Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • κλύσμα, το,
    ουσ. [<αρχ. κλύσμα <κλύζω (= πλύνω)], το κλύσμα. Υποκορ. κλυσματάκι, το. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
    - βάλ’ το κλύσμα! βλ. φρ. κάν’ το κλύσμα(!)·
    - βάλ’ του κλύσμα, βλ. φρ. κάν’ του κλύσμα·
    - βάλε κλύσμα, βλ. φρ. κάνε κλύσμα·
    - έφαγα ένα κλύσμα, αντιμετώπισα δύσκολη κατάσταση, βρέθηκα σε δύσκολη περίπτωση, σε δύσκολη θέση, έπαθα κάποιο κακό: «με την πτώση των μετοχών στο χρηματιστήριο έφαγα ένα κλύσμα, που ήταν όλο δικό μου». Από το ότι είναι οδυνηρό σε κάποιον, όταν του βάζουν κλύσμα·
    - κάν’ το κλύσμα! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον κώλο σου! / βάλ’ το στον πάγο(!)·
    - κάν’ του κλύσμα, α. είναι στα τελευταία του, είναι του θανατά: «αφού κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια, κάν’ του κλύσμα». β. παράτα τον, μην τον υπολογίζεις: «κάν’ του κλύσμα, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για έναν άνθρωπο που δεν αξίζει!»·
    - κάνε κλύσμα! α. ειρωνική έκφραση ή έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω. Συνών. βάλε πάγο(!). β. άλλαξε τακτική, γιατί, αν συνεχίσεις με τον ίδιο τρόπο, δεν έχεις καμιά ελπίδα να ευοδωθεί η δουλειά σου, η προσπάθειά σου: «όπως έκανες τώρα τη δουλειά, κάνε κλύσμα, γιατί αλλιώς δε γίνεται τίποτα!». Από την εικόνα του αρρώστου που του κάνουν κλύσμα για θεραπευτικούς λόγους·
    - το βάζω κλύσμα, βλ. φρ. το κάνω κλύσμα·
    - το ’κανα κλύσμα, (για αντικείμενα), βλ. φρ. το ’φαγα κλύσμα·
    - το κάνω κλύσμα, α. (για αντικείμενα) μου είναι εντελώς άχρηστο: «τώρα που μου το ’φερες, θα το κάνω κλύσμα». β. (για εμπορεύματα) μου μένει απούλητο και δεν ξέρω τι να το κάνω: «όσο εμπόρευμα μου ’μεινε, θα το κάνω κλύσμα»· 
    - το ’φαγα κλύσμα, α. (για αντικείμενα) αποδείχτηκε εντελώς άχρηστο: «αγόρασα το τάδε πλυντήριο ρούχων που το πολυδιαφήμιζαν και το ’φαγα το κλύσμα, γιατί βγήκε μάπα». β. (για εμπορεύματα) μου έμεινε απούλητο και δεν ξέρω τι να το κάνω: «ό,τι μου ’μεινε απ’ την τελευταία παραγγελία, το ’φαγα κλύσμα»·
    - το ’φαγα το κλύσμα, αντιμετώπισα δύσκολη κατάσταση, βρέθηκα σε δύσκολη περίπτωση, σε δύσκολη θέση χωρίς να μπορέσω να αντιδράσω: «όλοι πρόλαβαν και την κοπάνησαν δεξιά αριστερά κι έτσι το ’φαγα το κλύσμα απ’ το διευθυντή»·
    - του βάζω ένα κλύσμα, βλ. φρ. του κάνω ένα κλύσμα·
    - του κάνω ένα κλύσμα, α. τον καταξευτελίζω, τον καταντροπιάζω: «όσο ήταν μονάχος του, έλεγε ό,τι ήθελε, όταν όμως ήρθε ο τάδε, του ’κανε ένα κλύσμα και όπου φύγει φύγει ο δικός σου». β. προξενώ φάρσα σε βάρος κάποιου προς γνώση και συμμόρφωση: «μας έκανε συνέχεια το μάγκα, αλλά απ’ τη στιγμή που του κάναμε ένα κλύσμα, έπαψε ν’ ακούγεται». Πολλές φορές, μετά τη φρ. αναφέρεται και το υλικό που περιέχει το κλύσμα, και έτσι έχουμε κλύσμα με γιαούρτι, μουρουνόλαδο, πετρέλαιο, ρετσινόλαδο, τζατζίκι·
    - του πατώ ένα κλύσμα, βλ. φρ. του κάνω ένα κλύσμα·
    - του τραβώ ένα κλύσμα, βλ. φρ. του κάνω ένα κλύσμα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης