Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • καθρέφτης, ο,
    ουσ. [<μσν. καθρέπτης <μτγν. κάθροπτον <αρχ. κάτοπτρον], ο καθρέφτης· χαρακτηρίζει γυαλιστερή και ολοκάθαρη επιφάνεια: «θέλω να σφουγγαρίσεις τα πλακάκια και να τα κάνεις καθρέφτη». Τέλος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, αν κάποιος σπάσει καθρέφτη, θα έχει ατυχίες, δυσκολίες για εφτά συνεχόμενα χρόνια. Υποκορ. καθρεφτάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
    - δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που δείχνει, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μετακυλήσει σε άλλον ή άλλους τις δικές του ευθύνες, αδυναμίες ή μειονεκτήματα που είναι ολοφάνερα: «μην προσπαθείς να ρίξεις σε άλλον το φταίξιμο, γιατί δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που δείχνει»·
    - δεν πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη!  α. ειρωνική έκφραση σε άσχημο ή ατημέλητο άτομο, που εκφέρει αρνητική γνώμη σε κάποιον ο οποίος και πιο όμορφος είναι και πιο προσεγμένο παρουσιαστικό έχει. β. ειρωνική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα χωρίς να το δικαιούται. γ. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που λέει απαράδεκτα πράγματα ή τρομερά ψέματα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε και κλείνει με το λέω γω·  βλ. και φρ. δεν πα(ς) να κοιταχτείς! λ. κοιτάζομαι·
    - είναι καθρέφτης, α. (για πρόσωπα) ενεργεί πάντα με πλήρη διαφάνεια: «δεν μπορεί κανείς να του καταλογίσει το παραμικρό, γιατί, όσον καιρό βρισκόταν στις προμήθειες, ήταν καθρέφτης». β. (για επιφάνειες) που είναι γυαλιστερή και ολοκάθαρη: «το πάτωμα είναι καθρέφτης»·
    - είναι καθρέφτης η θάλασσα ή η θάλασσα είναι καθρέφτης, βλ. φρ. είναι λάδι η θάλασσα, λ. λάδι·
    - είναι καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. φρ. είναι τζάμι ο δρόμος, λ. τζάμι·
    - κοίτα τη μάπα σου στον καθρέφτη, επιτείνει την ειρωνική ή επιθετική έκφραση δεν πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε άντε και συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πρώτα·
    - κοίτα το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, ηπιότερη έκφραση από το κοίτα τη μάπα σου στον καθρέφτη·
    - ο μαγικός καθρέφτης, ο καθρέφτης των παραμυθιών, που είχε μαγικές ιδιότητες και στον οποίο μπορούσε να δει ή να μάθει κανείς αυτό που επιθυμούσε: «καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο; -Η Χιονάτη»·
    - ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
    - τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
    - του φταίει ο καθρέφτης και όχι το πρόσωπο, βλ. φρ. δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που δείχνει.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης