Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • θεωρία, η,
    ουσ. [<αρχ. θεωρία], η θεωρία. 1. αφηρημένος τρόπος αντιμετώπισης ενός θέματος, στα λόγια και όχι στην πράξη: «στη θεωρία είναι πρώτος, στα έργα όμως τελευταίος». 2. η ωραία εξωτερική εμφάνιση: «για δες θεωρία η τύπισσα!»·
    - άσ’ τη θεωρία, βλ. φρ. δεν αφήνεις τη θεωρία(!)·
    - δεν αφήνεις τη θεωρία! προτροπή σε κάποιον να πάψει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή να πάψει να μας συμβουλεύει με αφηρημένες έννοιες: «δεν αφήνεις τη θεωρία, αφού σου λέω πως είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά || δεν αφήνεις τη θεωρία, αφού σου υποσχέθηκα πως θα κόψω το τσιγάρο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ρε ή το βρε· 
    - είναι όλο(ς) θεωρία ή είναι μόνο θεωρία ή είναι σκέτη θεωρία, α. είναι μόνο λόγια και όχι έργα: «μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί είναι σκέτη θεωρία». β. ενδιαφέρεται μόνο για την ωραία εξωτερική του εμφάνιση: «δε νοιάζεται για τα προβλήματα της οικογένειάς του, γιατί είναι όλο(ς) θεωρία»·
    - η θεωρία της γάτας, βλ. λ. γάτα·
    - η θεωρία του ώριμου φρούτου, βλ. λ. φρούτο·
    - θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, (για πρόσωπα ή πράγματα) λέγεται στην περίπτωση που η αξία τους ή η καλή εικόνα που παρουσιάζουν είναι επιφανειακή: «μας κάνει τον καλό και τον τίμιο, αλλά είναι θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά, γιατί ο τύπος είναι μεγάλος απατεώνας || έχει ένα μουράτο αυτοκίνητο, αλλά είναι μόνο θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά, γιατί το τρέχει συνέχεια στα συνεργεία»·
    - κάνω θεωρία, α. ηθικολογώ, κάνω διδαχή, χωρίς να νοιάζομαι αν είναι εφαρμόσιμη ακόμη και από μένα τον ίδιο: «για να κάνει θεωρία περί ηθικής είναι μάνα, άσχετο αν τα βράδια γυρίζει με παρδαλές». β. αναλύω, συμβουλεύω σε κάποιον διεξοδικά για κάτι: «είναι στο δωμάτιο και κάνει θεωρία στο γιο του για τις δυσκολίες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: απλώς σου κάνω θεωρία, μην τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παραξηγηθείς
    - του κάνω θεωρία, του εκθέτω τις απόψεις μου, προσπαθώ να τον πείσω για κάτι ή τον συμβουλεύω: «τον έχει μια ώρα στη γωνιά και του κάνει θεωρία, αλλά δεν πιστεύω πως θα τον καταφέρει να του δώσει και πάλι δανεικά || μέρες τώρα του κάνω θεωρία να κόψει το τσιγάρο, αλλά αυτός ούτε που λέει να το βγάλει απ’ το στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει από το νου πως σε ζηλεύω και μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μην τυχόν παρεκτραπείς, γιατί το ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς).
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης