Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • καταφέρνω,
    ρ. [<μσν. καταφέρνω <αρχ. καταφέρω]. 1. φτάνω στο στόχο μου μετά από προσπάθεια: «μετά από σκληρό διάβασμα, κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο || μετά από σκληρή δουλειά, κατάφερε να κάνει ολόκληρη περιουσία». 2. ξεγελώ, πείθω: «πώς την κατάφερες, ρε απατεώνα, και την πήδηξες; || πώς τον κατάφερες, ρε θηρίο, να χρηματοδοτήσει τη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου με κατάφερες και θα τ’ αποφασίσω και θα ’ρθω βρ’ αλανιάρη μου μαζί σου για να ζήσω). 3. αντιμετωπίζω με επιτυχία κάτι: «μπόρεσε να καταφέρει όλες του τις δυσκολίες που του παρουσιάστηκαν στη ζωή || πώς τα καταφέρνει και ζει μέσα σε τόση φτώχεια!». 4. (γενικά) νικώ: «πάλευαν μια ώρα, αλλά στο τέλος μπόρεσε και τον κατάφερε || είναι η πρώτη φορά που τον καταφέρνω στο τάβλι». 5. κάνω ζημιά: «ποιος κατάφερε το βάζο που είχα στο μπουφέ;». 6. τρώω μεγάλη ποσότητα φαγητού: «βρε, τον αθεόφοβο, πώς μπόρεσε να καταφέρει μισό αρνί;»·
    - είχε δεν είχε μας (με, τον, τους) κατάφερε, βρήκε τον τρόπο να μας πείσει για να πραγματοποιήσει αυτό που επιδίωκε: «είχε δεν είχε μας κατάφερε να τον χρηματοδοτήσουμε || είχε δεν είχε τον κατάφερε να πάει μαζί του || είχε δεν είχε την κατάφερε να του πει το ναι»· βλ. και φρ. είχε δεν είχε την κατάφερε·
    - είχε δεν είχε τα κατάφερε ή είχε δεν είχε το κατάφερε, μετά από μεγάλη προσπάθεια, βρήκε τον τρόπο να πραγματοποιήσει αυτό που επιδίωκε: «είχε δεν είχε τα κατάφερε να προκόψει»·
    - είχε δεν είχε την κατάφερε, μετά από ερωτική πολιορκία και κάθε είδους κόλπο, νάζι ή μαλαγανιά πέτυχε να ενδώσει στις ερωτικές προτάσεις η γυναίκα που τον ενδιέφερε: «χρησιμοποίησε όλα τα μέσα και στο τέλος είχε δεν είχε την κατάφερε»·
    - τα καταφέρνω, α. αντιμετωπίζω με επιτυχία τις οικονομικές μου υποχρεώσεις: «μπορεί να μην έχω πολλή δουλειά, αλλά δόξα το Θεό, τα καταφέρνω». β. αντιμετωπίζω με επιτυχία τις ανάγκες της ζωής μου: «μπορεί να μη ζω πλούσια, αλλά τα καταφέρνω». γ. έχω ιδιαίτερη ικανότητα να κάνω κάτι: «από μικρός τα καταφέρνω πολύ καλά στην έκθεση || από μικρός δεν τα κατάφερνα στα μαθηματικά || τα καταφέρνει μια χαρά ως μηχανικός αυτοκινήτων»·
    - τα καταφέρνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - την κατάφερα, της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «γίνεται να μην την κατάφερα, ρε βλάκα, απ’ τη στιγμή που την είχα όλη το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου;»·
    - το καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
    - τον καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
    - του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - ωραία τα κατάφερες! λέγεται ειρωνικά για την αποτυχία κάποιου ή για ενέργεια ή πράξη του που δεν την εγκρίνουμε: «ωραία τα κατάφερες κι έχασες τη δουλειά σου! || ωραία τα κατάφερες και στενοχώρησες πάλι τους γονείς σου!».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης