Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- εποχή, η,
- ουσ. [<μτγν. ἐποχή <αρχ. ἐπέχω], η εποχή· συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είτε επαναλαμβάνεται μια σειρά γεγονότων με σταθερά κοινά γνωρίσματα (οι τέσσερις εποχές του χρόνου, η εποχή του θερισμού) είτε έχουν συμβεί ιδιαίτερα σημαντικά ιστορικά γεγονότα (η εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ακολουθώ το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- άλλες εποχές, (αόριστα) κάποτε, τότε: «μην γκρινιάζεις, γιατί άλλες εποχές ήταν χειρότερα». Συνών. άλλα χρόνια / άλλες χρονιές·
- άλλες εποχές τότε! αναφορά σε κάτι καλό ή κακό που συνέβη σε παλιότερο χρονικό διάστημα: «τότε αφήναμε πόρτες και παράθυρα ανοιχτά και κοιμόμασταν με ασφάλεια. -Άλλες εποχές τότε! || στον εμφύλιο σκοτωνόμασταν όλοι σαν τα σκυλιά μέσ’ στους δρόμους. -Άλλες εποχές τότε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. άλλα χρόνια τότε! / άλλες χρονιές τότε(!)·
- άνθρωπος της εποχής, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. φρ. απ’ την εποχή του Νώε ·
- απ’ την εποχή του Νώε, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε, λ. καιρός·
- απ’ την παλαιολιθική εποχή, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε, λ. καιρός·
- αφήνω εποχή, (για πρόσωπα ή γεγονότα) μνημονεύομαι για την καλή ή την κακή δράση μου, μνημονεύομαι για τη μεγάλη επιτυχία που είχα: «η παρέα του άφησε εποχή για τα ολονύχτια γλέντια της || το κινηματογραφικό έργο “Όσα παίρνει ο άνεμος”, άφησε εποχή»·
- είναι εκτός εποχής, (για πρόσωπα ή πράγματα) δε συμβαδίζει με την εποχή του, δεν είναι επίκαιρος, δεν είναι μοντέρνος: «οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τους νέους, γιατί είναι εκτός εποχής || άλλαξε, επιτέλους, ρούχα, γιατί αυτά που φοράς είναι εκτός εποχής»·
- είναι μπροστά απ’ την εποχή του, προηγείται της εποχής του λόγω πολύ προοδευτικών ιδεών: «πώς να καταλάβουν οι ανίδεοι τι εννοεί ο άνθρωπος, αφού είναι μπροστά απ’ την εποχή του!»·
- είναι της παλιάς εποχής, έχει απόψεις ή συνήθειες που δε συμβαδίζουν με τη σύγχρονη εποχή, είναι παλαιών αρχών, είναι συντηρητικός: «οι γέροι δεν μπορούν να καταλάβουν τους νέους, γιατί είναι της παλιάς εποχής». (Λαϊκό τραγούδι: να μου βάλεις χαλινάρι άδικα μην προσπαθείς, εγώ είμαι παλικάρι της παλιάς της εποχής // ανώφελα είναι τα μπιζού και στα μαλλιά κομμώσεις· εγώ ’μαι της παλιάς σχολής, κρατώ τις παραδόσεις)·
- είναι φρούτο της εποχής, βλ. λ. φρούτο·
- εποχή ισχνών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- εποχή παχιών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- έργο εποχής, βλ. λ. έργο·
- έρχονται άλλες εποχές, αισιόδοξη έκφραση πως τα πράγματα αρχίζουν να καλυτερεύουν: «τώρα που ανέλαβε άλλη κυβέρνηση, έρχονται άλλες εποχές». (Τραγούδι: είμαστε πια πρωταθλητές, έρχονται άλλες εποχές). Συνών. έρχονται άλλα χρόνια / έρχονται άλλες χρονιές·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. φρ. ζει σε άλλον αιώνα, λ. αιώνας·
- η εποχή μας, αυτό το χρονικό διάστημα που ζούμε: «η εποχή μας είναι γεμάτη από πράξεις βίας»·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες! λ. μέρα·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. φρ. ήρθαν άλλοι καιροί, λ. καιρός·
- μπαίνω στο πνεύμα της εποχής, βλ. λ. πνεύμα·
- νεκρή εποχή, βλ. συνηθέστ. νεκρή περίοδος, λ. περίοδος·
- πάω αντίθετα προς το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- πάω με το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- ρούχα εποχής, βλ. λ. ρούχο·
- στην εποχή μου, βλ. συνηθέστ. στον καιρό μου, λ. καιρός·
- τέλος εποχής, λέγεται σε περίπτωση που κάτι τελειώνει τη λειτουργία του, παραγκωνίζεται, χάνει την αξία του, δεν έχει απήχηση: «αυτός ο πατέρας μου έχει κάτι ιδέες, όλες τέλος εποχής, βρε παιδί μου!». Από την έκφραση που χρησιμοποιούν τα καταστήματα, ιδίως ρούχων και γενικά ειδών μόδας, με την έννοια ότι ξεπουλάνε όσα τους έχουν μείνει σε χαμηλές τιμές, όταν τελειώνει μια περίοδος που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο είδος μόδας·
- την παλιά εποχή ή την παλιά την εποχή, τα παλιότερα χρόνια, στο παρελθόν: «την παλιά εποχή υπήρχε άλλη ηθική || την παλιά την εποχή οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν με μεγαλύτερη αλληλεγγύη». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έφτανες πενήντα την παλιά την εποχή,σου φωνάζαν όλοι, γέρο, άιντε και καλή ψυχή)·
- της παλιάς εποχής ή της παλιάς της εποχής, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε πως κάποιος ή κάτι ήταν αξιότερος, καλύτερος κατά το παρελθόν: «οι άνθρωποι της παλιάς εποχής είχαν μπέσα || τα σπίτια της παλιάς της εποχής ήταν πιο ευρύχωρα και ψηλοτάβανα». (Λαϊκό τραγούδι: να μου βάλεις χαλινάρι άδικα μην προσπαθείς, εγώ είμαι παλικάρι της παλιάς της εποχής)·
- το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- χρυσή εποχή, περίοδος μεγάλης οικονομικής και πνευματικής ακμής: «η χρυσή εποχή του Περικλέους». - ουσ. [<μτγν. ἐποχή <αρχ. ἐπέχω], η εποχή· συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είτε επαναλαμβάνεται μια σειρά γεγονότων με σταθερά κοινά γνωρίσματα (οι τέσσερις εποχές του χρόνου, η εποχή του θερισμού) είτε έχουν συμβεί ιδιαίτερα σημαντικά ιστορικά γεγονότα (η εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης