Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- θάνατος, ο,
- ουσ. [<αρχ. θάνατος], ο θάνατος. 1. η θανατική ποινή: «καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο». 2. γεγονός αναπάντεχο και πολύ θλιβερό, που προκαλεί μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη λύπη ή δυσκολία: «η απόλυσή του, τη στιγμή που ήταν χρεωμένος μέχρι το λαιμό, ήταν θάνατος γι’ αυτόν». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- άγγελος θανάτου, βλ. λ. άγγελος·
- αιφνίδιος θάνατος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. ξαφνικός θάνατος·
- αργός θάνατος, τα ναρκωτικά, το πιοτό, ακόμη και το τσιγάρο. (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο τύπος που τον έχεις συνοδό, να πιεις το θάνατο σου δίνει τον αργό κι απ’ τα νιάτα σου σαν πάρει τα στολίδια, θα σε πετάξει ένα βράδυ στα σκουπίδια)·
- βίαιος θάνατος, που προκλήθηκε από δολοφονία ή ατύχημα: «ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε πως ο βίαιος θάνατος του θύματος προήλθε από αιχμηρό αντικείμενο»·
- βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζωή·
- για ζωή και για θάνατο, βλ. λ. ζωή·
- για θάνατο, βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση από άποψη υγείας, δεν υπάρχουν ελπίδες να γλιτώσει το θάνατο: «εδώ και δυο χρόνια είναι κατάκοιτος και τον έχουν για θάνατο το γέρο, αλλά δε λέει να το αποφασίσει»·
- δεν είναι (και) για θάνατο (κάτι), δεν είναι αυτό που συνέβη τόσο σπουδαίο, που να δικαιολογεί μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη λύπη: «δεν είναι και για θάνατο που έχασε η ομάδα σου το πρωτάθλημα!»·
- δεν είναι προς θανάτου, βλ. συνηθέστ. δεν είναι (και) για θάνατο·
- είμαι του θανάτου, βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «χώρισα με τη γυναίκα μου κι είμαι του θανάτου». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βράδυ του Σαββάτου, κλαίω κι είμαι του θανάτου)·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι θάνατος (κάτι), είναι πολύ επικίνδυνο, πολύ βλαβερό, μπορεί να προκαλέσει και το θάνατο: «το τσιγάρο είναι θάνατος || μην μπλέκεις με τα ναρκωτικά, γιατί είναι θάνατος»· βλ. και φρ. του θανάτου·
- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. φρ. ζωή·
- έπεσε για θάνατο, βλ. συνηθέστ. έπεσε του θανατά, λ. θανατάς·
- έπεσε του θανάτου, βλ. συνηθέστ. έπεσε του θανατά, λ. θανατάς·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- η ζωή σου ο θάνατός μου ή ο θάνατός σου η ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- κερδίζω τη μάχη με το θάνατο, βλ. λ. μάχη·
- κίνδυνος θάνατος, βλ. λ. κίνδυνος·
- κούρσα θανάτου, βλ. λ. κούρσα·
- λευκός θάνατος, ο θάνατος που προέρχεται από ναρκωτικά, ιδίως από ηρωίνη και, κατ’ επέκτ., τα ναρκωτικά: «ο λευκός θάνατος πήρε ακόμη ένα παλικάρι || ο λευκός θάνατος έχει κυριεύσει τη νεολαία μας». Από το ότι πολλά ναρκωτικά έχουν λευκό χρώμα (ηρωίνη, κοκαΐνη)·
- μαύρος θάνατος, η βουβωνική πανώλη: «κατά το Μεσαίωνα, ο μαύρος θάνατος που ξεκίνησε απ’ την Ιταλία περίπου το 1346 και εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, θέρισε μέσα σε τρία χρόνια πάνω από το μισό πληθυσμό της ηπείρου»·
- μέχρι θανάτου, α. επίμονα, μέχρι το τέλος: «θα τον κυνηγήσω μέχρι θανάτου για το κακό που μου ’κανε || αγώνας μέχρι θανάτου». β. πάρα πολύ, υπερβολικά: «τον σιχαίνομαι μέχρι θανάτου || τον μισώ μέχρι θανάτου || την λατρεύει μέχρι θανάτου». (Λαϊκό τραγούδι: τι πρέπει τι δεν πρέπει στιγμή δε σκέφτηκα, εγώ μέχρι θανάτου σ’ ερωτεύτηκα)·
- ξαφνικός θάνατος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το γκολ που δέχεται πρώτη η ομάδα στην παράταση που δίνεται μετά τον κανονικό αγώνα που έληξε ισόπαλος και που τη βγάζει από την επόμενη φάση της διοργάνωσης, γιατί σημαίνει αυτόματα την ήττα της και τη λήξη του παιχνιδιού: «ο ξαφνικός θάνατος καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1998 στο Μουντιάλ της Γαλλίας». Αντίθ. το χρυσό γκολ·
- παλεύει με το θάνατο, χαροπαλεύει: «μέρες τώρα παλεύει με το θάνατο και δε λέει να παραδώσει»·
- πέταλο θανάτου ή πέταλο του θανάτου, βλ. λ. πέταλο·
- στη ζωή και στο θάνατο, βλ. λ. ζωή·
- συμβόλαιο θανάτου, βλ. λ. συμβόλαιο·
- (το) πήδημα (του) θανάτου, βλ. συνηθέστ. σάλτο μορτάλε, λ. σάλτο·
- τον πήρε ο θάνατος, πέθανε: «αυτόν που ζητάς, τον πήρε ο θάνατος πριν από δυο μήνες»·
- του θανάτου, (στη νεοαργκό, για πρόσωπα ή πράγματα) πάρα πολύ ωραίος, υπέροχος, καταπληκτικός: «τον είδα να συνοδεύει μια γκόμενα του θανάτου || αγόρασε ένα αυτοκίνητο του θανάτου»·
- τρέχει του θανάτου, (για οδηγούς αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών) τρέχει πάρα πολύ γρήγορα: «μην ξαναδώσεις τ’ αυτοκίνητο στο γιο σου, γιατί τρέχει του θανάτου»·
- φυσικός θάνατος, που δεν προκλήθηκε από δολοφονία, ή ατύχημα, αλλά από ασθένεια ή γηρατειά: «ο ιατροδικαστής απέδωσε το θάνατο του ατόμου σε αίτια φυσικού θανάτου»·
- χάνω τη μάχη με το θάνατο, βλ. λ. μάχη. - ουσ. [<αρχ. θάνατος], ο θάνατος. 1. η θανατική ποινή: «καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο». 2. γεγονός αναπάντεχο και πολύ θλιβερό, που προκαλεί μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη λύπη ή δυσκολία: «η απόλυσή του, τη στιγμή που ήταν χρεωμένος μέχρι το λαιμό, ήταν θάνατος γι’ αυτόν». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης