Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • καλαμπούρι, το,
    ουσ. [<γαλλ. calembour]. 1α. λογοπαίγνιο, έξυπνο αστείο, οτιδήποτε λέγεται με έξυπνο τρόπο για να προκαλέσει γέλιο: «ο τάδε λέει πετυχημένα καλαμπούρια». β. το γέλιο που προκαλείται από τη διήγηση καλαμπουριού: «έγινε μεγάλο καλαμπούρι μ’ αυτά που μας είπε ο τάδε». 2. χαρακτηρισμός μικροεργαλείου, που δεν ξέρουμε την ονομασία του ή που, δε θέλουμε να την αναφέρουμε ή που, δεν τη θυμόμαστε ή, ιδίως, επειδή θέλουμε να κάνουμε εντύπωση: «για δώσε μου εκείνο το καλαμπούρι να ξελασκάρω αυτή τη βίδα». Συνών. καβουρντιστήρι (6) / καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι (1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / νταραβέρι (6) / παπαράκι / παραμύθι (3) / σκατουλάκι (4). 3. αντικείμενο χωρίς καμιά αξία: «πήγες κι έδωσες τόσα λεφτά γι’ αυτό το καλαμπούρι!». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
    - άρχισε πάλι τα καλαμπούρια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που συνηθίζει να λέει παραδοξολογίες ή πράγματα, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, και για το λόγο αυτό φαίνονται σαν αστεία: «εγώ τον πληροφόρησα πως δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε το προσωπικό, κι αυτός άρχισε πάλι τα καλαμπούρια με επεκτάσεις της εταιρείας και τα παρόμοια»·
    - για καλαμπούρι, όχι στα σοβαρά, αλλά στα αστεία, έτσι χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να προκληθεί γέλιο, για να γίνει πλάκα: «μη κάθεσαι και στενοχωριέσαι, γιατί, ό,τι σου ’πα, στο ’πα για καλαμπούρι»·
    - είναι απ’ άλλο καλαμπούρι, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν μπορεί να καταλάβει αυτά που λέμε ή κάνουμε, ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο δικό μας κλίμα ή περιβάλλον, γιατί είναι μικρόνους ή γιατί, ίσως, ήταν αλλιώς μαθημένο: «ό,τι και να πούμε, πέρα βρέχει γι’ αυτόν, γιατί είναι απ’ άλλο καλαμπούρι»·
    - είναι σκέτο καλαμπούρι, α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο που το χαρακτηρίζει πηγαίο χιούμορ: «αυτός ο άνθρωπος με κάνει πάντα να γελάω, γιατί είναι σκέτο καλαμπούρι». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο, που τα λεγόμενά του δεν έχουν καμιά σοβαρότητα: «πώς να δώσω βάση στα λόγια του, απ’ τη στιγμή που είναι σκέτο καλαμπούρι ο άνθρωπος;»·
    - καλαμπούρι μου κάνεις; λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Καλαμπούρι μου κάνεις; Πριν από μια ώρα ήμασταν μαζί». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα· 
    - κάνω καλαμπούρι, δε μιλώ σοβαρά, αστειεύομαι: «μην κάνεις καλαμπούρι, γιατί εγώ μιλώ σοβαρά»·
    - κάνω καλαμπούρια, λέω διάφορα αστεία για να δημιουργήσω χαρούμενη ατμόσφαιρα, για να διασκεδάσω την παρέα: «μόλις βλέπω την παρέα πεσμένη, αρχίζω να κάνω καλαμπούρια και φτιάχνει το κέφι μας»·
    - λέει καλαμπούρια, δε λέει σοβαρά πράγματα, λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «εγώ τον κάλεσα να δούμε τι λύση θα βρούμε με την αναδουλειά που υπάρχει, κι αυτός λέει καλαμπούρια!». (Τραγούδι: έστησε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά, κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα, μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά, και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα
    - το γυρίζω στο καλαμπούρι, βλ. φρ. το ρίχνω στο καλαμπούρι·
    - το κάνω για καλαμπούρι, βλ. φρ. για καλαμπούρι·
    - το ρίχνω στο καλαμπούρι, αρχίζω να κάνω ή να λέω αστεία, αστειεύομαι, ιδίως όταν θέλω να απαλύνω τις κακές εντυπώσεις κάποιου ή κάποιων για κάποια παρατυπία μου: «κάθε φορά που κάνει καμιά ηλιθιότητα, το ρίχνει στο καλαμπούρι».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης