Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • κατεβαίνω,
    ρ. [από το κατέβην, αόρ. του αρχ. ρ. καταβαίνω], κατεβαίνω. 1. πηγαίνω, μετακινούμαι από την περιφέρεια της πόλης προς το κέντρο: «μια και κατεβαίνω στην πόλη με τ’ αυτοκίνητό μου, μπορώ να σε πάρω μαζί μου». 2. πηγαίνω, μετακινούμαι από τα βόρεια της χώρας στα νότια ή από την ενδοχώρα στα παράλια: «κάθε φορά που λόγω δουλειάς αφήνω τη Θεσσαλονίκη και κατεβαίνω στην Αθήνα, είμαι μέσ’ στα νεύρα μου». 3. συμμετέχω σε οργανωμένη εκδήλωση: «όλοι οι εργάτες του εργοστασίου κατεβήκαμε σε απεργία || οι φοιτητές κατέβηκαν σε διαδήλωση || κατεβαίνω ως υποψήφιος του τάδε κόμματος». 4. ελαττώνομαι, χαμηλώνω: «έχει να βρέξει καιρό και κατέβηκε η στάθμη του νερού στη στέρνα». 5. πέφτω στην υπόληψη, στα μάτια κάποιου, χάνω το κύρος μου, την αξιοπιστία μου: «μ’ αυτά που έκανε, κατέβηκε πολύ στα μάτια μου». 6. χάνω την καλή μου διάθεση, στενοχωριέμαι: «εσύ δε θα κατέβαινες, αν άκουγες τέτοιες προστυχιές εναντίον σου;». 7. στην προστακτ. επιφωνημ. κατέβαινε! απειλητική ή απαιτητική προσταγή σε κάποιον με την έννοια, δίνε μου, δώσε μου κάτι: «κατέβαινε τον αναπτήρα, γιατί θα σε πλακώσω στο ξύλο!». (Ακολουθούν 35 φρ.)· 
    - απ’ τα Γκράβαρα κατέβηκες; βλ. λ. Γκράβαρα·
    - απ’ το βουνό κατέβηκες; βλ. λ. βουνό·
    - από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
    - εμ δε γαμώ, εμ δεν κατεβαίνω, βλ. λ. γαμώ·
    - έτσι μου κατέβηκε, βλ. λ. έτσι·
    - κάνω ό,τι μου κατέβει, βλ. λ. κάνω·
    - κατέβα να φάμε, ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση, που απευθύνουμε σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, κατέβα να φάμε»·
    - κατέβαινε τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
    - κατέβαινε το μαλλί! βλ. λ. μαλλί·
    - κατέβαινε το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
    - κατέβαινε το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
    - κατεβαίνει το θερμόμετρο, βλ. λ. θερμόμετρο·
    - κατεβαίνω απ’ το θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
    - κατεβαίνω απ’ το τρένο, βλ. λ. τρένο·
    - κατεβαίνω σε απεργία, βλ. λ. απεργία·
    - κατεβαίνω σε διαδήλωση, βλ. λ. διαδήλωση·
    - κατεβαίνω στα μαγαζιά, βλ. λ. μαγαζί·
    - κατεβαίνω στη δουλειά (μου), βλ. λ. δουλειά·
    - κατεβαίνω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
    - κατεβαίνω στην πολιτική, βλ. λ. πολιτική·
    - κατεβαίνω στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
    - κατεβαίνω στο επίπεδο (κάποιου), βλ. λ. επίπεδο·
    - κατεβαίνω στον τάφο, βλ. λ. τάφος·
    - κατεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
    - κατέβηκε απ’ τα Γκράβαρα, βλ. λ. Γκράβαρα·
    - κατέβηκε απ’ το βουνό, βλ. λ. βουνό·
    - κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
    - λέω ό,τι μου κατέβει, βλ. λ. λέω·
    - μου κατέβηκε, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «μέσα στην τόση δυσκολία μου, μου κατέβηκε να ζητήσω τη βοήθειά του || τώρα μην ψάχνεις πώς το σκέφτηκα, μου κατέβηκε και το είπα || τώρα μου κατέβηκε να φάω αρνάκι φρικασέ»·
    - μου κατέβηκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
    - μου κατέβηκε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
    - ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
    - όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
    - ό,τι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει, όταν ανατιμηθεί ένα προϊόν λόγω κάποιας έκτακτης ή ανώμαλης κατάστασης, ακόμη και όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση αυτή, η τιμή παραμένει: «όταν αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, αμέσως τα πρατήρια ανεβάζουν την τιμή της βενζίνης, όταν όμως η τιμή του πετρελαίου επανέρχεται στα προηγούμενα επίπεδα η τιμή της βενζίνης δεν κατεβαίνει, γιατί είναι γνωστό πια πως ό,τι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει»· βλ. και φρ. ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, λ. προσωρινός·
    - ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, α. για όλα τα πράγματα υπάρχει μια εξήγηση, μια λύση: «μην πελαγώνεις, βρε παιδάκι μου και φέρνεις την καταστροφή! Θα βρούμε τη λύση στο πρόβλημά σου, γιατί ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει». β. για όλα υπάρχει ένα τέλος, όλα τα πράγματα ακμάζουν και παρακμάζουν: «μην κοκορεύεσαι που είσαι τώρα μεγάλος και τρανός, γιατί πρέπει να ξέρεις πως, ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης