Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • κουτάλι, το,
    ουσ. [<σπάνιο κωτάλιον, υποκορ. του μτγν. κώταλις], το κουτάλι· στον πλ. τα κουτάλια, δυο κουτάλια που στα δάχτυλα του χορευτή και συνήθως αυτού που συνοδεύει ένα μουσικό κομμάτι χρησιμοποιούνται αντί για ζίλια (βλ. λ.). Το χτύπημα των κουταλιών εξελίχθηκε σε τέχνη και αποτελούσε μεγάλη ευχαρίστηση να ακούς κάποιον που τα χειριζόταν καταλλήλως. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
    - γερό κουτάλι, άνθρωπος λαίμαργος, αδηφάγος: «είναι τόσο γερό κουτάλι, που μπορεί να φάει ένα αρνί στην καθισιά»·
    - γλυκό του κουταλιού, βλ. λ. γλυκό·
    - έφαγα με το κουτάλι (κάτι), ασχολήθηκα πάρα πολύ με κάτι: «στα νιάτα μου έφαγα με το κουτάλι τις εκδρομές || όταν είχα λεφτά, έφαγα με το κουτάλι τις διασκεδάσεις»· βλ. και φρ. τρώω με το κουτάλι (κάτι)·
    - έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, βλ. λ. ζωή·
    - έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, βλ. λ. θάλασσα·
    - ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. φρ. ήρθε στο κουταλάκι του παπά, λ. κουταλάκι·
    - θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, πρόβλεψη ή υπόσχεση για μελλοντική ευημερία: «πρέπει να κάνουμε υπομονή μέχρι να περάσει αυτή η κρίση, γιατί μετά θα τρώμε με χρυσά κουτάλια»·
    - κρέμασε το κουτάλι του, σταμάτησε να τρώει είτε κατά τη διάρκεια κάποιου γεύματος, γιατί χόρτασε, είτε, γενικά, επειδή κάνει αυστηρή δίαιτα: «κάποια στιγμή κρέμασε το κουτάλι του και ζήτησε μια σόδα, γιατί είχε παραφάει || επειδή πάχυνε πάρα πολύ, κρέμασε για ένα διάστημα το κουτάλι του για να ξαναβρεί τη φόρμα του»· βλ. και φρ. του κρέμασαν το κουτάλι·
    - με το κουτάλι σου το δίνει, με τη χουλιάρα σου το παίρνει, βλ. λ. χουλιάρι·
    - μεγάλο κουτάλι, βλ. φρ. γερό κουτάλι·
    - του κρέμασαν το κουτάλι, λέγεται για άτομο που άργησε να προσέλθει σε κάποιο γεύμα και ως εκ τούτου, οι άλλοι προσκεκλημένοι άρχισαν να τρώνε χωρίς να το περιμένουν: «επειδή άργησε να ’ρθει, του κρέμασαν το κουτάλι κι άρχισαν να τρώνε»· βλ. και φρ. κρέμασε το κουτάλι·  
    - τρώει με χρυσά κουτάλια, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτός δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί τρώει με χρυσά κουτάλια»·
    - τρώω με το κουτάλι (κάτι), τρώω σε μεγάλη ποσότητα κάποιο φαγητό, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ: «το αρνάκι φρικασέ το τρώω με το κουτάλι»· βλ. και φρ. έφαγα με το κουτάλι (κάτι)·
    - τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης