Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • δυνατός, -ή, -ό,
    επίθ. [<αρχ. δυνατός], ο δυνατός. 1. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι δυνατοί, αυτοί που είναι ισχυροί πολιτικοί, στρατιωτικοί ή οικονομικοί παράγοντες και εξουσιάζουν σε αντιδιαστολή με όλους αυτούς που είναι ανίσχυροι πολιτικά, στρατιωτικά ή οικονομικά: «οι δυνατοί εξουσιάζουν τους λαούς της γης». 2. ουδ. ως ουσ. το δυνατό, οτιδήποτε μπορεί να πραγματοποιηθεί: «ό,τι είναι δυνατό θα το κάνω». (Λαϊκό τραγούδι: δυνατά δυνατά, γίναν όλα δυνατά τ’ αδύνατα). 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα δυνατά, με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, το ανώτερο που μπορεί να αποδώσει, η μέγιστη δράση που μπορεί να αναπτύξει κάποιος. επίρρ. δυνατά, με δύναμη, με ένταση, με αντοχή: «έδεσε το σκοινί δυνατά στον πάσαλο || φώναξε δυνατά στην αντίπερα όχθη || αντιστάθηκε δυνατά στις ταλαιπωρίες, ώσπου στο τέλος δεν άντεξε και τσάκισε». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
    - αν είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. δεν είναι δυνατόν(ν)(!)·
    - δεν είναι δυνατό(ν)!  έκφραση έκπληξης ή αγανάκτησης, όταν λέγεται ή γίνεται απρόσμενα κάτι που δεν περιμέναμε να ειπωθεί ή να γίνει: «μα είναι δυνατόν! Δε φανταζόμουν ποτέ ν’ ακούσω από εσένα αυτά τα πράγματα! || τους πέταξε χειμωνιάτικα στο δρόμο! -Αν είναι δυνατόν!». (Ήταν η προσφιλής έκφραση του πολιτικού Γεωρ. Μαύρου). (Λαϊκό τραγούδι: το προσκλητήριο που σου ’πεσε απ’ τα χέρια, όχι, δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν,εσύ που μου ’ταζες τον ουρανό με τ’ αστέρια δε θέλεις στο γάμο σου τώρα να είμαι παρόν
    - βάζω τα δυνατά μου ή βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, α. εντείνω τη δύναμη, την ορμή, την ένταση, ιδίως στο τρέξιμο: «επειδή οι άλλοι βρίσκονταν ήδη πολύ μπροστά μου, έβαλα όλα μου τα δυνατά για να τους φτάσω». β. επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις, όλες μου τις προσπάθειες για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δεν έβαζα όλα μου τα δυνατά, δε θα περνούσα στο πανεπιστήμιο». Συνών. βάζω φόρτσα·
    - δυνατός χαρακτήρας, βλ. λ. χαρακτήρας·
    - είναι γερός και δυνατός, βλ. λ. γερός·
    - είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. δεν είναι δυνατό(ν)(!)·
    - είναι δυνατό(ν) να..., ενδέχεται να..., μπορεί να...: «είναι δυνατόν να φέρω και τον τάδε μαζί μας || μη στενοχωριέσαι που εσύ δεν μπορείς, γιατί είναι δυνατό να εξυπηρετηθώ απ’ τον τάδε»·
    - έκανα το καλύτερο δυνατό, έκανα ό,τι το καλύτερο, ό,τι το συμφερότερο μπορούσε να γίνει για κάποιον ή για κάτι: «νομίζω πως έκανα το καλύτερο δυνατό, που τον έστειλα να σπουδάσει στο εξωτερικό, γιατί το παιδί από μικρό είχε μεγάλη κλίση στη μουσική || νομίζω πως έκανα το καλύτερο δυνατό, που έβαλα τα λεφτά στην τράπεζα και δεν τα ξόδεψα σε ανόητα ξενύχτια και διασκεδάσεις»·
    - έχει δυνατή μύτη, βλ. λ. μύτη·
    - έχει δυνατό αφτί, βλ. λ. αφτί·
    - έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. μάτι·
    - κάνω τ’ αδύνατα δυνατά, βλ. λ. αδύνατος·
    - κατά το δυνατό(ν), όσο μπορεί να γίνει: «θα σε βοηθήσω κατά το δυνατόν»·
    - μα είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. δεν είναι δυνατό(ν)(!)·
    - μπήκε δυνατά, ξεκίνησε κάτι εντυπωσιακά: «απ’ την αρχή μπήκε δυνατά στο χώρο των ηλεκτρονικών και τώρα έχει μια αλυσίδα από καταστήματα σε όλη τη χώρα || η ομάδα μπήκε δυνατά στο παιχνίδι»·
    - περάσαμε δυνατά, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα: «χτες βράδυ περάσαμε δυνατά στα μπουζούκια»·
    - πώς είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. είναι δυνατό(ν)(!)·
    - στα όρια του δυνατού, βλ. φρ. στο μέτρο του δυνατού·
    - στο βαθμό του δυνατού, βλ. φρ. στο μέτρο του δυνατού·
    - στο μέτρο του δυνατού, μέχρι εκεί που μπορεί να πραγματοποιηθεί, μέχρι το σημείο που είναι λογικό, αναμενόμενο, προσεγγίσιμο κάτι: «θα προσπαθήσω να τον βοηθήσω να ξελασπώσει, αλλά στο μέτρο του δυνατού, γιατί έχω κι εγώ υποχρεώσεις»·
    - τα πάντα είναι δυνατά, είναι πιθανό να συμβούν τα πάντα: «έχει γίνει τόσο απρόβλεπτη η εποχή μας, που τα πάντα είναι δυνατά».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης