Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • άδικος, -η, -ο,
    επίθ. [<αρχ. ἄδικος <α- στερητ. + δίκη], άδικος. 1. που αποδείχτηκε μάταιος, ανώφελος: «άδικη προσπάθεια». 2. το ουδ. ως ουσ. το άδικο, η αδικία: «πάντοτε πολεμούσε το άδικο». (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο με καταστρέψαν στη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). επίρρ. άδικα, μάταια, ανώφελα: «άδικα κάθεσαι και τον συμβουλεύεις, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
    - άδικα έξοδα, βλ. λ. έξοδο·
    - άδικα σκοτώνεσαι, βλ. λ. σκοτώνομαι·
    - άδικα τρέχεις, βλ. λ. τρέχω·
    - άδικα των αδίκων, εντελώς άδικα, εντελώς μάταια, εντελώς ανώφελα: «χάθηκε η ευκαιρία άδικα των αδίκων || τον υποστήριξα άδικα των αδίκων, γιατί αποδείχτηκε μεγάλος παλιάνθρωπος»·
    - άδικος κόπος, βλ. λ. κόπος·
    - αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, βλ. λ. χέρι·
    - γυρίζει σαν την άδικη κατάρα, βλ. λ. κατάρα·
    - δίνω (το) άδικο (σε κάποιον), βλ. φρ. ρίχνω (το) άδικο (σε κάποιον)·
    - εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα, α. μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις χωρίς κέρδος: «αφού δεν έχεις κανένα όφελος απ’ αυτή την υπόθεση κάνε πέρα, ρε παιδάκι μου γιατί, εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα». β. μην κοπιάζεις άδικα όταν δεν έχεις σοβαρή ανάγκη: «αφού τα ’χεις όλα τακτοποιημένα κάτσε ήσυχος κι εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα»·
    - επί δικαίων και αδίκων, βλ. λ. δίκαιος·
    - έχω άδικο, κάνω λάθος, σφάλλω: «έχεις άδικο αν νομίζεις πως δε θέλω το καλό σου || έχω άδικο που θέλω να βοηθήσω ένα καλό παιδί;»·
    - μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
    - πήγε άδικα (των αδίκων), α. πέθανε, σκοτώθηκε αναπάντεχα, ιδίως έπεσε θύμα τροχαίου: «τέτοιο καλό παιδί και πήγε άδικα με τη μανία που είχε να κάνει κόντρες με τους άλλους μηχανόβιους». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα θα πάω, σβήνω και σκορπάω, κοίτα τι τραβάω για την πάρτη σου).β. λέγεται για οτιδήποτε γίνεται εντελώς μάταια, ανώφελα, χωρίς αντίκρισμα: «έδωσε τη ζωή του για την προκοπή της πατρίδας του, όμως απ’ ό,τι φαίνεται, η θυσία του πήγε άδικα των αδίκων || έδωσε όλη του την περιουσία για το καλό της πατρίδας του, αλλά πήγε άδικα των αδίκων, γιατί την καρπώθηκαν οι διάφοροι επιτήδειοι»·
    - πιάνει άδικα το χώρο, βλ. λ. χώρος·
    - ρίχνω (το) άδικο (σε κάποιον), καταλογίζω το λάθος, το σφάλμα σε κάποιον: «ό,τι στραβό γίνεται στη δουλειά, ρίχνει το άδικο απάνω μου || μη ρίχνεις άδικο σε κανέναν, πριν ακούσεις πρώτα πώς έγιναν τα πράγματα»·
    - το άδικο δεν (ουκ) ευλογείται, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας αδίκησε για να ωφεληθεί, όμως, στο τέλος, όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά ζημιώθηκε και από πάνω. (Λαϊκό τραγούδι: δεν ευλογείται τ’ άδικο σ’ ετούτο τον κοσμάκη, που στάλα-στάλα μου ’ριχνες μες στην καρδιά φαρμάκι). Συνών. το κακό δεν (ουκ) ευλογείται·
    - τρέχει σαν την άδικη κατάρα, βλ. λ. κατάρα·
    - τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα, βλ. λ. κατάρα·
    - χάνω άδικα το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης