Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ζημιά
    κ. ζημία, η, ουσ. [<αρχ. ζημία], η ζημιά. 1. η υλική καταστροφή: «η Θεσσαλονίκη έπαθε μεγάλη ζημιά από τους σεισμούς του 1978 || τράκαρα τ’ αμάξι μου κι έπαθε μεγάλη ζημιά». (Λαϊκό τραγούδι: σαν μαρσάρω την Τετάρτη, μην τρομάξεις στις στροφές, είμαι χρόνια σοφεράκι, μη φοβάσαι τις ζημιές). 2. η οικονομική απώλεια, η οικονομική χασούρα: «το μήνα που μας πέρασε, είχα πεντακόσιες χιλιάδες ζημιά στο μαγαζί». 3α. το κακό, κάθε κακόβουλη ή υστερόβουλη ενέργεια, κατάσταση ή ύπαρξη, που προξενεί αρνητικά αποτελέσματα: «μεγάλη ζημιά η τσιγγουνιά || το υπονοούμενο που πέταξε στον άλλον, ήταν ζημιά για την υπόθεσή μου». (Τραγούδι: η γυναίκα είναι ζημιά,μην μπλεχτείτε με καμιά ). β. οτιδήποτε προκαλεί μεγάλο πόνο, μεγάλη οδύνη: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Πω πω ζημιά!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δε σε μισώ, μονάχα σε λυπάμαι μήπως σου τύχει στο ντουνιά καμιά ζημιά και δίπλα σου δε θα ’μαι). 4. (για πρόσωπα) ο τραυματισμός, το πλήγωμα: «του ’δωσε μια γροθιά στο πρόσωπο και του ’κανε σοβαρή ζημιά». 5. ο λογαριασμός σε ουζερί, ταβέρνα, εστιατόριο, κέντρο διασκεδάσεως ή γενικά από αγορά υλικών αγαθών: «για πες μας τώρα, πόση είναι η ζημιά για να πληρώσουμε;». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
    - αμάν ζημιά! βλ. φρ. πω πω ζημιά(!)·
    - η ελευθερία με ζημιά είναι πολυτιμότερη από τη δουλεία με κέρδος, βλ. λ. ελευθερία·
    - θα γίνει (μεγάλη) ζημιά, α. (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα επακολουθήσει (μεγάλο) κακό, (μεγάλη) καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα γίνει μεγάλη ζημιά». β. θα επακολουθήσει μεγάλο γλέντι, θα διασκεδάσουμε πολύ, θα γίνει μεγάλο νταβαντούρι: «έλα κι εσύ το βράδυ στο πάρτι, γιατί θα γίνει μεγάλη ζημιά»·
    - θα σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα προκαλέσω (μεγάλη) καταστροφή σε βάρος σου. (Λαϊκό τραγούδι: βρε ντουνιά να σου δώσω μια να σου κάνω μεγάλη ζημιά
    - κάνω ζημιά ή κάνω τη ζημιά, (στη γλώσσα της αργκό) έχω μεγάλη επιτυχία, έχω πέραση, είμαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκαλώ σάλο: «έκανε τη ζημιά με τον πρώτο δίσκο που έβγαλε κι από τότε έγινε περιζήτητος || έκανες ζημιά χτες βράδυ στο πάρτι του τάδε»· βλ. και φρ. κάνω ζημιές·
    - κάνω ζημιές, είμαι ζημιάρης (βλ. λ.)·
    - ούτε γάτα ούτε ζημιά, βλ. λ. γάτα·
    - παθαίνω ζημιά, α. χάνω χρήματα: «έπαθα ζημιά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: ζημιά μεγάλη έπαθα,τι θέλετε να κάνω μες στις χιλιάδες τους φτωχούς και ένας παραπάνω). β. μου συμβαίνει κάτι κακό, κάτι δυσάρεστο: «παθαίνω ζημιά, κάθε φορά που βλέπω ν’ αντιμιλάει τους γονείς του». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά μου έπαθα ζημιά από γυναίκα που την είχα εμπιστοσύνη, μες τη ζωή μου δε μου την έσκασε καμιά κι αφού την έπαθα, ρε φίλε, τι να γίνει    
    - παθαίνω τη ζημιά, α. με απατά ο ερωτικός μου σύντροφος, με απατά το ταίρι μου: «έπαθε τη ζημιά απ’ τη γυναίκα του και δεν έχει μούτρα να δει άνθρωπο». β. ερωτεύομαι σφόδρα. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς την έπαθα και πάλι τη ζημιά, πάνω που έλεγα να σβήσω τα παλιά
    - πω πω ζημιά! α. επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει έκπληξη ή στενοχώρια για μεγάλο κακό ή για το μέγεθος κάποιας καταστροφής. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση. γ. επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει έκπληξη για κάτι, που προκαλεί πολύ κέφι, διασκέδαση, ευχαρίστηση: «χτες βράδυ ήμασταν στα μπουζούκια όλη η παλιά παρέα και κάναμε ένα εκατομμύριο λογαριασμό. -Πω πω ζημιά! || πω πω ζημιά, πώς τα καταφέρνεις και μαγειρεύεις τόσο νόστιμα!»·
    - της έκανα τη ζημιά ή της την έκανα τη ζημιά, (για γυναίκες) της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη, της πήρα την παρθενιά ή την άφησα έγκυο: «απ’ τη μέρα που της την έκανε τη ζημιά, τρέχει σαν σκυλάκι από πίσω του || της έκανε τη ζημιά και τώρα σκέφτεται να την παντρευτεί»·
    - του ’κανα ζημιά, του προξένησα φθορά ή οικονομική χασούρα: «βγήκα απότομα απ’ τη στροφή κι έπεσα με τη μούρη στα πλευρά του αυτοκινήτου του. -Του ’κανες ζημιά; || του ’κανα ζημιά του ανθρώπου, γιατί του έδωσα λάθος πληροφορίες και παράγγειλε σκάρτο εμπόρευμα». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά μου, κόβει το ψωμί μου
    - του ’κανα τη ζημιά ή του την έκανα τη ζημιά, α. τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «απ’ τη μέρα που του την έκανα τη ζημιά, μ’ έχει στη μπούκα του κανονιού». β. του προξένησα οικονομική βλάβη, οικονομική χασούρα: «του ’κανα ζημιά του ανθρώπου, γιατί του ’δωσα λάθος πληροφορία και παράγγειλε σκάρτο εμπόρευμα».  
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης