Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- κλάμα, το,
- ουσ. [<μσν. κλάμα <αρχ. κλαῦμα], το κλάμα. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αμολάω τα κλάματα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- αρχίζω τα κλάματα ή αρχίζω το κλάμα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, κλαίω: «είναι πολύ ευαίσθητο παιδί και με το παραμικρό βάζει τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράματα, κοίτα πράματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα)·
- βαλάντωσε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις έμαθε πως δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο, βαλάντωσε στο κλάμα»·
- για κλάματα, λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα, που είτε έχει μεγάλη άγνοια για το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται είτε βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση και προκαλεί έντονα ειρωνικά σχόλια: «δικηγόρος για κλάματα || αυτοκίνητο για κλάματα»· βλ. και φρ. είναι για κλάματα·
- δουλειά για κλάματα, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κλάμα, α. έγινε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναταραχή, μεγάλο μάλωμα: «όταν σηκώθηκαν οι δυο παρέες και πιάστηκαν στα χέρια, έγινε κλάμα». β. έγινε μεγάλο γλέντι, δημιουργήθηκε μεγάλο κέφι: «όταν άρχισαν να παίζουν και τα όργανα, έγινε κλάμα μέσα στο μαγαζί»·
- είναι για γέλια και για κλάματα, βλ. λ. γέλιο·
- είναι για κλάματα, βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση, είναι αξιολύπητος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι για κλάματα || απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, είναι για κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τις παρανομίες μου και τα μεγάλα σφάλματα, έπεφτα θύμα συμφοράς και ήμουνα για κλάματα)· βλ. και φρ. για κλάματα·
- έλιωσε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις τη ζήτησα να χωρίσουμε, έλιωσε στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχασες που με ζήλευες κι έλιωνες απ’ τα κλάματα κι έτρεχες και με γύρευες μεσάνυχτα, χαράματα)·
- έπεσε κλάμα, α. έκλαψαν πολύ όλοι οι παρευρισκόμενοι: «στην κηδεία του τάδε έπεσε κλάμα». β. στενοχωρήθηκαν όλοι πολύ: «μόλις η ομάδα μας δέχτηκε γκολ στο τελευταίο λεπτό του αγώνα κι έχασε το κύπελλο, έπεσε κλάμα στην κερκίδα». γ. λέγεται και με την έννοια ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν μέχρι δακρύων από κάποια αστεία κατάσταση που δημιουργήθηκε: «μόλις τον έκανε τσακωτό η γυναίκα του μέσα στην γκαρσονιέρα με την γκόμενά του, έπεσε κλάμα»·
- έπεσε χοντρό κλάμα, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- έσκασε στο κλάμα, έκλαψε γοερά: «έσκασε στο κλάμα μέχρι να τον αφήσει ο πατέρας του να πάει εκδρομή με την παρέα του»·
- και κλάμα η κυρία! έκφραση που επιτείνει την έννοια μιας δυσάρεστης ή μιας ευχάριστης κατάστασης: «έγινε τέτοιο μάλωμα, τι να σου πω, και κλάμα η κυρία! || δεν ξανάγινε τέτοιο γλέντι, και κλάμα η κυρία!». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. ακούγεται και το ρε παιδάκι μου·
- κλαίω με μαύρο κλάμα, κλαίω απαρηγόρητα, κλαίω με μαύρο δάκρυ: «στην κηδεία του πατέρα του έκλαψε με μαύρο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, τότε θα κλάψεις με μαύρο κλάμα)·
- κλάμα και κακό! δυνατό, έντονο κλάμα: «βρε, κλάμα και κακό, αυτό το μωρό!»·
- λύθηκε στο κλάμα, έκλαψε απαρηγόρητα: «μόλις της έκανε γνωστή την πρόθεσή του να χωρίσουν, λύθηκε στο κλάμα»·
- με παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, αρχίζω να κλαίω: «όταν παρακολουθώ κάποιο συγκινητικό έργο, με παίρνουν τα κλάματα»·
- με πιάνουν τα κλάματα ή με πιάνει το κλάμα, βλ. φρ. με παίρνουν τα κλάματα. (Λαϊκό τραγούδι: κι ύστερα με πιάσαν Θε μου κάτι κλάματα και με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα)·
- μελάνιασε απ’ το κλάμα ή μελάνιασε στο κλάμα, έκλαψε τόσο έντονα, που το πρόσωπό του μαύρισε από την πίεση: «πάνω απ’ το φέρετρο του πατέρα του μελάνιασε στο κλάμα»·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «όσο σκέφτομαι πως δεν περιμένω βοήθεια από πουθενά, μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα»·
- μπήγω τα κλάματα, βλ. φρ. πατώ τα κλάματα·
- ξέσπασε σε κλάματα ή ξέσπασε σε κλάμα ή ξέσπασε στο κλάμα, άρχισε απότομα να κλαίει δυνατά: «κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε να κάνει άλλο υπομονή και ξέσπασε σε κλάματα»·
- πατώ τα κλάματα ή πατώ το κλάμα, ξεσπώ, βάζω τα κλάματα: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, πατάει τα κλάματα»·
- πλάνταξε στο κλάμα, έκλαψε γοερά, του κόπηκε η αναπνοή από το γοερό κλάμα: «την ώρα του αποχωρισμού τους η γυναίκα του πλάνταξε στο κλάμα»·
- πνίγομαι στο κλάμα, κλαίω έντονα: «όταν βλέπει καμιά παλιά ελληνική λυπητερή ταινία, πνίγεται στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίσαμε απόβραδο, κι ήτανε Σαββατόβραδο. Κι ως τα βαθιά χαράματα με πνίξανε τα κλάματα)·
- ρίχνω κλάμα, κλαίω ασταμάτητα: «να δεις κλάμα που ρίχνω, όταν βλέπω κάποιο συγκινητικό έργο!»·
- σκοτώθηκε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε: «μόλις έμαθε πως ο γιος του έπεσε θύμα τροχαίου, σκοτώθηκε στο κλάμα»·
- σπάραξε στο κλάμα, βλ. φρ. πλάνταξε στο κλάμα·
- σπαρτάρισε στο κλάμα, έκλαψε πολύ έντονα και σπασμωδικά: «σπαρτάρισε στο κλάμα την ώρα της κατάσχεσης του σπιτιού του»·
- σπαρταριστό κλάμα, που είναι πολύ έντονο και κάνει το κορμί να πάλλεται από τα αναφιλητά: «μόλις του ανήγγειλαν το θάνατο του πατέρα του, ξέσπασε σε σπαρταριστό κλάμα»·
- το ’ριξε στα κλάματα ή το ’ριξε στο κλάμα, άρχισε να κλαίει: «επειδή η σκηνή ήταν πολύ συγκινητική, το ’ριξε στο κλάμα»·
- τον έπιασαν τα κλάματα ή τον έπιασε το κλάμα, βλ. φρ. τον πήραν τα κλάματα·
- τον έφαγε το κλάμα, έκλαψε εξαντλητικά: «πάνω στον τάφο του πατέρα του τον έφαγε το κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: με άλλον καλέ, με άλλον με παντρεύουνε, σε σένα ο νους μου πάει κι αντί σαν άλλες να χαρώ, το κλάμα θα με φάει)·
- τον πήραν τα κλάματα ή τον πήρε το κλάμα, άρχισε να κλαίει: «τη στιγμή του αποχωρισμού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει και τον πήραν τα κλάματα || τον πήρε το κλάμα απ’ το παράπονο».

- ουσ. [<μσν. κλάμα <αρχ. κλαῦμα], το κλάμα. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης