Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- δαχτυλάκι
- κ. δακτυλάκι το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δάχτυλο], το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των ποδιών: «κάποιος με πάτησε στο λεωφορείο και μου πονάει το δαχτυλάκι μου». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω το δαχτυλάκι μου ή βάζω κι εγώ το δαχτυλάκι μου, α. επεμβαίνω κρυφά, βοηθώ, ιδίως μεροληπτικά, κάποιον: «δε θα ’παιρνε τη δουλειά, αν δεν έβαζες το δαχτυλάκι σου». β. είμαι συνυπεύθυνος, ιδίως για κάτι κακό: «εδώ που τα λέμε, αν δεν έβαζες κι εσύ το δαχτυλάκι σου, δε θα χρεοκοπούσε ο άνθρωπος»·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βάλε μου τόσο όσο είναι και το πάχος ενός δάχτυλου και, κατ’ επέκτ., βάλε μου μια ελάχιστη ποσότητα: «βάλε μου κι εμένα ένα δαχτυλάκι απ’ αυτό το ουίσκι || θέλεις να σου βάλω απ’ αυτό το ουίσκι; -Ένα δαχτυλάκι». Εδώ συνήθως, χάριν αστεϊσμού, παίζεται το εξής θέατρο από εκείνον που του ζητούν να σερβίρει: θέλεις ένα δαχτυλάκι, πώς; Έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του σε οριζόντια θέση ή έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του κάθετα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου ή δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι, δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή την παραμικρή ενέργεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να αποτρέψω κάτι: «πώς θέλεις να προκόψεις, απ’ τη στιγμή που δεν κουνάς ούτε το δαχτυλάκι σου! || εδώ εγώ πνίγομαι απ’ τη δουλειά κι αυτός δεν κουνάει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι να με βοηθήσει || ενώ μπορούσε ν’ αποτρέψει το μάλωμα, δεν κούνησε ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί, γενικά, είναι κατά πολύ ανώτερός σου: «όσο και να καυχιέσαι, δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του». Συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου. Συνών. δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι·
- ένα δαχτυλάκι, ελάχιστη ποσότητα, ιδίως ποτού: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το ποτό, αλλά ένα δαχτυλάκι μου το επιτρέπει»·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, α. με την παραμικρή μου προσπάθεια: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, μπορώ να τον βάλω αμέσως σε μια θέση στο δημόσιο». β. με την παραμικρή μου θέληση: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, θα ’ρθει και θα πέσει στα πόδια μου || έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, έχω ό,τι θελήσω». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου· βλ. και φρ. έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- κρύβομαι πίσω απ’ το δαχτυλάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, με μεγάλη ευχέρεια: «εσύ μπορείς να νικήσεις τον τάδε; -Με το μικρό μου δαχτυλάκι»·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, φέρω σε πέρας με μεγάλη ευχέρεια αυτό που μου αναθέτουν: «αυτό που μου λες, το κάνω με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- το καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- το μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, τον καταβάλλω, τον νικώ με μεγάλη ευχέρεια: «αυτόν που μου δείχνεις τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- τον καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον παλεύω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, είναι τόσο ισχυρός ή τόσο αγαπητός, που, και η παραμικρή επιθυμία που εκδηλώνει, γίνεται αμέσως από τους άλλους πράξη: «τον αγαπούν τόσο πολύ, που, ό,τι και να θελήσει, γίνεται αμέσως, φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του». - κ. δακτυλάκι το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δάχτυλο], το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των ποδιών: «κάποιος με πάτησε στο λεωφορείο και μου πονάει το δαχτυλάκι μου». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης