Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ήρθα
    κ. ήλθα, ρ. [αόρ. του ρ. έρχομαι]· ήρθα· (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήρθα με τα σφηνάκια που κατέβασα, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»· βλ. και λ. έλα και έρχομαι. (Ακολουθούν 184 φρ.)·
    - άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
    - αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, βλ. λ. αλλιώς·
    - αν είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), α. έκφραση αδιαφορίας για κάτι που επιθυμούμε να γίνει ή να μας συμβεί. β. έκφραση με την οποία συστήνουμε σε κάποιον που αναμένει να του συμβεί κάτι καλό, κάτι ευχάριστο να μην αγωνιά. Από αναφορά σε ποίημα του Κ. Ουράνη·
    - ας του ’ρθει! βλ. φρ. να του ’ρθει(;)·
    - αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
    - Γιάννης πήγε Γιάννης ήρθε ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης ήρθε, βλ. λ. Γιάννης·
    - δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. μουνί·
    - δεν ήρθε για καλό, βλ. λ. καλός·
    - δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
    - δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
    - δεν ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
    - δεν κατάλαβε από πού του ήρθε, δέχτηκε ξαφνικό χτύπημα, χωρίς να ξέρει από πού και ποιος τον χτύπησε ή υπέστη ξαφνικό κακό, χωρίς να μπορεί να το δικαιολογήσει: «εκεί που καθόταν κι έπινε ήρεμα το καφεδάκι του στην αυλή, δέχτηκε μια πέτρα στο κεφάλι και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε || ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά τα πάντα στράβωσαν και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε»·
    - εδώ ήρθαμε! έκφραση δυσαρέσκειας ή αμηχανίας, όταν μας παρουσιάζεται κάποιος ανεπιθύμητος ή κάποια απρόσμενη δυσκολία. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το οπ ή το όπα·
    - είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
    - έτσι μου ’ρθε, βλ. λ. έτσι·
    - έφυγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
    - έχω έρθει, (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήπιαμε κάνα δυο ποτηράκι κι έχω έρθει, μπορούμε να κουβεντιάσουμε το θέμα που σε απασχολεί»·
    - η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, βλ. λ. δουλειά·
    - ήρθα κι έγινα, έφτασα στο σημείο, κατέληξα: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο κι ηλιοθεραπεία, ήρθα κι έγινα αράπης || κάθε βράδυ ουισκάκια στο μπαράκι, ήρθα κι έγινα αλκοολικός»·
    - ήρθα με αγαθή διάθεση ή ήρθα με αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
    - ήρθα με αγαθή πρόθεση ή ήρθα με αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
    - ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
    - ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
    - ήρθα μούρη με μούρη (με κάποιον), βλ. λ. μούρη·
    - ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
    - ήρθα να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
    - ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, βλ. λ. γένια·
    - ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο (με κάποιον), βλ. λ. πρόσωπο·
    - ήρθα τούμπα, (για οδηγούς αυτοκινήτων), βλ. λ. τούμπα·
    - ήρθαμε και γίναμε, φτάσαμε στο σημείο, καταλήξαμε: «κέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, σε λίγο ήρθαμε και γίναμε φέσι»·
    - ήρθαμε σε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
    - ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
    - ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
    - ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
    - ήρθαν στα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
    - ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, βλ. λ. άγριος·
    - ήρθαν τα μαντάτα σου, βλ. λ. μαντάτο·
    - ήρθαν τα πρωτοβρόχια, βλ. λ. πρωτοβρόχια·
    - ήρθαν τα χαμπέρια σου, βλ. λ. χαμπέρι·
    - ήρθε απ’ αλλού, βλ. λ. αλλού·
    - ήρθε απ’ τον Άρη, βλ. φρ. ήρθε από άλλον πλανήτη, λ. πλανήτης·
    - ήρθε άπατος, βλ. λ. άπατος·
    - ήρθε από πίσω, βλ. λ. πίσω·
    - ήρθε η βασιλεία του, βλ. λ. βασιλεία·
    - ήρθε η δωδεκάτη (ενν. ώρα), βλ. λ. δωδεκάτη·
    - ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
    - ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
    - ήρθε η κουβέντα και…, βλ. λ. κουβέντα·
    - ήρθε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. λ. σειρά·
    - ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
    - ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
    - ήρθε η ώρα, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε η ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε καρφωτός, βλ. λ. καρφωτός·
    - ήρθε κι έγινε, κατέληξε: «έτρωγε τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό, που ήρθε κι έγινε σαν βόδι!»·
    - ήρθε κι έδεσε, α. (για καλό ή για κακό), ταίριαξε, συμπληρώθηκε, ολοκληρώθηκε μια κουβέντα, μια κατάσταση, μια διαδικασία ή ένα γεγονός: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, του ’πεσαν και κάτι λεφτά στο λαχείο κι ήρθε κι έδεσε || αναποδιά απ’ τη μια, αναποδιά απ’ την άλλη, του ακύρωσαν και μια μεγάλη παραγγελία κι ήρθε κι έδεσε». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «μόλις εμφανίστηκε κι ο άλλος ο χαραμοφάης, ήρθε κι έδεσε η παρέα». Πολλές φορές, στην τελευταία περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μουουου, τώρα μάλιστα· βλ. και φρ. έδεσε το γλυκό, λ. γλυκό·
    - ήρθε κι έκατσε, βλ. φρ. ήρθε κι έδεσε·
    - ήρθε μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
    - ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
    - ήρθε μ’ άσχημη διάθεση ή ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
    - ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
    - ήρθε μ’ έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
    - ήρθε με κακή διάθεση ή ήρθε μα κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
    - ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
    - ήρθε με καλή διάθεση ή ήρθε με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
    - ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
    - ήρθε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. αφτί·
    - ήρθε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. μούτρο·
    - ήρθε με κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο) (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο), βλ. λ. κεφάλι·
    - ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
    - ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
    - ήρθε με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
    - ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
    - ήρθε με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
    - ήρθε μια και καλή, βλ. λ. καλός·
    - ήρθε ντανγκ, βλ. λ. ντανγκ·
    - ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ. δαδί·
    - ήρθε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
    - ήρθε ο κόσμος ανάποδα, βλ. λ. κόσμος·
    - ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
    - ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
    - ήρθε σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε σαν γαμπρός, βλ. λ. γαμπρός·
    - ήρθε σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
    - ήρθε σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
    - ήρθε σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
    - ήρθε σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε στα γράδα του, (για μηχανήματα), βλ. λ. γράδα·
    - ήρθε στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε στο κουταλάκι του παπά, λ. λ. κουταλάκι·
    - ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
    - ήρθε στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
    - ήρθε στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
    - ήρθε στο φως, βλ. λ. φως·
    - ήρθε τούμπα, (ιδίως για αυτοκίνητο), βλ. λ. τούμπα·
    - ήρθε τσακ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
    - ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
    - ήρθε το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
    - ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
    - ήρθες αργά, βλ. λ. αργά·
    - ήρθες και ήρθες ή ήρθες που ήρθες, αφού ήρθες: «ήρθες που ήρθες, γιατί δε μου ’φερνες και το βιβλίο που είχα ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
    - ήρθε(ς) σαν την άνοιξη, βλ. λ. άνοιξη·
    - θα έρθω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
    - θα ’ρθεις και θα ’ρθεις ή θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, αφού θα έρθεις: «θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, δε μου φέρνεις και το πουλόβερ που έχω ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
    - θα μου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
    - θα σου ’ρθει από κει που δε το περιμένεις! βλ. λ. περιμένω·
    - θα σου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
    - θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
    - θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
    - θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. κάνω·
    - … κι ας μου ’ρθει συγκοπή, βλ. λ. συγκοπή·
    - κακό να σου ’ρθει, βλ. λ. κακός·
    - καλώς ήρθες! φιλοφρονητική έκφραση, όταν υποδεχόμαστε, ιδίως στο σπίτι μας, κάποιο οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: χαρές και πίκρες μας κερνάς ανάμνησες χαρμάνι, το καλώς ήρθες κι έχε γεια που λένε στο λιμάνι)· (για πολλούς) καλώς ήρθατε! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω ή το βρε επαναλαμβανόμενο·
    - κάνω ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. κάνω·
    - λέω ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. λέω·
    - μια και ήρθες ή μια που ήρθες, βλ. φρ. ήρθες που ήρθες·
    - μια και θα ’ρθεις ή μια που θα ’ρθεις, βλ. φρ. θα ’ρθεις και θα ’ρθεις·
    - μου ’ρθαν (ενν. τα σκατά μου, τα κατουρλιά μου), ένιωσα την ανάγκη να χέσω, να κατουρήσω: «αμάν, παιδιά, πού είναι η τουαλέτα, γιατί μου ’ρθαν»·
    - μου ’ρθε, μου ήρθε ξαφνικά η διάθεση, η επιθυμία: «εκεί που καθόμουν ήσυχα κι έβλεπα τηλεόραση, μου ’ρθε να πιω ένα ουισκάκι και πήγα στο μπαράκι της γειτονιάς μου || με τις βλακείες που έλεγε μου ’ρθε να τον διαβολοστείλω»·
    - μου ’ρθε (ενν. η κλανιά, η πορδή), ένιωσα την ανάγκη να κλάσω: «αφού μου ’ρθε, ρε παιδιά, τι να ’κανα, να ’σκαζα;»·
    - μου ’ρθε αλφάδι, βλ. λ. αλφάδι·
    - μου ’ρθε αντράλα, βλ. λ. αντράλα·
    - μου ’ρθε από κει που δε το περίμενα, βλ. λ. περιμένω·
    - μου ’ρθε αποπληξία, βλ. λ. αποπληξία·
    - μου ’ρθε βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
    - μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
    - μου ’ρθε γάντι, βλ. λ. γάντι·
    - μου ’ρθε γλύκισμα, βλ. λ. γλύκισμα·
    - μου ’ρθε η ιδέα να..., βλ. λ. ιδέα·
    - μου ’ρθε καϊμάκι, βλ. λ. καϊμάκι·
    - μου ’ρθε καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
    - μου ’ρθε καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
    - μου ’ρθε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
    - μου ’ρθε καταπέλτης, βλ. λ. καταπέλτης·
    - μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
    - μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
    - μου ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
    - μου ’ρθε κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
    - μου ’ρθε κουτί, βλ. λ. κουτί·
    - μου ’ρθε κουφέτο, βλ. λ. κουφέτο·
    - μου ’ρθε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
    - μου ’ρθε λουκουμάς, βλ. λ. λουκουμάς·
    - μου ’ρθε λουκούμι, βλ. λ. λουκούμι·
    - μου ’ρθε μεζές, βλ. λ. μεζές·
    - μου ’ρθε μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
    - μου ’ρθε μπαλτάς, βλ. λ. μπαλτάς·
    - μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο, βλ. λ. μπισκοτολούκουμο·
    - μου ’ρθε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
    - μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
    - μου ’ρθε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
    - μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
    - μου ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
    - μου ’ρθε ταμπλάς ή μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
    - μου ’ρθε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
    - μου ’ρθε το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
    - μου ’ρθε το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
    - μου ’ρθε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
    - να πάει από κει που ήρθε! βλ. λ. εκεί·
    - να σου ’ρθει ζάλη! βλ. λ. ζάλη·
    - να του ’ρθει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη, αν συμφωνεί για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου, που λέει ανοησίες, ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή ένα άτομο από την παρέα, που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής, αναφωνεί: να του ’ρθει; Κατά κανόνα, η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με αλλεπάλληλα να του ’ρθει! να του ’ρθει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να πέσει(;)·
    - ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
    - όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
    - όσα έρθουν κι όσα πάνε, έλλειψη ενδιαφέροντος για την εξέλιξη μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης: «εγώ θα κάνω αυτό που αποφάσισα να κάνω κι όσα έρθουν κι όσα πάνε». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
    - όταν έρθει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
    - πήγα κι ήρθα, βλ. λ. πάω·
    - πήγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
    - πήγε για μαμή κι ήρθε στα βαφτίσια, βλ. λ. μαμή·
    - ποιος ήρθε; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράξενα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «σε παρακαλώ, μπορείς να μου δανείσεις αυτή τη στιγμή εκατό χιλιάρικα; -Ποιος ήρθε;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / τι ώρα είναι(;)·
    - τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
    - της ήρθαν τα αίματα, (για γυναίκες) βλ. λ. αίμα·
    - τι σου ’ρθε και… ή τι σου ’ρθε να…, έκφραση απορίας σε κάποιον που ενήργησε ξαφνικά με τρόπο που δε μας έχει συνηθίσει: «τι σου ’ρθε και τον έδειρες στα καλά καθούμενα τον άνθρωπο! || τι σου ’ρθε κι έβαλες ξαφνικά τις φωνές; || τι σου ’ρθε να φύγουμε χωρίς να θέλεις να πληρώσουμε; || τι σου ’ρθε ν’ αγοράσεις τόσο ακριβό αυτοκίνητο;»·    
    - τον έστειλα από κει που ’ρθε, βλ. λ. στέλνω·
    - του ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
    - του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
    - του ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
    - τρομάρα να σου ’ρθει! βλ. λ. τρομάρα·
    - τώρα μου (σου, του, κ.λ.π.) ’ρθε, τώρα αποφάσισα ή συνειδητοποίησα μια διάθεσή μου, τώρα σκέφτηκα κάτι: «τώρα που σου ’ρθε να πάμε βόλτα μου ’φυγε εμένα || αφού τώρα μου ’ρθε, τώρα το ’πα»·
    - ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης