Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • κουκί, το,
    ουσ. [<μσν. κουκίν <κοκκίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κόκκος], το κουκί· συνήθως στον πλ. τα κουκιά, α. φαγητό από μαγειρεμένα κουκιά που σε ορισμένες περιπτώσεις δηλητηριάζει αυτόν που τα τρώει: «τα κουκιά δεν είναι συνηθισμένο φαγητό». Στη δεκαετία του 1950 οι πιτσιρικάδες τραγουδούσαν χορωδιακά τα παρακάτω τραγουδάκι: -Θοδώρα, Θοδώρα πού ’ν’ ο Θοδωρής; -Στα κάστρα, στα κάστρα πήγαινε να τον βρεις. -Τον βρήκα, τον βρήκα έτρωγε κουκιά, έφαγα κι εγώ, γέμισα τα βρακιά. β.οι ψήφοι, οι ψηφοφόροι: «ο τάδε υποψήφιος πήρε τόσα κουκιά»·
    - γεια σου Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω ή καλημέρα Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω ή τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. λ. Γιάννης·
    - δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «ήθελε να με βάλει στο χέρι, αλλά δεν ήξερε πως δεν τρώω κουκιά». Από το ότι τα κουκιά, ως φαγητό, είναι σε πολλούς οργανισμούς πολύ βλαβερά έως θανατηφόρα. Ο πλ. και το όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
    - είναι (για) να μασάς κουκιά και να τον φτύνεις, είναι πολύ αντιπαθητικός ή είναι πολύ άσχημος, είναι τέρας ασχήμιας: «είναι πολύ καλό παιδί ο τάδε, αλλά, αν τον δεις, είναι για να μασάς κουκιά και να τον φτύνεις»·
    - είναι λίγα τα κουκιά του ή λίγα είναι τα κουκιά του, βλ. συνηθέστ. είναι μετρημένα τα κουκιά του·
    - είναι μετρημένα τα κουκιά του ή μετρημένα είναι τα κουκιά του, δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του είτε λόγω μεγάλης ηλικίας είτε λόγω κάποιας ασθένειας: «πλησιάζει τα εκατό, κι εκ των πραγμάτων βέβαια μετρημένα είναι τα κουκιά του || το ιατρικό συμβούλιο αποφάνθηκε πως είναι μετρημένα τα κουκιά του». Από το ότι δύσκολα μπορεί κανείς να κάνει λάθος μετρώντας τις ψήφους. Πρβλ. σαν κουκιά μετρώ τα λόγια του καμπούρη, πίσω απ’ το λευκό πανί μέσ’ απ’ το κιβούρι (Τραγούδι)·
    - κουκιά έφαγε, κουκιά μαρτυράει, βλ. φρ. κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει·
    - κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει, α. λέγεται γι’ αυτούς που από κακή πληροφόρηση υποστηρίζουν ανόητες θέσεις: «επιμένει στη γνώμη του, γιατί κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει». β. λέγεται γι’ αυτούς που είναι αμετακίνητοι σε μια άποψη, την οποία συχνά δεν έχουν υιοθετήσει μετά από λογική εξέταση, αλλά που είναι προϊόν προκατάληψης, συνήθειας ή αντίδρασης, και γενικά γι’ αυτούς που δεν είναι ανοιχτοί στους νεωτερισμούς, που αντιδρούν στις αλλαγές: «εμ, βέβαια, περίμενες απ’ αυτόν να κάτσει και ν’ ακούσει τη νέα μου πρόταση; Αυτός κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει!». γ. λέγεται ειρωνικά για αφελή άνθρωπο, που δεν μπορεί να πει ψέματα: «θα στα πει όλα όπως ακριβώς έγιναν, γιατί αυτός ο άνθρωπος κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει»·
    - κουκιά μετρημένα, λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, γιατί είναι υπολογισμένο με ακρίβεια: «δεν πρέπει να ’χεις την παραμικρή αμφιβολία για το σύνολο του λογαριασμού, γιατί είναι κουκιά μετρημένα τα πράγματα που πήρες»·
    - όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
    - το κουκί και το ρεβίθι, αρχή πολλών παραμυθιών. Συνήθως πιο ολοκληρωμένο θα σας πω ένα παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι. Μια φορά κι έναν καιρό(…). (Λαϊκό τραγούδι: κύλησε νερό στο μύλο να ξυπνήσει η μυλωνού. Στο παιδί μου να τη στείλω που ’ναι άστρο τ’ ουρανού. Να του πει ένα παραμύθι. Το κουκί και το ρεβύθι
    - τρώει κουκιά, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει κουκιά, μια ζωή θα τον ξεγελούν και θα τον κοροϊδεύουν». Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης