Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- δώρο, το,
- πλ. τα δώρα, ουσ. [<αρχ. δῶρον]. 1. τα αντικείμενα που προσφέρονται σε κάποιον από συγγενείς, γνωστούς και φίλους, ως ένδειξη ευχαριστίας, ευγνωμοσύνης ή φιλίας, τα αντικείμενα που δίνονται σε κάποιον τη μέρα της γιορτής του και πιο σπάνια των γενεθλίων του, ιδίως τα αντικείμενα εκείνα που προσφέρονται σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι από συγγενείς, γνωστούς και φίλους ως χειρονομία βοήθειας για τη δημιουργία του σπιτικού τους: «επειδή τον εξυπηρέτησε, του ’στειλε δώρο ένα ασημένιο πιάτο || στη γιορτή του, όλοι οι φίλοι του έβαλαν ρεφενέ και του πήραν δώρο ένα χρυσό ρολόι || σχεδόν όλα τα κουζινικά του σπιτιού τους, όταν παντρεύτηκαν, τα μάζεψαν από τα δώρα των συγγενών και των φίλων τους». 2. το επιπλέον χρηματικό ποσό που χρεώνεται νόμιμα σε ένα λογαριασμό κατά τη διάρκεια των γιορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και που εισπράττεται από έναν ορισμένο κλάδο εργαζομένων που μας προσφέρουν συγκεκριμένη υπηρεσία (ταξιτζήδες, σερβιτόροι), κάτι που για τους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους είναι κεκτημένο δικαίωμα και που τα Χριστούγεννα το δώρο αυτό ισούται με ένα μισθό, γι’ αυτό και λέγεται δέκατος τρίτος μισθός, ενώ το Πάσχα και στην αρχή του καλοκαιριού (για να πάνε να κάνουν τα μπάνια τους οι άνθρωποι) ισούται με μισό μισθό. Υποκορ. δωράκι, το·
- βασιλικό δώρο, πολύ πλούσιο: «ο νονός της της έκανε για τη γιορτή της ένα βασιλικό δώρο»·
- δώρο άδωρο, προσφορά που δεν έπιασε τόπο, προσφορά ανώφελη, άχρηστη: «τώρα που ήρθες να με βοηθήσεις είναι δώρο άδωρο, γιατί ήδη έχω χρεοκοπήσει»·
- δώρο εξ ουρανού, βλ. φρ. δώρο Θεού·
- δώρο Θεού, α. αναπάντεχη και πολύ μεγάλη εύνοια της τύχης, αναπάντεχο και πολύ ευχάριστο γεγονός: «το λαχείο που μου ’πεσε ήταν δώρο Θεού, γιατί βρισκόμουν σε πολύ άσχημη κατάσταση || η βροχή μέσ’ στο κατακαλόκαιρο ήταν δώρο Θεού για τους αγρότες». β. οποιοδήποτε χάρισμα, σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό, που κατέχει κανείς εκ φύσεως, που του έχει δοθεί από το Θεό: «αυτό το υπέροχο κορμί που έχεις είναι δώρο Θεού και πρέπει να το προσέχεις || αυτή η ευστροφία που τον διακρίνει είναι δώρο Θεού»·
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, η αξία ενός δώρου δεν έγκειται στο πόσο ακριβό είναι, αλλά στο ότι μας θυμήθηκαν, πράγμα που μας χαροποίησε: «βέβαια ένα ακριβό δώρο δημιουργεί μεγάλη εντύπωση, όμως δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει»·
- θείο δώρο, βλ. φρ. δώρο Θεού·
- οι τρεις Μάγοι με τα δώρα ή σαν τους τρεις Μάγους με τα δώρα, λέγεται για κάποιον που πηγαίνει κάπου φορτωμένος με πλούσια δώρα: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, τα εγγόνια του κάνουν τρελές χαρές, γιατί είναι φορτωμένος σαν τους τρεις Μάγους με τα δώρα»·
- τα δώρα και θεούς πείθουν, βλ. λ. θεός·
- το δώρο ή την κουρτίνα; βλ. λ. κουρτίνα.,

- πλ. τα δώρα, ουσ. [<αρχ. δῶρον]. 1. τα αντικείμενα που προσφέρονται σε κάποιον από συγγενείς, γνωστούς και φίλους, ως ένδειξη ευχαριστίας, ευγνωμοσύνης ή φιλίας, τα αντικείμενα που δίνονται σε κάποιον τη μέρα της γιορτής του και πιο σπάνια των γενεθλίων του, ιδίως τα αντικείμενα εκείνα που προσφέρονται σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι από συγγενείς, γνωστούς και φίλους ως χειρονομία βοήθειας για τη δημιουργία του σπιτικού τους: «επειδή τον εξυπηρέτησε, του ’στειλε δώρο ένα ασημένιο πιάτο || στη γιορτή του, όλοι οι φίλοι του έβαλαν ρεφενέ και του πήραν δώρο ένα χρυσό ρολόι || σχεδόν όλα τα κουζινικά του σπιτιού τους, όταν παντρεύτηκαν, τα μάζεψαν από τα δώρα των συγγενών και των φίλων τους». 2. το επιπλέον χρηματικό ποσό που χρεώνεται νόμιμα σε ένα λογαριασμό κατά τη διάρκεια των γιορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και που εισπράττεται από έναν ορισμένο κλάδο εργαζομένων που μας προσφέρουν συγκεκριμένη υπηρεσία (ταξιτζήδες, σερβιτόροι), κάτι που για τους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους είναι κεκτημένο δικαίωμα και που τα Χριστούγεννα το δώρο αυτό ισούται με ένα μισθό, γι’ αυτό και λέγεται δέκατος τρίτος μισθός, ενώ το Πάσχα και στην αρχή του καλοκαιριού (για να πάνε να κάνουν τα μπάνια τους οι άνθρωποι) ισούται με μισό μισθό. Υποκορ. δωράκι, το·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης