Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • καλύτερος, -η, -ο,
    επίθ. [συγκρ. του επιθ. καλός], καλύτερος.  επίρρ. καλύτερα. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
    - ακόμα καλύτερα βλ. φρ. τόσο το καλύτερο(!)·
    - γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος ή γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
    - γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, βλ. λ. γιατρός·
    - δε λες καλύτερα που δεν…, βλ. λ. λέω·
    - δε μου κόβονται καλύτερα! (ενν. τα πόδια, τα χέρια) ή δε μου κόβεται καλύτερα! (ενν. το πόδι, το χέρι), α.κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι, ή πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «έχω την εντύπωση πως δεν θέλεις να πας σ’ αυτό το κέντρο που κουβεντιάζουμε. -Δε μου κόβεται καλύτερα! || έχω την εντύπωση πως δε θα ξαναπάρεις το ίδιο προϊόν. -Δε μου κόβεται καλύτερα!». β. (ειδικά για χέρι) κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο: «θα μας ψηφίσεις στις εκλογές που έρχονται; -Δε μου κόβεται καλύτερα!»·
    - δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! βλ. λ. πόδι·
    - δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! βλ. λ. χέρι·
    - δε μου κόβονταν καλύτερα! (ενν. τα πόδια, τα χέρια) ή δε μου κοβόταν καλύτερα! (ενν. το πόδι, το χέρι), α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που πήγε ή μπήκε κάπου ή που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «πήγαμε στο τάδε κέντρο να διασκεδάσουμε, αλλά δε μου κόβονταν καλύτερα! || πήρα δανεικά απ’ τον τάδε, αλλά δε μου κοβόταν καλύτερα!». β. (ειδικά για το χέρι) έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο: «τους πίστεψα και τους ψήφισα, αλλά δε μου κοβόταν καλύτερα!»·
    - δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! βλ. λ. πόδι·
    - δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! βλ. λ. χέρι·
    - δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα! βλ. λ. γλώσσα·
    - δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
    - δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
    - δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
    - δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
    - δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
    - δεν το πετάω καλύτερα στα σκυλιά! βλ. λ. σκυλί·
    - δεν τον πετάω καλύτερα στα σκυλιά! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, την ψωλή), βλ. λ. σκυλί·
    - είναι η καλύτερη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - είναι η καλύτερή μου (ίσως ενν. μέρα, περίπτωση), (στη νεοαργκό) είμαι πολύ ικανοποιημένος, πολύ ευτυχισμένος: «απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξα μ’ αυτή την γκόμενα, τι να σου πω, είναι η καλύτερή μου || η καλύτερή μου ήταν όταν πήρα το πτυχίο μου»·
    - είναι ο  καλύτερος του χωριού, βλ. λ. χωριό·
    - είναι ο πρώτος και καλύτερος, βλ. λ. πρώτος·
    - έκανα ό,τι το καλύτερο, ενήργησα με τον καλύτερο τρόπο: «έχω την εντύπωση πως έκανα ό,τι το καλύτερο, που διέλυσα το δεσμό μου μ’ αυτή την παλιογυναίκα»·
    - έκανα το καλύτερο δυνατό, βλ. λ. δυνατός·
    - έλπιζε το καλύτερο και περίμενε το χειρότερο, βλ. λ. περιμένω·
    - εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
    - εχθρός του φτηνότερου είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
    - η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
    - κάθε πέρσι και καλύτερα, βλ. λ. πέρσι·
    - και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
    - καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
    - καλύτερα δούλα στον πλούσιο παρά κυρά στο φτωχό, βλ. λ. φτωχός·
    - καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
    - καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς, βλ. λ. μιλώ·
    - καλύτερα να σε περισσεύει παρά να μη σε φτάνει, βλ. λ. περισσεύω·
    - καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά να σε ταΐζουν, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που τρώει πάρα πολύ, που είναι λαίμαργο, αδηφάγο και εννοεί πως λιγότερο θα μας κοστίζει να του αγοράζουμε ρούχα από το να ενδιαφερόμαστε για την τροφή του·
    - καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
    - καλύτερα να του πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
    - καλύτερα παράφωνος παρά βουβός και άφωνος, βλ. λ. άφωνος·
    - καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, βλ. λ. χωριό·
    - καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
    - καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου) παρά στο κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
    - καλύτερα το ’χω να…, βλ. φρ. το ’χω καλύτερα να(…)·
    - καλύτερο(ς) δε γίνεται, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι πάρα πολύ καλό(ς), είναι άριστο(ς): «γνώρισα έναν τυπά, που καλύτερος δε γίνεται || τα ’φτιαξα με μια γκόμενα, που καλύτερη δε γίνεται || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που καλύτερο δε γίνεται»·
    - ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, βλ. λ. άντρας·
    - ο χειρότερος σύζυγος, ο καλύτερος σύντροφος, βλ. λ. σύντροφος·
    - ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, βλ. λ. χρόνος·
    - όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
    - πάει προς το καλύτερο, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ή κάτι βελτιώνεται συνεχώς: «ο άρρωστος πάει προς το καλύτερο || η δουλειά πάει προς το καλύτερο»·
    - παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
    - πρώτος και καλύτερος, βλ. λ. πρώτος·
    - συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες ή συμβαίνει και στας καλυτέρας των οικογενειών, βλ. λ. οικογένεια·
    - τα καλύτερα! ευχή που δίνεται ιδίως σε νεόνυμφους·
    - το καλύτερο σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
    - τόσο το καλύτερο! ακόμη καλύτερα: «αν έχουμε και τη βοήθεια του τάδε, ακόμη το καλύτερο!»·
    - το ’χω καλύτερα να…, μου είναι προτιμότερο να…: «απ’ το να σε προδώσω, το ’χω καλύτερα να σκοτωθώ».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης