Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ιδρώτας
    κ. ίδρωτας, ο ουσ. [<αρχ. ἱδρώς], ο ιδρώτας· η καταβολή μεγάλης προσπάθειας, μεγάλου μόχθου: «η ζωή κερδίζεται με κόπο και ιδρώτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
    - βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί μου με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
    - είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, είμαι πολύ ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «καθόμουν με τις ώρες στην παραλία και τώρα είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα || με βρήκε την ώρα που έκανα μετακόμιση και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα»·
    - γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, ιδρώνω πολύ από ζέστη ή από κούραση: «κάθε φορά που κάθομαι στον ήλιο, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα || όταν τρέχω πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα»·
    - κολυμπώ στον ιδρώτα, είμαι υπερβολικά ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «έκανα με τις ώρες ηλιοθεραπεία και τώρα κολυμπώ στον ιδρώτα || δούλευα όλο το μεσημέρι κάτω απ’ τον ήλιο και τώρα κολυμπώ στον ιδρώτα»·
    - λούστηκα στον ιδρώτα, ίδρωσα πάρα πολύ από ζέστη ή από κούραση: «είχα κλειστά πόρτες και παράθυρα καλοκαιριάτικα και λούστηκα στον ιδρώτα || έσκαβα κάτω απ’ τον ήλιο όλο το μεσημέρι και λούστηκα στον ιδρώτα»·
    - μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, βλ. φρ. με περιέλουσε κρύος ιδρώτας·
    - μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, βλ. φρ. με περιέλουσε κρύος ιδρώτας·
    - με αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. αίμα·
    - με περιέλουσε κρύος ιδρώτας, ταράχτηκα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ, καταλήφθηκα από έντονη αγωνία: «μόλις τον είδα να τραβά το μαχαίρι του, με περιέλουσε κρύος ιδρώτας». (Λαϊκό τραγούδι: το μάτι ψάχνει να ’βρει τον προμηθευτή στην τσέπη, σύριγγα, κερί, κι ένα κουτάλι, σπασμοί και κράμπες λιώνουν το κορμί και κρύος ιδρώτας σε περιλούζει πάλι
    - με τον ιδρώτα μου, με τίμια προσωπική εργασία: «αυτό το σπίτι το ’χτισα με τον ιδρώτα μου». (Λαϊκό τραγούδι: η φτώχεια βγάζει πάντοτε ανθρώπους με αξία, που ζουν με τον ιδρώτα τους μέσα στην κοινωνία
    - με τον ιδρώτα του προσώπου μου, με τίμια προσωπική εργασία: «ό,τι κι αν πέτυχα στη ζωή μου, το πέτυχα με τον ιδρώτα του προσώπου μου». Αναφορά στα λόγια του Θεού προς τον Αδάμ κατά την έξωση του απ’ τον Παράδεισο: ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου·
    - πλέω στον ιδρώτα, βλ. φρ. κολυμπώ στον ιδρώτα·
    - στάζει ο ιδρώτας μου, είμαι πολύ ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «κάνει τόσο πολύ ζέστη, που στάζει ο ιδρώτας μου || κουβάλησα μονάχος μου όλο το εμπόρευμα στην αποθήκη και στάζει ο ιδρώτας μου». (Λαϊκό τραγούδι: φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία, έχουνε μάθει να ζούνε απλά, στάζ’ ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες. Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
    - τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. συνηθέστ. τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι·
    - τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, είμαι πάρα πολύ ιδρωμένος από υπερβολική ζέστη, καταβάλλω υπέρμετρη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά, και για το λόγο αυτό ιδρώνω πάρα πολύ: «κάθε Ιούλιο με τον καύσωνα τρέχει ο ιδρώτας μου ποτάμι || βέβαια, την τέλειωσα τη δουλειά, αλλά έτρεξε ο ιδρώτας μου ποτάμι»·
    - χύνω ιδρώτα ή χύνω τον ιδρώτα μου, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι πολύ για να πετύχω κάτι: «για να προκόψει κανείς στη ζωή του, πρέπει να χύσει ιδρώτα»·
    - χύνω ιδρώτα με το τσουβάλι, κουράζομαι υπερβολικά, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά: «έχυσα ιδρώτα με το τσουβάλι για να μπορέσω να σπουδάσω τα παιδιά μου».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης