κύριος(!)·
- κύριος Ηλιθιόπουλος, βλ. λ. Ηλιθιόπουλος·
- κύριος Καριολίδης, βλ. λ. Καριολίδης·
- κύριος με τα όλα του, από όλες τις απόψεις καθώς πρέπει άντρας: «ο τάδε που μου γνώρισες, είναι κύριος με τα όλα του»·
- κύριος Μπουφίδης, βλ. λ. Μπουφίδης·
- Κύριος οίδε! λέγεται για κάτι που μας είναι εντελώς άγνωστο, εντελώς αβέβαιο, που ο μόνο ο Θεός το ξέρει: «Κύριος οίδε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα! || μήπως ξέρεις πότε θα ’ρθει ο τάδε; -Κύριος οίδε!». Συνών. ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει·
- κύριος Τοκτοκίδης, βλ. λ. Τοκτοκίδης·
- κύριος Χαζοβιολίδης, βλ. λ. Χαζοβιολίδης·
- μάλιστα κύριε, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος στο συνομιλητή του το φόβο του ή τη δυσαρέσκειά του γι’ αυτά που προηγουμένως έχουν ειπωθεί: «βγαίνεις το πρωί απ’ το σπίτι σου για να πας στη δουλειά σου και μέχρι να φτάσεις στη στάση των λεωφορείων, παθαίνεις καρδιακό και ξάπλα κάτω. Μάλιστα κύριε || αντί να μου πει ευχαριστώ που τον βοήθησα, πήγε και με κατηγόρησε. Μάλιστα κύριε». (Λαϊκό τραγούδι: μα τις νυχτιές σαν συλλογιέμαι τα μάτια της τα μενεξιά, φοβάμαι και αναρωτιέμαι πώς θα σ’ αντέξω μοναξιά. Μάλιστα κύριε)·
- Μέγας είσαι Κύριε! βλ. φρ. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου(!)·
- Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! βλ. λ. έργο·
- ο κύριος αρχιφύλακας ή ο κύριος διευθυντής ή ο κύριος υπάλληλος, (στη γλώσσα της φυλακής) ο προδότης, ο καταδότης: «όταν έρχεται ο κύριος αρχιφύλακας, αρχίζουμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων»·
- ο κύριος τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε, α. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «καθυστέρησα και δεν πρόλαβα να πάρω τίποτα, γιατί, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. δεν είναι βία / εις αύριο τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β). β. (για εμπορεύματα) έγινε ανάρπαστο λόγω πρωτοτυπίας του ή λόγω της φτηνής τιμής του: «μόλις άνοιξα το μαγαζί, έγινε όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε και σε μια ώρα είχα ξεπουλήσει»·
- σπουδαίος κύριος! (ειρωνικά ή υποτιμητικά) έκφραση με την οποία κρίνουμε αρνητικά τη συμπεριφορά ενός άντρα: «μόλις τον βάλαμε στην παρέα μας, άρχισε να ρίχνετε στις γυναίκες μας. -Σπουδαίος κύριος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω ·
- συμφωνία κυρίων, βλ. λ. συμφωνία·
- τα κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, βλ. λ. παπάς·
- τον κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα. - ουσ. [αρσ. του επιθ. κύριος]. 1. αυτός που έχει υπό την εξουσία του κάτι ή κάποιον, αυτός που εξουσιάζει, που ελέγχει, ο εξουσιαστής, ο κυρίαρχος: «ο Χίτλερ ονειρευόταν να γίνει ο κύριος ολόκληρου του κόσμου, αλλά την πάτησε». 2. άντρας ευγενικός, με άψογη συμπεριφορά, καθώς πρέπει, αξιοπρεπής: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ κύριος». 3. συνοδευτικό ονόματος άντρα: «ο κύριος Γιάννης || ο κύριος Γιώργος || ο κύριος Νίκος». 4. τιμητική προσφώνηση σε άντρα ή προσφώνηση σε άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς είσθε, κύριε Νίκο; || με συγχωρείτε, κύριε, πώς θα πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». 5. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση του οικοδεσπότη από το υπηρετικό προσωπικό: «με καλέσατε, κύριε; || μήπως θέλετε τίποτε άλλο, κύριε;». 6. ο δάσκαλος, ο καθηγητής: «ο κύριός μας μας πληροφόρησε πως αύριο θα πάμε εκδρομή». 7. με κεφαλαίο, ο Κύριος, ο Θεός, ο Χριστός. Ακούγεται και κύργιος, ο. Πρβλ..: Κυργιαλέησον! έθιμο των κατοίκων της Μηλιάς Κοζάνης κατά το οποίο τα ξημερώματα των Φώτων, πριν ακόμη αγιαστούν τα νερά, οι νέοι του χωριού παίρνουν τις άγιες εικόνες από το εξωκλήσι της Αγίας Ειρήνης και τις περιφέρουν στους αγρούς επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο Κυργιαλέησον! για να έχουν καλή σοδειά. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης