Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • έδαφος, το,
    ουσ. [<αρχ. ἔδαφος], το έδαφος. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
    - βρίσκω έδαφος, α. βρίσκω ζωτικό χώρο να ενεργήσω με ελπίδες επιτυχίας: «είχα κάτι λεφτά στη άκρη και βρήκα έδαφος να τα ρίξω στο χώρο της διαφήμισης». β. (για γνώμες, ιδέες ή προπαγάνδα) έχω απήχηση: «η γνώμη που πέταξε στο τραπέζι βρήκε έδαφος και συμφωνήθηκε να συζητηθεί». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πρόσφορο· βλ. και φρ. υπάρχει έδαφος (για κάτι)·
    - δεν υπάρχει έδαφος για…, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να γίνει κάτι: «είναι τόσο χάλια η αγορά, που δεν υπάρχει έδαφος για εμπορικές επεκτάσεις || είναι τόσο εξαγριωμένοι κι οι δυο τους μ’ αυτή την υπόθεση, που δεν υπάρχει έδαφος για συνεννόηση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πρόσφορο·
    - έκατσε το έδαφος, βλ. φρ. κάθισε το έδαφος·
    - κάθισε το έδαφος, υποχώρησε, έπαθε καθίζηση: «μετά από τις ραγδαίες βροχές, κάθισε το έδαφος»·
    - κάνω αναγνώριση εδάφους, βλ. λ. αναγνώριση·
    - κερδίζει συνεχώς έδαφος (κάτι), γίνεται σταδιακά ευρύτερα αποδεκτό: «η ιδέα του τάδε για την ίδρυση νέου πολιτικού κόμματος κερδίζει συνεχώς έδαφος στις λαϊκές μάζες»·
    - κερδίζω έδαφος, σιγά σιγά και σταθερά επικρατώ σε βάρος του αντιπάλου μου, παίρνω το προβάδισμα ή μειώνω τη διαφορά που μας χωρίζει: «ο δρομέας κερδίζει συνεχώς έδαφος και εκτός απροόπτου θα είναι ο νικητής της κούρσας || ο δρομέας άρχισε να κερδίζει έδαφος κι έφτασε στο σημείο να διεκδικεί και τη νίκη || ο τάδε υποψήφιος κερδίζει έδαφος σε αντίθεση με τον αντίπαλό του, που άρχισε να υποχωρεί»·
    - κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
    - ξανακερδίζω το χαμένο έδαφος, μειώνω ή ισοφαρίζω τη διαφορά που με χωρίζει με κάποιον σε έναν ανταγωνισμό ή συναγωνισμό: «ο δρομέας άρχισε σιγά σιγά να ξανακερδίζει το χαμένο έδαφος κι έφτασε στο σημείο να διεκδικεί και τη νίκη»·
    - πατώ σε στέρεο έδαφος, α. αισθάνομαι ασφαλής: «ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος και μόνο, όταν πάτησα σε στέρεο έδαφος, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». β. ενεργώ εκ του ασφαλούς και με ευνοϊκούς όρους: «αν δεν πατώ σε στέρεο έδαφος, δεν ξεκινώ καμιά δουλειά»·
    - προετοιμάζω το έδαφος για…, δημιουργώ κατάλληλες, ευνοϊκές συνθήκες για…: «επισκέπτεται διαρκώς τις λαϊκές αγορές, γιατί προετοιμάζει το έδαφος για να πολιτευτεί»·
    - τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, λέγεται σε περίπτωση που διαταράσσεται η ισορροπία σε μια σχέση ή σε μια κατάσταση, αλλάζουν τα δεδομένα σε βάρος μου, διακινδυνεύω να χάσω μια ευνοϊκή μεταχείριση, διαταράσσεται η ευρυθμία της ζωής μου: «μόλις άρχισαν να δημοσιεύουν οι εφημερίδες τα σκάνδαλά του και είδε πως άρχιζε να τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του, το ’σκασε μαζί με τα λεφτά». Από την εικόνα του σεισμού·
    - τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. φρ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
    - υπάρχει έδαφος (για κάτι), υπάρχει η δυνατότητα να γίνει σε συγκεκριμένο χώρο κάτι με ελπίδες επιτυχίας: «στο χώρο της αγοράς υπάρχει έδαφος για νέες επενδύσεις». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πρόσφορο·
    - υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. φρ. χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
    - φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. φρ. χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·  
    - χάνω έδαφος, σιγά σιγά και σταθερά υποχωρώ έναντι του αντιπάλου μου, χάνω το προβάδισμα, την υπεροχή που είχα: «στις επαναληπτικές εκλογές ο τάδε υποψήφιος έχασε έδαφος έναντι του αντιπάλου του και κινδυνεύει να χάσει και την έδρα του νομού»·
    - χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, α. λιποθυμώ: «εκεί που μιλούσαμε, έχασε ξαφνικά το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του και σωριάστηκε κάτω». β. νιώθω πολύ άσχημα από κάτι πολύ δυσάρεστο: «μόλις έμαθα ότι πάσχει από έιτζ, έχασα το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης