Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • γόνατο, το,
    ουσ. [<γόνατα, πλ. του αρχ. ουσ. γόνυ], το γόνατο. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
    - γράφει στο γόνατο, είναι μέτριος ή κακός συγγραφέας: «κανένα του βιβλίο δεν είχε επιτυχία, γιατί γράφει στο γόνατο»·
    - γράφω στο γόνατο (κάτι), γράφω, σημειώνω βιαστικά και πρόχειρα κάτι: «κάπου έγραψα στο γόνατο τη διεύθυνσή του και δεν μπορώ να τη βρω»·
    - δουλειά στο γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
    - είναι γραμμένο στο γόνατο, α. το λογοτεχνικό κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι κακό ή μέτριο: «μην αγοράσεις αυτό το βιβλίο, γιατί είναι γραμμένο στο γόνατο». 2. το χειρόγραφο κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι γραμμένο με δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει το σημείωμά του, γιατί είναι γραμμένο στο γόνατο»· 
    - έκανε γόνατα, (για παντελόνια) ξεχείλωσε στο σημείο των γονάτων: «δεν πρέπει να είναι από καλό ύφασμα το παντελόνι μου, γιατί αμέσως έκανε γόνατα»·
    - έσπασαν τα γόνατά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα γόνατά μου·
    - η δουλειά πάει γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
    - η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, βλ. λ. πίκρα·
    - θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, θα τον υποχρεώσω, θα τον εξαναγκάσω να έρθει σε μένα ικετεύοντας, παρακαλώντας: «τώρα λέει και κάνει ό,τι θέλει, αλλά μια μέρα θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα για να μου ζητήσει συγνώμη»·
    - κόπηκαν τα γόνατά μου ή μου κόπηκαν τα γόνατα, α. κάποια στιγμή ένιωσα αδυναμία να συνεχίσω να στέκομαι όρθιος. (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις έβγα και πες μου φύγε, μου έχεις κόψει τα γόνατα). β. ένιωσα ξαφνικά μεγάλο φόβο ή τρόμο, που κινδύνεψα να πέσω κάτω, γιατί λύγισαν τα γόνατά μου: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι, μου κόπηκαν τα γόνατα»·
    - λύθηκαν τα γόνατά μου ή μου λύθηκαν τα γόνατα, βλ. φρ. κόπηκαν τα γόνατά μου·
    - με βαραίνουν τα γόνατά μου, χάνω την ικμάδα μου, τη ζωντάνια μου λόγω ηλικίας: «έφτασα κι εγώ σε μια ηλικία που έχουν αρχίσει να με βαραίνουν τα γόνατά μου»·
    - μεγάλωσε στα γόνατά μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ήταν στη φροντίδα μου από την πολύ μικρή του ηλικία, το ανάθρεψα από πολύ μικρή ηλικία: «αυτός ο παλίκαρος που βλέπεις, έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και μεγάλωσε στα γόνατά μου». Πολλές φορές, και σχεδόν μόνο στην περίπτωση που ο ομιλητής κάθεται, συνοδεύεται από χειρονομία με τις παλάμες του να χτυπούν ελαφρά πάνω στους μηρούς του·
    - πάει γόνατο, βλ. συνηθέστ. πάει σύννεφο·
    - πέφτω στα γόνατα ή πέφτω στα γόνατά μου, παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι γονατιστός: «έπεσα στα γόνατα και ζήτησα να με συγχωρήσει». Από την εικόνα του ατόμου που γονατίζει μπροστά σε μια άγια εικόνα, όταν ικετεύει για κάποια χάρη·
    - πέφτω στα γόνατά του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του, λ. πόδι·
    - σέρνομαι στα γόνατα ή σέρνομαι στα γόνατά μου, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι πηγαίνοντας γονατιστός προς το μέρος του: «θα τον κάνω να σέρνεται στα γόνατα και να με παρακαλάει να τον συγχωρήσω». Από την εικόνα του ατόμου που από τάμα σε κάποια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, σέρνεται στα γόνατα, μέχρι να φτάσει στην εικόνα του αγίου, για να την προσκυνήσει·
    - στο γόνατο, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «έφαγε στο γόνατο κι έφυγε || ήμασταν κι οι δυο βιαστικοί, γι’ αυτό τα ’παμε στο γόνατο»·
    - του κόβω τα γόνατα, α. τον έχω σε συνεχή ορθοστασία, ώστε δεν αντέχει άλλο  να στέκεται όρθιος: «του ’κοψα τα γόνατα να με περιμένει δυο ώρες στη γωνία». β. τον κατατρόμαξα, τον καταφόβισα τόσο, που λύγισαν τα γόνατά του από τον έντονο φόβο που ένιωσε: «του ’κοψα τα γόνατα, μόλις πετάχτηκα μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
    - του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο·
    - τρέμουν τα γόνατά μου, α. αισθάνομαι μεγάλη κούραση ή εξάντληση: «θέλω να καθίσω κομμάτι, γιατί τρέμουν τα γόνατά μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, άρχισαν να τρέμουν τα γόνατά μου».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης