Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • γκάζι, το,
    πλ. γκάζια, τα, ουσ. [<γαλλ. gaz]. 1. το φωταέριο (εξού και η περιοχή Γκάζι της Αθήνας, όπου υπήρχε εργοστάσιο παραγωγής φωταερίου). 2. το πετρέλαιο: «αγόρασα ένα μπετονάκι γκάζι για τη σόμπα». (Λαϊκό τραγούδι: δίχως γκάζι δίχως λάδι πώς θ’ ανάψει το λυχνάρι). 3. ειδικό εξάρτημα του αυτοκινήτου που, όταν το πατάμε με το πόδι, δίνουμε ταχύτητα στην κίνησή του. 4. ειδικό εξάρτημα στο τιμόνι της μοτοσικλέτας, με το οποίο δίνουμε ταχύτητα στην κίνησή της, όταν το στρέψουμε από τα δεξιά προς τα αριστερά. Οι παρακάτω φρ., όσες αφορούν τη μοτοσικλέτα ή το αυτοκίνητο, χρησιμοποιούνται συνήθως από μηχανόβιους ή από άτομα που έχουν σχέση με το αγωνιστικό αυτοκίνητο. Όλοι οι άλλοι τις χρησιμοποιούν μόνο για λόγους εντυπωσιασμού. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
    - ανοίγω (το) γκάζι ή ανοίγω (τα) γκάζια ή ανοίγω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «όταν έχω ελεύθερο δρόμο, ανοίγω τα γκάζια της»·
    - ανοίγω τα γκάζια ή ανοίγω όλα τα γκάζια της ή ανοίγω όλα της τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω όλη τη δυνατή ταχύτητα: «μόλις μπω στην εθνική οδό, ανοίγω όλα της τα γκάζια της»·
    - μ’ όλα τα γκάζια (ενν. έρχομαι, φεύγω, τρέχω), α. με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα: «ήθελε να τους προλάβει, πριν μπουν στ’ αεροπλάνο, κι έφυγε μ’ όλα τα γκάζια», β. (γενικά) με όλη μου την καλή διάθεση, με όλες μου τις δυνάμεις: «θα σε βοηθήσω μ’ όλα τα γκάζια»· βλ. και φρ. τέρμα γκάζια·
    - παντοφλιάζω το γκάζι, (ενν. του αυτοκινήτου) αναπτύσσω τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα: ¨κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική και δεν έχει πολλή κίνηση, παντοφλιάζω το γκάζι κι ευχαριστιέμαι ταχύτητα». Λέγεται και για μοτοσικλέτα.
    - πατώ (το) γκάζι, α. (για αυτοκίνητα) αναπτύσσω ταχύτητα: «όταν δεν έχει κίνηση ο δρόμος, πατώ γκάζι». (Λαϊκό τραγούδι: μοντέλο νέο αγάπησες κι αρχίζεις να φουλάρεις, το γκάζι μην πατάς πολύ, μην τύχει και τρακάρεις). β. (γενικά) πηγαίνω βιαστικά, κινούμαι με γρήγορο ρυθμό. (Λαϊκό τραγούδι: δε με νοιάζει, καρδιά μου δε με νοιάζει, πάτα γκάζι απόψε κι όπου βγει
    - τέρμα γκάζια ή τέρμα τα γκάζια, (για μοτοσικλέτες ή αυτοκίνητα) με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα: «τον είδα που έτρεχε στην παραλιακή λεωφόρο με τέρμα τα γκάζια»· βλ. και φρ. μ’ όλα τα γκάζια·
    - την πλακώνω στα γκάζια (ενν. τη μοτοσικλέτα), αναπτύσσω όλη τη δυνατή ταχύτητα: «μόλις μπήκα στην εθνική οδό, την πλάκωσα στα γκάζια»·
    - της ανοίγω όλα τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. φρ. της δίνω όλα τα γκάζια·
    - της ανοίγω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. φρ. της δίνω τα γκάζια της·
    - της δίνω όλα τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω όλη τη δυνατή ταχύτητα: «μόλις βγήκα στην εθνική οδό, της έδωσα όλα τα γκάζια»·
    - της δίνω τα γκάζια της, (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «επειδή βιαζόμουν, της έδωσα τα γκάζια της»·
    - της ρίχνω όλα τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. φρ. της δίνω όλα τα γκάζια·
    - της ρίχνω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. φρ. της δίνω τα γκάζια της·
    - το πλακώνω στα γκάζια (ενν. το αυτοκίνητο), αναπτύσσω όλη τη δυνατή ταχύτητα: «μια και δεν είχε κίνηση ο δρόμος, το πλάκωσα στα γκάζια»·
    - τον έχω στα γκάζια, (στη νεοαργκό) τον έχω σε πλήρη ετοιμότητα: «μόλις βγείτε στη γωνία, θα ’ρθει να σας πάρει αμέσως, γιατί τον έχω στα γκάζια». Από την εικόνα του οδηγού μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, που, όση ώρα βρίσκεται σταματημένος μπροστά σε διάβαση πεζών (κόκκινο φανάρι), πατάει συνεχώς το γκάζι, για να έχει ανεβασμένες τις στροφές της μηχανής, ώστε με την αλλαγή του σήματος (πράσινο φανάρι) να φύγει αστραπιαία. Από τις διαβάσεις των πεζών αρχίζουν, συνήθως, πολλές άτυπες κόντρες ανάμεσα σε μηχανόβιους ή οδηγούς αυτοκινήτων·
    - του δίνω όλα τα γκάζια του (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω όλη τη δυνατή ταχύτητα: «μόλις μπήκα στην εθνική οδό, του ’δωσα όλα τα γκάζια»·
    - του δίνω τα γκάζια του (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω ταχύτητα: «επειδή δεν είχε κίνηση ο δρόμος, του ’δωσα τα γκάζια του»·
    - του πατώ όλα τα γκάζια του (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. φρ. του δίνω όλα τα γκάζια του·
    - του πατώ τα γκάζια του (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. φρ. του δίνω τα γκάζια του·
    - του ρίχνω όλα τα γκάζια του (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. φρ. του δίνω όλα τα γκάζια του·
    - του ρίχνω τα γκάζια του (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. φρ. του δίνω τα γκάζια του·
    - τσίτα γκάζια ή τσίτα τα γκάζια, (ιδίως για μοτοσικλέτα), με όλη τη δυνατή ταχύτητα: «έτρεχε με τσίτα τα γκάζια»·
    - τσιτώνω τα γκάζια, (στη νεοαργκό) βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική ή ψυχολογική ένταση: «πρόσεχε την υγεία σου και μη στενοχωριέσαι, γιατί έτσι είχε τσιτώσει τα γκάζια κι ένας άλλος κι ύστερα τα τσίτωσε για καλά».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης