Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • γνώμη,
    η, ουσ. [<αρχ. γνώμη <γιγνώσκω], η γνώμη. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
    - αγοράζω γνώμες, ακούω προσεκτικά διάφορες γνώμες για το θέμα που με απασχολεί, για να ενεργήσω σύμφωνα με την καλύτερη ή τη συμφερότερη: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, κάθομαι και αγοράζω γνώμες και πράττω ανάλογα»·
    - αλλάζει γνώμες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
    - αλλάζω γνώμη, αλλάζω άποψη, αλλάζω στάση σε κάποιο θέμα, σκέφτομαι ή υποστηρίζω διαφορετικά από ό,τι σκεφτόμουνα ή υποστήριζα προηγουμένως: «στην αρχή ήταν εναντίον της πρότασής μου, αλλά, όταν τη μελέτησε καλύτερα, άλλαξε γνώμη». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μένει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
    - βαραίνει η γνώμη του, βλ. φρ. μετρά η γνώμη του·
    - δε μετρά η γνώμη του, δεν υπολογίζεται στη λήψη μιας κοινής απόφασης: «επειδή είναι καινούριο μέλος στο σύλλογο, σύμφωνα με το καταστατικό, δεν μετρά η γνώμη του κατά την ψηφοφορία»·
    - δεν έχω γνώμη (για κάτι), δεν μπορώ να εκφέρω την άποψή μου για κάτι, γιατί δεν είμαι γνώστης του θέματος, δεν είμαι κατάλληλος ή ειδικός: «δεν μπορώ να συμβουλέψω κανέναν πάνω σε θέματα χρηματιστηρίου, γιατί δεν έχω γνώμη»·   
    - είμαι της γνώμης, είμαι της άποψης, έχω την άποψη: «είμαι της γνώμης να φύγουμε νωρίς, αν δε θέλουμε να χάσουμε το τρένο»·
    - έχει βάρος η γνώμη του, βλ. φρ. μετρά η γνώμη του·
    - έχω τη γνώμη, βλ. φρ. είμαι της γνώμης·
    - έχω το θάρρος της γνώμης, βλ. λ. θάρρος·
    - ζητώ τη γνώμη (κάποιου), ζητώ από κάποιον να εκφέρει τη γνώμη του πάνω στο θέμα που με απασχολεί, που με προβληματίζει: «πρέπει να ζητήσω τη γνώμη του δικηγόρου μου πριν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο»·
    - ζυγίζει η γνώμη του, βλ. φρ. μετρά η γνώμη του·
    - η κοινή γνώμη, α. η αντίληψη, η κρίση μιας κοινωνίας ως συνόλου πάνω σε ορισμένο θέμα: «η κοινή γνώμη είναι αντίθετη με το χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων από την κυβέρνηση». β. η αποδοχή μιας άποψης από την κοινωνία ως σύνολο: «είναι γνωστό πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διαμορφώνουν την κοινή γνώμη». γ. (γενικά) η κοινωνία ως σύνολο: «η κοινή γνώμη είναι ανάστατη με την εξάπλωση των ναρκωτικών»·
    - καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, ένας άγνωστος, μια και δεν έχει κανένα λόγο να μας πει ψέματα ή να μας παραπλανήσει, κρίνει αμερόληπτα την υπόθεση που μας απασχολεί: «θα εκθέσουμε το πρόβλημά μας στον τάδε, που δε μας ξέρει, για να μας πει ποιος έχει δίκιο, γιατί καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει»· 
    - κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά τη γνώμη μου έχεις άδικο || κατά τη γνώμη μου έχεις δίκιο». Συνών. κατά την άποψή μου / κατά την εκτίμησή μου / κατά την κρίση μου·
    - λέω τη γνώμη μου, εκφράζω την άποψή μου: «όταν δυο άνθρωποι έχουν μια διαφωνία, λέω τη γνώμη μου μόνο αν μου τη ζητήσουν»·
    - μετρά η γνώμη του, έχει κύρος,υπολογίζεται σοβαρά: «αν σε προτείνει ο τάδε, σίγουρα θα σε προσλάβουν, γιατί μετρά η γνώμη του»·
    - μια δεύτερη γνώμη, άποψη που παραδέχεται, που στηρίζει ή που αμφισβητεί κάποια προηγούμενη: «όπως μου τα λες, είναι όλα όμορφα κι ωραία, αλλά, για να κάνω αυτή τη δουλειά, θέλω να πάρω και μια δεύτερη γνώμη»· 
    - ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος τρίχα αλλάζει γνώμη δεν αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
    - πετώ μια γνώμη, βλ. φρ. ρίχνω μια γνώμη·
    - πετώ μια γνώμη στο τραπέζι, βλ. φρ. ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι·
    - ρίχνω μια γνώμη, εκφράζω μια άποψη: «έλα, ρε φίλε, εγώ έριξα μια γνώμη και δε σου είπε κανένας πως πρέπει να την ασπαστείς!»·
    - ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι, εκφράζω μια άποψή μου και τη θέτω υπό συζήτηση: «επειδή το θέμα είναι σοβαρό, θα ρίξω μια γνώμη στο τραπέζι κι από κει και πέρα θα κάνουμε ό,τι πει η πλειοψηφία»·
    - στροφή της κοινής γνώμης, βλ. λ. στροφή.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης