Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- δεκάρα, η,
- ουσ. [<δέκα + κατάλ. -άρα], η δεκάρα· ασήμαντο χρηματικό ποσό: «δεν μπορείς σήμερα με δεκάρες να στήσεις επιχείρηση». Υποκορ. δεκαρούλα κ. δεκαρίτσα, η κ. δεκαράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: όσα άστρα έχει ο ουρανός να τα ’χα δεκαράκια, να τα ’τρωγα, να τα ’πινα με τα παλικαράκια). (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- άνθρωπος της δεκάρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- για μια δεκάρα, για ασήμαντο, για μηδαμινό χρηματικό ποσό: «είναι ανόητοι, που κάθονται και μαλώνουν για μια δεκάρα!»·
- δε βγάζω δεκάρα (τσακιστή), α. δεν αποκομίζω, δεν κερδίζω το παραμικρό χρηματικό ποσό: «αυτό το μήνα έπεσε τέτοια αναδουλειά, που δεν έβγαλα δεκάρα τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδω το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «θα την κλείσω την επιχείρηση, γιατί δε βγάζει δεκάρα τσακιστή»·
- δε δίνω δεκάρα (τσακιστή), α. αδιαφορώ τελείως: «δε δίνω δεκάρα τσακιστή γι’ αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: αμ’ δε, καλογριούλα που για σένα θα γίνω, αμ’ δε, φύγεις δε φύγεις δεκάρα δε δίνω, αμ’ δε, καλέ ). β. δεν πληρώνω τίποτα: «δε δίνω δεκάρα τσακιστή γι’ αυτό το σκάρτο εμπόρευμα»·
- δε μ’ άφησε δεκάρα (τσακιστή), μου κέρδισε όλα μου τα χρήμα, ιδίως σε μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «είχε τέτοια κωλοφαρδία ο κερατά, που δε μ’ άφησε δεκάρα τσακιστή».
- δε σταυρώνω δεκάρα (τσακιστή), δεν μπορώ να κερδίσω ούτε τα ελάχιστα χρήματα, δεν πέφτουν στα χέρια μου καθόλου λεφτά: «με την αναδουλειά που έχει πέσει τον τελευταίο καιρό στην αγορά, δε σταυρώνω δεκάρα τσακιστή»·
- δεκάρα δεκάρα, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «μάζεψε δεκάρα δεκάρα τα λεφτά για ν’ αγοράσει κι αυτός ένα αυτοκινητάκι». Συνών. δραχμή δραχμή / πεντάρα πεντάρα / φράγκο φράγκο·
- δεν αξίζει (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μας τον σύστησες για σπουδαίο άνθρωπο, αλλά δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή». β. (για πράγματα) η τιμή του, η αξία του είναι ασήμαντη, μηδαμινή και, κατ’ επέκτ., είναι τελευταίας ποιότητας: «έδωσε ένα κάρο λεφτά και πήρε αυτό το ρολόι, που δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή». Από το ότι στις αρχές του 20ου αιώνα κυκλοφορούσαν κίβδηλες δεκάρες από σκληρό και χοντρό χαρτί και όταν έπεφτε στα χέρια του μπακάλη, του μανάβη, του χασάπη ή του ψαρά κάποια ύποπτη δεκάρα, την τσακίζανε (τη διπλώναμε στα δυο) για να βεβαιωθεί ότι πράγματι είναι κάλπικη·
- δεν αφήνει δεκάρα (τσακιστή), α.(για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδει το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «σκέφτομαι να κλείσω την επιχείρηση, γιατί δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή». β. (για πρόσωπα) σπαταλάει, ξοδεύει όλα τα κλεφτά του: «κάθε φορά που του πέφτουν λεφτά στα χέρια, μέσα σε δυο τρεις μέρες δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή»·
- δεν έχω απάνω μου δεκάρα (τσακιστή), τυχαίνει να μην έχω μαζί μου καθόλου χρήματα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είμαι φτωχός: «αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γιατί δεν έχω απάνω μου δεκάρα τσακιστή»·
- δεν έχω δεκάρα (τσακιστή), α. είμαι τελείως άφραγκος: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω δεκάρα τσακιστή». β. είμαι τελείως φτωχός: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί δεν έχει δεκάρα τσακιστή». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα που ’χουν ένα φουστάνι καλό που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό)·
- δεν κάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δεκάρα (τσακιστή)·
- δεν κοστίζει δεκάρα (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δεκάρα (τσακιστή)·
- δεν πιάνει δεκάρα (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «κάθεσαι και στενοχωριέσαι για έναν άνθρωπο που δεν πιάνει δεκάρα τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις), δεν αποδίδει το παραμικρό κέρδος: «με τόσες απεργίες, το μαγαζί δεν πιάνει δεκάρα τσακιστή». γ. (για πράγματα), δεν έχει το παραμικρό κόστος, δεν αξίζει τίποτα και, κατ’ επέκτ., είναι τελευταίας ποιότητας: «πέτα το καλύτερα, γιατί δεν πιάνει δεκάρα τσακιστή»·
- δεν πιάνω δεκάρα (τσακιστή), δεν εισπράττω το παραμικρό ποσό, ιδίως γιατί δεν υπάρχει η παραμικρή εμπορική κίνηση: «μ’ αυτή τη νέκρα που έχει πέσει στην αγορά, δεν πιάνω δεκάρα τσακιστή»·
- δεν του μένει δεκάρα (τσακιστή), σπαταλάει, ξοδεύει όλα του τα λεφτά: «μόλις πάρει το μηνιάτικο στα χέρια του, μέσα σε δυο μέρες δεν του μένει δεκάρα τσακιστή»·
- δεν υπάρχει δεκάρα (τσακιστή), έκφραση που δηλώνει παντελή έλλειψη χρημάτων: «μη μου ζητάς δανεικά, γιατί δεν υπάρχει δεκάρα τσακιστή»·
- δυο δεκάρες η οκά ή δυο δεκάρες την οκά (για εμπορεύματα ή πράγματα) με ασήμαντη, με μηδαμινή αξία: «τέτοια ρολόγια μαϊμού δυο δεκάρες η οκά, να σου φέρω εγώ χίλια». (Τραγούδι: ω, αγκινάρες και κουκιά, κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά)·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και…, ειρωνική αναφορά σε άτομο που, επειδή ήταν φτωχό και ξαφνικά κέρδισε μερικά χρήματα, νομίζει πως άλλαξε ριζικά η ζωή του: «έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και νομίζει πως έγινε κάποιος»·
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά αξία, καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- με μια δεκάρα, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «ήρθε με μια δεκάρα στην τσέπη κι ήθελε να γίνει συνεταίρος μου»·
- μένω χωρίς δεκάρα (τσακιστή), α. μου τελειώνουν όλα τα χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, αλλά, κάθε φορά που βγαίνω στην αγορά, μένω χωρίς δεκάρα». β. χάνω όλα μου τα χρήματα σε κάποια εμπορική επιχείρηση: «έπεσε έξω η δουλειά κι έμεινε χωρίς δεκάρα». γ. χάνω όλα τα χρήματά μου σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπαιξα με κάτι χαρτόμουτρα κι έμεινα χωρίς δεκάρα»·
- μετράει και τη δεκάρα, υπολογίζει και το παραμικρό χρηματικό πόσο, είτε επειδή είναι τσιγκούνης είτε επειδή έχει οικονομικές δυσχέρειες: «με την τσιγκουνιά που κουβαλάει, μετράει και τη δεκάρα || με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, μετράει και τη δεκάρα»·
- μέχρι δεκάρα(ς), όλο το χρηματικό ποσό: «του ’δωσες τα δανεικά που του χρωστούσες; -Μέχρι δεκάρα». (Λαϊκό τραγούδι: μέχρι δεκάρα τα ’φαγε κι έμεινε μπατιράκι, τι έπαθες, τι έπαθες καημένε Νικολάκη)·
- ούτε δεκάρα (τσακιστή), παντελής έλλειψη χρημάτων: «πόσα λεφτά έχεις; -Ούτε δεκάρα»·
- πράγμα της δεκάρας, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τ’ ακουμπώ μέχρι δεκάρα (τσακιστή), α. πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκτ., πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα όλα τα οικιακά σκεύη απ’ το τάδε μαγαζί και τ’ ακούμπησα μέχρι δεκάρα». β. ξοδεύω όλα τα χρήματά μου για κάποιο σκοπό: «αγόρασα ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική κι έμεινα πανί με το πανί, γιατί τ’ ακούμπησα μέχρι δεκάρα τσακιστή». γ. ξοδεύω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως για προσωπική μου διασκέδαση ή απόλαυση: «τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα στα μπουζούκια || τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα στα ταξίδια». δ. χάνω συστηματικά όλα μου τα χρήματα σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «είναι μεγάλο κορόιδο, γιατί, ό,τι βγάζει, τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα στα χαρτιά».
- τα μετράω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), πληρώνω όλο το ποσό τοις μετρητοίς για αγορά που έκανα: «κάθε φορά που αγοράζω κάτι, τα μετράω μέχρι δεκάρα κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»· βλ. και φρ. μετράει και τη δεκάρα·
- τα τρώω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), ξοδεύω, σπαταλώ όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «όσα λεφτά βγάζω, τα τρώω μέχρι δεκάρα»·
- της δεκάρας, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι χωρίς αξία, χωρίς σημασία: «φίλος της δεκάρας || πράγμα της δεκάρας»·
- τον ξέρω σαν (την) κάλπικη δεκάρα, α. τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά, ιδίως τις απατεωνιές του ή τις παρανομίες του: «μη μου λες πως ο τάδε είναι καλός άνθρωπος, γιατί τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα». β. ξέρω όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του: «είμαστε φίλοι από μικρά παιδιά, γι’ αυτό τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα». Συνών. τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο / τον ξέρω σαν την τσέπη μου·
- του μέτρησα και τη δεκάρα, του πλήρωσα όλο το ποσό της μετρητοίς για αγορά που έκανα ή για χρέος που είχα, τον εξόφλησα: «αγόρασα το αυτοκίνητό του και του μέτρησα και τη δεκάρα»·
- χωρίς δεκάρα, α. δωρεάν, τζάμπα: «μου το ’δωσε χωρίς δεκάρα». β. δηλώνει και τέλεια έλλειψη χρημάτων. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε, Μανολιό μου, πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη). - ουσ. [<δέκα + κατάλ. -άρα], η δεκάρα· ασήμαντο χρηματικό ποσό: «δεν μπορείς σήμερα με δεκάρες να στήσεις επιχείρηση». Υποκορ. δεκαρούλα κ. δεκαρίτσα, η κ. δεκαράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: όσα άστρα έχει ο ουρανός να τα ’χα δεκαράκια, να τα ’τρωγα, να τα ’πινα με τα παλικαράκια). (Ακολουθούν 33 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης